Στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα η μικρότερη
ενότητα, ο πυρήνας της Εκκλησίας, είναι η Ενορία. Ως ευχαριστιακή σύναξη των
πιστών εμφανίζεται η (κάθε) Ενορία, σε συνάρτηση βέβαια με την Επισκοπή, στην
οποία οργανικά ανήκει, ως «η καθολική εκκλησία» στον συγκεκριμένο τόπο και
χρόνο. Ο πιστός ζει το μυστήριο της Εκκλησίας στη ζωή και πράξη της Ενορίας
του, μέσα στην οποία αγωνιζόμενος και αγιαζόμενος, ενώνεται με τον Χριστό και
τους εν Χριστώ αδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξή
του, την εκκλησιαστικότητά του. Ο λόγος, συνεπώς, για την Ενορία και τη ζωή της είναι στην ουσία του λόγος για την ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της στον κόσμο.
του, την εκκλησιαστικότητά του. Ο λόγος, συνεπώς, για την Ενορία και τη ζωή της είναι στην ουσία του λόγος για την ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της στον κόσμο.
Επίσης, η ενορία είναι η Εκκλησία σε μικρογραφία και
αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Στην ενορία κηρύσσεται και λατρεύεται ο
Χριστός, που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και στο όνομά Του συγκεντρώνονται οι
πιστοί. Στην ενορία συντελείται η νέα ζωή με τον αγιασμό των πιστών, μία ζωή
«εν Χριστώ». Στην ενορία, τα μέλη της Εκκλησίας γίνονται «μέλη Χριστού» και οι
άνθρωποι διά των μυστηρίων γίνονται «λαός του Θεού». Η
σύναξη των πιστών στην ενορία δεν ενώνει κοινωνικά όμοιες ομάδες, αλλά
ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, που διατηρούν τις ιδιαιτερότητες και
ιδιομορφίες τους. Συνεπώς η ενορία, δεν είναι κατασκευασμένη ενότητα, αλλά
φυσική πραγματικότητα, που αυτοτελώς υπάρχει εντός των πλαισίων μιας
συγκεκριμένης Επισκοπής, η οποία από άποψη οργανική, είναι δομικό στοιχείο της
οικείας Επισκοπής, δηλαδή της Εκκλησίας.
Σε
κάθε ευχαριστιακή σύναξη που τελείται στην ενορία, είναι παρών όλος ο Χριστός,
και όχι απλώς ένα μικρό τμήμα Του. Επομένως, κατά την τέλεση της Θείας
Λειτουργίας και των Ιερών Μυστηρίων, η ενορία, απεικονίζει και εκφράζει την
Εκκλησία στην πληρότητά της. Η ενορία, αποτελεί κοινωνία προσώπων εν Χριστώ και
σ’ αυτήν βιώνεται από τους πιστούς το Μυστήριο της Εκκλησίας. Η ενορία,
καλύπτει την ανθρώπινη ανάγκη της κοινωνικότητας, προς υπέρβαση της μοναξιάς
και του νοσηρού ατομικισμού. Η ενορία,
αποτελεί την ευρύτερη πνευματική μας οικογένεια. Είναι η εν τόπω εκκλησιαστική
κοινωνία των πιστών, όπου εν χρόνω λειτουργούνται τα άρρητα μυστήρια του
Τριαδικού Θεού. Στην ενορία ασκούμαστε στο ορθόδοξο βίωμα και τελειώνουμε τη
μετάνοιά μας.
Πραγματοποιούμε την Εκκλησία στην καρδιά του κόσμου, ζούμε
το μυστήριο της Εκκλησίας, του σώματος του Χριστού. Είναι ο ευχαριστιακός τόπος
και χρόνος, μεταμορφώσεως του κόσμου εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι. Η ενορία,
ως εν χρόνω και τόπω πραγματικότητα, καθιστά στον κάθε χριστιανό απτό και παρόν
το Μυστήριο της Εκκλησίας. Στην ενορία ο ενορίτης αντιλαμβάνεται ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι
το γενικό, το αόριστο ή το αφηρημένο, αλλά η συγκεκριμένη ευχαριστιακή σύναξη,
που ποιμαίνεται από συγκεκριμένους ποιμένες και ενώνεται με την καθολική
Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή (κεφ. ια’, 20)
ομιλεί για την «επί το αυτό» σύναξη των Χριστιανών. Ο άγιος Ιγνάτιος ο
Θεοφόρος τονίζει την σημασία της «επί το
αυτό» συνάξεως υπό τον Επίσκοπο, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. «Σπουδάζετε
ουν πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις δόξαν.
