Πολλά και πολύπτυχα είναι τα προβλήματα που έχουν
απασχολήσει τον άνθρωπο μέχρι σήμερα. Μέσα από το πέρασμα του χρόνου με την
παρατήρηση, την εμπειρία, τη γνώση και τη σοφία με την οποία είναι προικισμένος
κατάφερε, σε αρκετά, να δώσει λύσεις, απαντήσεις και διεξόδους. Όμως χωρίς
ολοκληρωμένη απάντηση, παραμένει ακόμη, το υπαρξιακό μας ζήτημα. Δηλαδή: Ποιοι
είμαστε, από πού ήρθαμε, πού καταλήγουμε, τι είναι ο θάνατος και πού πηγαίνουμε
μετά τον θάνατο. Άραγε, υπάρχει ζωή μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα; Είναι
πράγματι, βασανιστικά τα ερωτήματα αυτά, όχι μόνον για τον σημερινό άνθρωπο,
αλλά για τον άνθρωπο όλων των εποχών.
Ενδεικτικά
αναφέρω τον Σωκράτη, ο οποίος μιλώντας για τον θάνατο, όπως αναφέρει ο
Πλάτωνας, λέγει:
«Αυτό μεν το αποθνήσκειν ουδείς
φοβείται, όστις μη παντάπασιν αλόγιστός τε και άνανδρος εστί, το δε αδικείν
φοβείται. Πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις Άιδου αφικέσθαι πάντων
έσχατον κακών εστίν.»
Μετάφραση:
«Το θάνατο κανένας δε πρέπει να
φοβάται, εκτός αν είναι εντελώς ανόητος και δειλός. Την αδικία όμως πρέπει να
φοβάται. Γιατί, αν η ψυχή φτάσει στον Άδη με το βάρος των χειροτέρων
αδικημάτων, θα είναι γι' αυτήν η μεγαλύτερη απ' όλες τις συμφορές.» (ΠΛΑΤΩΝΑ ,Γοργίας, 522, 524Β)
Επίσης, ο
Σωκράτης για τον θάνατο μιλάει και στον Φαίδωνα: «Επιόντος άρα θανάτου επί τον
άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και
αδιάφθορον, οίχεται απιόν.»
Δηλαδή: «Όταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν
θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται
και φεύγει σώο και άφθαρτο.»ΠΛΑΤΩΝΑ (Φαίδων, 10Ε)
Ο δε
Αντιφάνης υποδεικνύει υποδεικνύει το πώς πρέπει να πενθούν: «Πενθείν
δε μετρίως τους προσήκοντας φίλους, ου γαρ τεθνάσιν, αλλά την αυτήν οδόν, ην
πάσιν ελθείν έστ' αναγκαίως έχον, προεληλύθασιν.»
Να πενθείτε, λέγει, «με μέτρο τους γνωστούς και
φίλους. Γιατί δεν έχουν πεθάνει, αλλά τον ίδιο δρόμο που όλοι αναγκαστικά θα
περάσουμε, αυτοί τον πήραν πρώτοι.»
Βεβαίως
με το μυστήριο
του θανάτου και της ζωής, μετά τον θάνατο, ασχολείται θεολογικά και ποιμαντικά η Αγία
μας Εκκλησία, με μοναδικό σκοπό, να νικηθεί το κράτος του θανάτου, προβάλλοντας
την θριαμβευτική νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο, καθώς και τη δυνατότητα που
έδωσε ο Ενανθρωπίσας Θεάνθρωπος στον άνθρωπο, ώστε να νικήσει κι αυτός τον
θάνατο. Γι’ αυτό, όταν η Εκκλησία μιλά
για τον θάνατο, δεν το κάνει για να εισάγει τον τρόμο ή τον φόβο τους ανθρώπους
ή ακόμα να τους δημιουργήσει πανικό. Η Εκκλησία μιλά και διδάσκει, για να εκπαιδεύσει
τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει στην υπέρβαση του θανάτου.
