ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου
Σούλου
Η Ευαγγελική περικοπή της
Κυριακής Α΄ Λουκά αναφέρεται στην άμεση ανταπόκριση στο κάλεσμα, που δέχθηκαν
από τον Χριστό, οι πρώτοι τέσσερις μαθητές Του. Πρόκειται για τον Ανδρέα, τον
Πέτρο, τους, υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη. Τούτοι μετά την αίσια έκβαση
που είχε το ψάρεμα της ημέρας, κατόπιν της θαυματουργικής ενέργειας του
Χριστού, επηρεάσθηκαν και άφησαν κάθε ασχολία με το βιοποριστικό τους
επάγγελμα, που ήταν το ψάρεμα και ακολούθησαν τον Χριστό.
Ο Χριστός θέλοντας να εκπληρώσει
την σωτηριολογική Του αποστολή, επέλεξε την διδακτική μέθοδο, γι’ αυτό και ως
αυθεντικός Διδάσκαλος αποφάσισε να έχει μαζί Του μαθητές, οι οποίοι θα
μαθήτευαν κοντά Του, προκειμένου να συνεχίσουν το έργο της διδασκαλίας και της
σωτηρίας Του, «εις πάντα τα έθνη» και να γίνουν «αλιείς ανθρώπων», δηλαδή κήρυκες του
Θείου Λόγου και Απόστολοι και Ευαγγελιστές της οικουμένης. Αυτό εννοούσε ο
Χριστός, όταν καθησύχασε τον ταγμένο
Σίμωνα λέγοντάς του, «μη φοβού από του νυν ανθρώπους έσει
ζωγρών».
Το προσκλητήριο που απηύθυνε ο
Χριστός στους πρώτους μαθητές Του, επιβεβαιώνεται και στα κείμενα των άλλων
Ευαγγελιστών, οι οποίοι δεν το αναφέρουν, γιατί θέλουν να μας περιγράψουν το
ιστορικό ξεκίνημα του Μεσσία στο επί γης έργο Του και την εξεύρεση μαθητών και
αποστόλων, αλλά για να εξάρουν το
παράδειγμα των τεσσάρων αλιέων, οι
οποίοι αποδέχτηκαν το κάλεσμα του Χριστού, άμεσα και άνευ όρων.
Οι πρώτοι μαθητές και απόστολοι
εφάρμοσαν το «όστις θέλει οπίσω μου
ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και ακολουθείτω μοι», προτού το εκφράσει ο
Χριστός, πριν τα Θεία Πάθη Του, διότι τους έπεισε η θαυματουργική του ενέργεια,
με αποτέλεσμα να αφήσουν τα δίχτυα και να Τον ακολουθήσουν, χωρίς κανένα
δισταγμό. Γιατί, η παρουσία και οι ενέργειες του Θεανθρώπου εμπνέουν και
καθοδηγούν εκείνους, που θέλουν να Τον ακολουθήσουν.
Συνεπώς κάθε συνετός και
σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει τον Χριστό, όπως έπραξαν οι πρώτοι,
αλλά και οι ακολουθήσαντες αυτούς, άλλοι
Μαθητές Του. Μιμούμενοι Εκείνους μπορούμε και εμείς να ακολουθήσουμε τον
Χριστό. Βέβαια εμείς δεν έχουμε ενώπιόν μας τον Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά έχουμε,
ως ζώσα γνώση και απτή εμπειρία του Σώματος της Εκκλησία του Χριστού, της
οποίας κεφαλή είναι ο ίδιος ο Κύριος και καλούμαστε να γίνουμε ενεργά μέλη αυτού
του Σώματος της Εκκλησίας.
Ο Χριστός δεν υποχρεώνει κανέναν,
δια να γίνει μέλος της Εκκλησίας Του,
διότι σέβεται την ελεύθερη βούληση, που έδωσε ο Θεός και Δημιουργός του
σύμπαντος κόσμου και μας αφήνει το δικαίωμα της εν ελευθερία βουλήσεως να επιλέγουμε
το κάθε τι στη ζωή μας.
Όντως μέσα από αυτή την
ελευθερία της βουλήσεως ενέργησαν οι πρώτοι μαθητές του Χριστού, αποδεχόμενοι
το κάλεσμά Του, ώστε άμεσα και αβίαστα και ελεύθερα «καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ».
Έτσι κι εμείς, προκειμένου να βιώσουμε
τη θέα του Θεού, και να ενταχθούμε στο Σώμα της Εκκλησίας, πρέπει να
ξεκινήσουμε από την υπέρβαση του κόσμου και πάσης άλλης βιωτής, όπως μας
παραγγέλνει ο Χερουβικός ύμνος «Οι
τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον
προσάδοντες, πάσαν την βιοτικήν απωθώμεθα μέριμναν». Αυτό πραγμάτωσαν οι πρώτοι τέσσερις μαθητές του σημερινού
Ευαγγελίου, οι οποίοι συνήψαν έναν βαθύ και ακλόνητο σύνδεσμο κοινωνίας αγάπης
με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Δημιούργησαν μία σχέση προσωπική, η οποία τους οδήγησε
στην αγιότητα και στη Θέωση.