Η Εκκλησία βρίσκεται
σε μια διαρκή δοξολογία με πορεία προς τη Βασιλεία των ουρανών. Ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος π. Αλεξάντερ Σμέμαν σημειώνει: «τίποτε άλλο, εκτός από τη Λειτουργία,
την κεντρική αυτή πράξη, το μυστήριο της ίδιας της Εκκλησίας, δεν αποκαλύπτει
καλύτερα τη σχέση μεταξύ της Εκκλησίας ως πληρότητας και της Εκκλησίας ως
αποστολής. Η Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας, η εμπειρία της, το μυστήριό
της, η ελπίδα της, η στιγμή της αληθείας της και μόνο μέσα στη Λειτουργία
κατανοείται η θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο και η σχέση της μ’ αυτόν τον κόσμο,
τον πραγματικό προορισμό τη φύση του και τις ανάγκες του».
Η ευχαριστιακή ενοριακή
σύναξη, προσφέρει τη Θεία Ευχαριστία, αλλά και δι’ αυτής προσφέρεται στον Θεό,
για να λάβει τη χάρη Του, να αγιασθεί και να μεταμορφωθεί σε καινή κτίση. Στον
Ένα Άγιο Άρτο, οι πολλοί γινόμαστε ένα. Τρεφόμαστε από αυτόν πνευματικά και
γινόμαστε οικογένεια εν Χριστώ «Εις
άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν»
(Α΄ Κορ. ι΄, 16). Η ενορία, προσφέρει μαρτυρία και γεύση της Εκκλησίας ως
Σώματος Χριστού και θεανθρώπινης κοινωνίας. Η Θεία Ευχαριστία προσφέρει την
ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό είναι το μήνυμα της Α' προς Κορινθίους
(10, 15-17). Το ένα σώμα ταυτίζεται εκεί με τον ένα ευχαριστιακό άρτο. «Ότι
εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου
μετέχομεν» (Α' Κορ. 10, 17). Αυτή η
Χριστοκεντρική ενότητα συνέχει την τοπική εκκλησιαστική κοινότητα αρχικά
στην μία ευχαριστία, την οποία τελούσε πάντοτε ο Επίσκοπος, γι’ αυτό την
ονομάζουμε Επισκοποκεντρική. Η ίδια ενότητα εξασφαλίζεται και αργότερα με την
εμφάνιση της Ενορίας (τέλη β' αι.), που θα είναι μεν πρεσβυτεροκεντρική, αλλά
θα τελεί σε αδιάσπαστο σύνδεσμο με τον Επίσκοπο, ώστε δεν θα χάσει την
επισκοποκεντρικότητά της και με αυτό τον τρόπο και την Χριστοκεντρικότητά της.
Δεν διασπάται, συνεπώς, από τον β' αιώνα με την γένεση της σημερινής ενορίας η
Επισκοποκεντρική Ευχαριστία, αλλά πραγματοποιείται κατά τον Μητροπολίτη
Περγάμου Ι. Ζηζιούλα «επιμερισμός του
συνθρόνου του πρεσβυτερίου», για την πρακτική αντιμετώπιση των αναγκών του
αριθμητικά αυξημένου εκκλησιαστικού σώματος.