Σήμερα
μας δίδεται η εξαιρετική δυνατότητα να μελετήσουμε τα μεγάλα όντως ερωτήματα, που έχει ο κάθε
προβληματισμένος άνθρωπος, για τη ζωή μετά τον θάνατο. Η παραβολή του Πλουσίου και του πτωχού
Λαζάρου, που διαβάζεται σήμερα, Κυριακή Ε΄ του κατά Λουκάν Ευαγγελίου στη Θεία
Λειτουργία, διασαφηνίζει το «όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον» και φανερώνει
στον κάθε πιστό μέλος της Εκκλησίας, όχι μόνο την ζωή μετά τον θάνατο, αλλά και
το πώς θα ζούμε εκεί.
Αξιοποιώντας
τη δυνατότητα, που μας παρέχει το κείμενου της παραβολής και έχοντας μελετήσει
το βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, με τίτλο «Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΖΩΗ» ας
δούμε, σε προσαρμογή δική μας, που έγινε για τις ανάγκες του παρόντος κηρύγματος, τα
συμπεράσματα που εξάγει ο έγκριτος συγγραφέας και διακεκριμένος Ποιμενάρχης της
Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου με εσχατολογική προοπτική.
Για
το βιβλίο ο ίδιος ο συγγραφέας, στην εισαγωγή, λέγει χαρακτηριστικά ότι «τα όσα λέγονται στο παρόν βιβλίο εμπνέονται
από την διδασκαλία της θείας Αποκαλύψεως, όπως φανερώθηκε στους αγίους κάθε
εποχής και καταγράφηκε τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στους βίους και την
διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες είναι φορείς της θείας
Αποκαλύψεως.»
Η παραβολή του Πλουσίου και του
Λαζάρου.
Είπεν
ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον,
ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός
εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των
ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι
απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν
υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και
εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ απο
μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ
Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού
ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ
Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και
Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι.
Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»
Απόδοση:
Είπε ο Κύριος, «Κάποιος άνθρωπος ήταν
πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό.
Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του
σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα
ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του
έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά
στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και
βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του
το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με
και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου
δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του
απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως
κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι
εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να
διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’
εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι
του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι
εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα
λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου
Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει
σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα
λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους
νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».
1ον) Η παραβολή δεν
αναφέρεται στην ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά στην ζωή της
ψυχής που παρεμβάλλεται μεταξύ του θανάτου
και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
2ον) Η παραβολή περιγράφει με
σαφήνεια, ότι ο θάνατος υπάρχει στην ζωή του ανθρώπου και τόσο ο Πλούσιος, όσο και
ο πτωχός Λάζαρος πέθαναν ή καλύτερα κοιμήθηκαν. Ο χωρισμός της ψυχής από το
σώμα λέγεται θάνατος, λέγεται, όμως και ύπνος. Λέγεται ύπνος, γιατί ο θάνατος
καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού, ο οποίος «θανάτω θάνατον πατήσας», και έκτοτε ο καθένας εκ των μελών της
Εκκλησίας λέγει με πίστη και βεβαιότητα το: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και
ζωήν του μέλλοντος.»
Ο
θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στην ζωή μας. Αν και ο θάνατος
είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όμως αβέβαιη και άγνωστη είναι η ώρα και η ημέρα
του θανάτου. Κανείς δεν ξέρει πότε
θα πεθάνει και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει την ημέρα, τόσο του δικού
του θανάτου, όσο και κάποιου άλλου. Το μόνο
που πρέπει να φροντίζουμε είναι για το πώς
του θανάτου. Στο κείμενο της παραβολής σε ένα σημείο διαβάζουμε: «εγένετο
αποθανείν τον πτωχόν», και πιο κάτω ότι «απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη».
Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος δεν ξεχνάει κανέναν.
3ον) Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το
σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Αυτό
σημαίνει, ότι υπάρχουν άγγελοι, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις ψυχές των δικαίων
ανθρώπων και τις οδηγούν στον Θεό.
Αντίθετα,
σε άλλη παραβολή ο Χριστός λέγει, ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την
παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ο άφρων πλούσιος άκουσε φωνή από τον Θεό, να του
λέγει: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας τίνι
έσται;» (Λουκ. ιβ', 20). Το ρήμα «απαιτούσιν»
υποδηλώνει τους δαίμονας, οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου.
Την απαιτούν και θέλουν να την κρατούν αιωνίως.
Στην
διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας γίνεται λόγος για τα λεγόμενα τελώνια, που
είναι οι δαίμονες, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία θέλουν και επιδιώκουν, να
κρατήσουν αιωνίως τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Το γεγονός ότι οι ψυχές των
ανθρώπων παραλαμβάνονται τόσο από τους αγγέλους όσο και από τους δαίμονες έχει
σχέση άμεση με την εδώ ζωή τους.
4ον) Ενώ η ψυχή του Λαζάρου
πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και η ψυχή του Πλουσίου πήγε στον άδη, εν τούτοις
ο Χριστός στην παραβολή λέγει, ότι ο Λάζαρος
πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και ο Πλούσιος πήγε στον άδη και από εκεί ο
Πλούσιος «ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού».
Είναι
άξιον της προσοχής μας το γεγονός ότι ο Χριστός αναφέρει το όνομα του πτωχού,
ενώ το όνομα του Πλουσίου το αγνοεί. Αυτό δείχνει ότι ο Λάζαρος, επειδή ζούσε
με τον Θεό, ήταν σωτηριολογικά ήδη πρόσωπο, αληθινή υπόσταση. Ενώ ο Πλούσιος,
καίτοι και αυτός ήταν άνθρωπος, εν τούτοις, δεν ήταν υπόσταση σωτηριολογικά.
Αυτό σημαίνει ότι πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει ψυχή, που έχει
σώμα, αλλά έχει ταυτόχρονα και την Χάρη του Θεού μέσα στην ψυχή και στο σώμα
του.
5ον ) Η παραβολή λέγει ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος
στον άδη είδε τον Αβραάμ «καί Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού».
(Στο πρόσωπο του Αβραάμ εννοείται ο Θεός). Η έκφραση, λοιπόν, ότι ο Λάζαρος
βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ δείχνει παραστατικά την κοινωνία του Λαζάρου
με τον Θεό.
6ον ) Ενώ ο Λάζαρος βρισκόταν
στους κόλπους του Αβραάμ, ο Πλούσιος φλεγόταν στον άδη. Μάλιστα δε, παρακαλεί τον
Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να δροσίσει την γλώσσα του, γιατί, όπως είπε
χαρακτηριστικά, «οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη».
Εδώ
γίνεται λόγος για άδη και όχι για Κόλαση. Γιατί η Κόλαση θα αρχίσει μετά την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Τώρα οι ψυχές των αμαρτωλών, μετά την έξοδό τους
από το σώμα, βιώνουν τον άδη. Πρέπει ακόμη να παρατηρήσουμε, ότι ο Πλούσιος
έβλεπε τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, έβλεπε, δηλαδή, την δόξα
του Αβραάμ, αλλά δεν είχε μέθεξη αυτής της δόξης. Αντίθετα ο Λάζαρος, όχι μόνο
έβλεπε, αλλά είχε μέθεξη.
7ον ) Επίσης διαβάζουμε ότι ο Πλούσιος ενδιαφερόταν
για τους αδελφούς του και παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να
τους κήρυξη μετάνοια. Επομένως, παρά τον χωρισμό της ψυχής του ανθρώπου από τον
παρόντα κόσμο, υπάρχει γνώση και κοινωνία, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον.
8ον ) Διαβάζουμε, ακόμη στην
παραβολή ότι μεταξύ του τόπου, που βρισκόταν ο Αβραάμ και του τόπου, όπου
βρισκόταν ο Πλούσιος, υπήρχε «χάσμα μέγα», και δεν ήταν δυνατόν
να γίνει μετάβαση του ενός προς τον άλλο.
Μη
φαντάζεσθε ότι πρόκειται περί κάποιου ιδιαιτέρου χώρου. Πρόκειται, όμως περί
ενός ιδιαιτέρου τρόπου ζωής. Υπάρχει
σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, ως ιδιαιτέρων τρόπων ζωής. Ο
Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχει εξ επόψεως Θεού, αλλά εξ επόψεως ανθρώπου.