Η ενορία είναι η επέκταση της μιας υπό τον Επίσκοπο ευχαριστίας
μέσα στα γεωγραφικά όρια της Επισκοπής, χωρίς να δημιουργούνται έτσι νέα κέντρα
ευχαριστιακής ενότητας. Η ένταξή μας στην εν Χριστώ κοινωνία, και συνεπώς στην
ενοριακή-εκκλησιαστική ζωή, προϋποθέτει ένα και μοναδικό τρόπο. Η ζωή του
Χριστού, να γίνει και δική μας ζωή. Αυτό πραγματοποιείται, όταν μετά ορισμένη
μεταμορφωτική διαδικασία φθάσουμε σε σημείο να μη ζούμε πια εμείς, αλλά να «ζη
εν ημίν Χριστός» (Γαλ. 2, 20), να «μορφωθή -δηλαδή- ο Χριστός εν ημίν»
(Γαλ. 4, 19). Όλη αυτή η διαδικασία στην θεολογική γλώσσα, στη γλώσσα της
Εκκλησίας, ονομάζεται πορεία θεώσεως και είναι η σωτηρία. Στην ζωή της
Εκκλησίας εισέρχεται κανείς, για να σωθεί, δηλαδή για να θεωθεί. Αυτό εξασφάλιζε
η Ενορία στην αρχαία Εκκλησία και αυτό πρέπει να εξασφαλίζει σ' όλους τους
αιώνες.
Εμείς, ως ιερείς και
ποιμένες, οφείλουμε να βοηθούμε τους ενορίτες μας στην ανακάλυψη και
ενεργοποίηση των αγιοπνευματικών τους χαρισμάτων, αλλά και της χαρισματικής
τους ευθύνης για την διακονία της Εκκλησίας. Είναι σημαντικό και αναγκαίο, να
αξιοποιήσουμε και να συντονίσουμε αυτή την ποικιλία των χαρισμάτων, ώστε όλα τα
μέλη, να συνεργάζονται και να εναρμονίζονται για την εξυπηρέτηση, την ευρωστία
και την οικοδομή του όλου σώματος. Πράγματι, μέσα στην πατερική παράδοση, ο
αείμνηστος Καθηγητής. Ι. Καρμίρης, λέγει ότι δεν γίνεται καμιά «ταξική»
διάκριση Κληρικών και Λαϊκών, αφού όλα τα μέλη επιτελούν την λειτουργία τους
και διακονία τους μέσα στο σώμα. Άλλωστε και ο όρος «λαϊκός», παραγόμενος από
το «λαός», σημαίνει κυρίως τον ανήκοντα στον «λαό του Θεού», στο εκκλησιαστικό
σώμα, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα μέλη, κληρικούς και λαϊκούς μαζί, χωρίς
ταξική διάκριση. Ο λαϊκός είναι αυτός, που δεν έχει την «ειδική ιερωσύνη» του
κληρικού. Η μόνη επιτρεπτή διάκριση μεταξύ τους είναι στην επιτελούμενη
διακονία και όχι στην «ταξική» διαφοροποίησή τους. Η αρμονική αυτή λειτουργία
όλου του σώματος συνιστά τον εκκλησιαστικό οργανισμό, όπως τούτο μαρτυρείται
στην Α' Κλήμεντος († 95 μ.Χ.): «... Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι
εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι
διακονίαι επίκεινται. ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται»
(40, 5). Στο σώμα υπάρχουν χαρίσματα, λειτουργήματα, διακονίες. Αλλά για όλους.
Μιλώντας για την εκκλησία της αποστολικής εποχής ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
σημειώνει: «Οι Χριστιανοί εκείνοι, όπου επίστευον εις την αρχήν του κηρύγματος,
και εβαπτίζοντο, όλοι ελάμβανον Πνεύμα Άγιον. Επειδή δε το Πνεύμα το Άγιον
είναι κατά την εαυτού φύσιν αόρατον, εδίδετο εις τους τούτο λαμβάνοντας ένα
σημάδι αισθητόν και ορατόν της εαυτού ενεργείας. Όθεν οι βαπτιζόμενοι ή με
γλώσσας διαφόρους ελάλουν ή προεφήτευαν ή θαύματα έκαμναν». Τα
χαρίσματα ήσαν δηλωτικά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στους πιστούς,
οι οποίοι αναδεικνύονταν έτσι «ναοί»
- κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Η χαλάρωση της χριστιανικής ζωής στους
μετέπειτα αιώνες περιόρισε τα χαρίσματα στους Αγίους, που εξακολουθούν να
είναι οι αυθεντικοί πιστοί και «ναοί» του Αγ. Πνεύματος και τα πραγματικά μέλη
του εκκλησιαστικού σώματος.