Ο Θεός προσφέρει την Χάρη Του, προς όλους τους ανθρώπους, διότι «ανατέλλει
τον ήλιον επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς».
Βέβαια, ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το επίπεδο της πνευματικής του ωρίμανσης,
αισθάνεται διαφορετικά την αγάπη του Θεού.
9ον ) Στην παράκληση του
Πλουσίου να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρο στην γη και να κηρύξει στους αδελφούς
του μετάνοια, ο Αβραάμ δεν ανταποκρίθηκε και δικαιολόγησε αυτή την θέση του
λέγοντας ότι εφ’ όσον οι άνθρωποι δεν ακούν τον Μωυσή και τους Προφήτες, τότε «ουδέ
εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται».
Η
σωτηρία και η αναγέννηση του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση ταχυδακτυλουργικών
ενεργειών, αλλά καρπός ελευθέρας εκφράσεως του θελήματός του, καρπός πόνου,
αγώνος και ιδρώτων πολλών.
10ον ) Τέλος στην παραβολή του
Πλουσίου και του Λαζάρου υποδεικνύεται και ο τρόπος που πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε για να θεραπευθούμε, ώστε μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα
Παρουσία του Χριστού να βιώσουμε τον Θεό, ως φως και όχι ως πυρ. Ο Αβραάμ είπε
στον Πλούσιο: «έχουσι Μωϋσέα και προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών». Πρέπει να
τηρούμε τον νόμο και να υπακούμε στους Προφήτες και διδασκάλους της Εκκλησίας,
κάθε εποχής.
Αν ο φυσικός θάνατος ήταν η μόνη συνέπεια μιας
ζωής που δαπανήθηκε μακριά από το Θεό δε θα ανησυχούσαμε τόσο πολύ. Η Αγία
Γραφή όμως, μας προειδοποιεί, ότι υπάρχει ένας δεύτερος θάνατος που είναι ο
αιώνιος χωρισμός από το Θεό. Είναι ο άδης μας. Είναι η κόλασή μας. Η Αγία
Γραφή, κηρύττει την κόλαση για τον αμαρτωλό και υπόσχεται τον ουρανό για τον
δίκαιο. Και μιλά και για τα δύο αυτά θέματα με την ίδια σοβαρότητα. Από εμάς,
λοιπόν, εξαρτάται να ερευνήσουμε και να αποφασίσουμε τη στάση που θα κρατήσουμε
μπροστά στο σχέδιο, που μας αποκαλύπτει. Επειδή λοιπόν, όλοι πρόκειται να
περάσουμε στην αιωνιότητα, είτε το επιλέξουμε είτε όχι, θα πρέπει να γνωρίζουμε
κάτι γι' αυτήν!
Μάλλον όχι «κάτι» αλλά όλες τις λεπτομέρειες,
που έχουν σχέση με αυτήν. Η αδιαφορία μας, σίγουρα, θα μας στερήσει τη
δυνατότητα της συμβίωσης με τον Αβραάμ, δηλαδή με τον Θεό και θα μας
μεταποιήσει σε συγκάτοικους του κατακαιομένου πλουσίου, εν τω άδη.
Όμως έχουμε τη ρητή διαβεβαίωση του Χριστού, ότι
δεν θα μα αφήσει, χωρίς βοήθεια. Τούτο το διαβάζουμε στο κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο: «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί είσιν. ει δε μη, είπον αν
υμίν. πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν. Και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον,
πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς
ήτε.» (Ιω ΙΔ-2 και Ιω ΙΔ-3)
Μετάφραση
Εις το σπίτι του Πατρός μου, υπάρχουν πολλά διαμερίσματα, για να σας
δεχθούν. Εάν δεν υπήρχαν, θα σας το έλεγα· αλλά υπάρχουν και πηγαίνω, δια να
ετοιμάσω δια εσάς τόπον. Και εάν υπάγω εκεί και ετοιμάσω δια εσάς τόπον, πάλιν
θα έλθω και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε να είσθε και σεις εκεί, όπου και εγώ θα
είμαι. Γένοιτο!
ΠΡΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