Η ιερωσύνη είναι
χάρισμα, που ενεργοποιείται σε συγκεκριμένο θεμελιώδες λειτούργημα, για την υπόσταση
της Εκκλησίας, αλλά που δεν αποκλείει και άλλα χαρίσματα και άλλους
χαρισματικούς φορείς και μεταξύ των λαϊκών. Άλλωστε κατά το Α' Κορ. 12, 18-31
όσοι ανήκαν στο σώμα του Χριστού -την Εκκλησίαν- είχαν χαρίσματα, όπως είπε
παραπάνω και ο άγιος Νικόδημος. Μόνο δε οι «ιδιώται» και οι «άπιστοι» (14,
23), όσοι δηλαδή δεν ήσαν ακόμη μέλη (οι κατηχούμενοι) δεν είχαν χαρίσματα.
Όταν, λοιπόν, συνειδητοποιήσουμε εμείς οι Κληρικοί, ότι μέσα στο εκκλησιαστικό
σώμα επιτελούμε το λειτούργημα και την διακονία μας, ως μέλη και εμείς του
σώματος, τότε θα εξαλειφθεί κάθε φεουδαρχική - δεσποτική αντίληψη της
ιερωσύνης και η ενορία θα ξαναβρεί στο πρόσωπό μας, τον πατέρα και ποιμένα.
1. Η θεία Ευχαριστία είναι το Μυστήριο του
μεγάλου και Μυστικού Δείπνου.
2. Η Θεία Ευχαριστία έχει την έννοια ότι κάτω
από τα στοιχεία του άρτου και του οίνου, τα οποία αγιάζονται με την επίκληση
του Αγίου Πνεύματος, υπάρχουν πραγματικά το άχραντο Σώμα και το τίμιο Αίμα του
Χριστού μας.
3. Η Θεία Ευχαριστία, όμως,
είναι ταυτόχρονα και θυσία. Είναι πραγματική, αληθινή, αλλά αναίμακτη θυσία.
4. Η Θεία Ευχαριστία είναι Μυστήριο κατεξοχήν
θεοποιητικό, διότι παρέχεται ο Ίδιος ο Χριστός, το Σώμα και το Αίμα Του. Η θεία
Ευχαριστία είναι το κατεξοχήν Μυστήριο της Εκκλησίας.
5. Η Μετάληψη είναι η πιο σημαντική, η πιο
ουσιαστική πράξη συμμετοχής των πιστών στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
6. Η θεία Μετάληψη θέλει ανάλογη προετοιμασία.
Ο πιστός πρέπει να έχει σαφή αίσθηση της ιερότητας της θείας Μεταλήψεως. Να
πιστεύει απόλυτα ότι πρόκειται περί τροφής μυστηριακής. Να μην προσέρχεται στη
θεία Μετάληψη επιπόλαια και μηχανικά, από απλή συνήθεια, αλλά να είναι όσο
γίνεται «καθαρός» για να δεχτεί μέσα του τον Καθαρό Χριστό.
7. Η κατάσταση αυτή αφορά στην κάθαρση του
εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, τον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπο», την κάθαρση
δηλαδή της σκέψης, της επιθυμίας και της βουλήσεως, η οποία επιτυγχάνεται με
τον συνεχή αγώνα κατά της αμαρτίας κάτω από την καθοδήγηση του πνευματικού
πατέρα.
8. Κάθε φορά, που πρόκειται να μεταλάβουμε τα
άχραντα Μυστήρια, με ευλάβεια μεγάλη και πόθο ιερό, με συναίσθηση της
ανθρώπινης αδυναμίας μας, αλλά και ελπίδα στο έλεος και την αγάπη του Θεού μας,
από το βράδυ να διαβάζουμε με προσοχή και κατάνυξη την Ακολουθία της θείας
Μεταλήψεως, για να ακολουθήσει την επομένη η συμμετοχή μας στη Λειτουργική
σύναξη και τη θεία Μετάληψη του Σώματος και τον Αίματος του Χριστού μας, «εις
άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».