Η πρόσκληση του Θεού προς τον
άνθρωπο για τη σωτηρία του είναι η έκφραση του μυστηρίου της αγάπης του Θεού,
καθώς λέγει ο εις των τεσσάρων, ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο «ηγαπημένος και
επιστήθιος φίλος του Χριστού», ο Ιωάννης:
«Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ
εξελεξάμην υμάς». (Ιωαν. 15,16)
Η πρόσκληση αυτή απευθύνεται σε
κάθε άνθρωπο, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, αλλά με ίδιο σκοπό, δηλαδή τη
Βασιλεία του Θεού. Όταν μας προσκαλεί ο Θεός σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο,
γιατί σέβεται την ελευθερία μας. Ο Θεός προσκαλεί και αναμένει την ελεύθερη
συγκατάθεση του ανθρώπου.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος
στην «εν Χριστώ ελευθερία του πιστού»,
ισχυρίζεται ότι «είναι χαρισματική
ελευθερία και μάλιστα στο μέτρο υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας, στην
άκτιστη ελευθερία του Θεού».
Είναι λοιπόν φανερό, ότι η εν
Αγίω Πνεύματι ελευθερία των πιστών, δεν αποτελεί μια ασαφή, νεφελώδη και
αόριστη πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια σαφής και πολύ συγκεκριμένη ενέργεια
του Τριαδικού Θεού, που χαρακτηρίζει μια κατά μέθεξη χαρισματική και άκτιστη
πραγματικότητα, η οποία νοηματοδοτεί όλες τις εκδηλώσεις και όλη τη ζωή του
πιστού.
Η εν Χριστώ ελευθερία των πιστών
έχει εσχατολογική προοπτική, που η ολοκλήρωση και η τελείωσή της βρίσκεται στα
έσχατα. Τα έσχατα, όμως είναι και παρόντα, και ως παρόντα βιώνονται κατεξοχήν
στα ιερά μυστήρια. Οι πιστοί και στην παρούσα ζωή βιώνουν την χαρισματική
ελευθερία, ως πρόγευση και αρραβώνα της εσχατολογικής ελευθερίας τους. Αλλά η
εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία στην πληρότητά της, θα βιωθεί μετά την ανάσταση των
νεκρών, στη μέλλουσα βασιλεία του Θεού, που οι πιστοί θα συνθέτουν τα ένδοξα
μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού και θα γίνονται όλο και περισσότερο
δεκτικοί του Αγίου Πνεύματος «τελειούμενοι
ατελευτήτως». Η ελευθερία του
ανθρώπου, ως οντολογικό γνώρισμα του «κατ'
εικόνα», μπορεί κατά χάρη, να αποκτά και άκτιστο χαρακτήρα με εσχατολογική
προοπτική, όταν εμπλουτίζεται με την άκτιστη ελευθερία του Θεού.
Η άκτιστη αυτή ελευθερία
βρίσκεται, οντολογικώς εκεί, που βρίσκεται και η χαρισματική παρουσία του Αγίου
Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα παρέχει την χαρισματική ελευθερία, που οικειώνεται
μεν, με τα μυστήρια, ενεργοποιείται δε και βιώνεται συνειδητά, όταν ο πιστός
συντάσσεται με την τήρηση των εντολών, εκουσίως και διαρκώς, με την κτιστή
ελευθερία του, στην άκτιστη ελευθερία του Θεού.
Η Εκκλησία, που είναι το Σώμα του
Χριστού, αποτελεί το εχέγγυο πραγματώσεως της αληθινής ελευθερίας του ανθρώπου,
επειδή αποτελεί τον χώρο οικειώσεως, βιώσεως και φανερώσεως της χαρισματικής
παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματική
ελευθερία, αφού κατά τη βιβλική μαρτυρία «ου
το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία».
Οι πρώτοι μαθητές και οι άλλοι που
ακολούθησαν, δέχτηκαν την πρόσκληση του Χριστού και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά
Του άμεσα. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Χριστού ήταν μία πράξη εμπιστοσύνης
στην αγάπη Του και το θέλημά Του και γι’ αυτό
«αφέντες άπαντα», ακολούθησαν. Το ίδιο συμβαίνει και με όποιον
ακολουθεί τον Χριστό. Αποδεσμεύεται από κάθε
δουλεία, από πρόσωπα ή πράγματα και βιώνει μία πραγματικότητα με
εσωτερική ελευθερία, που προέρχεται από την ακλόνητη πίστη, ότι έχει βρει την αλήθεια, που ελευθερώνει
από κάθε τι, που την δεσμεύει.
Η συγκεκριμένη πρόσκληση του
Ιησού Χριστού δεν έχει περιοριστική ισχύ. Απευθύνθηκε τότε σε συγκεκριμένα
πρόσωπα, που έγιναν μαθητές και απόστολοί Του, αλλά την ίδια πρόσκληση
απευθύνει ευθέως σε κάθε εποχή και σε άνθρωπο, που πιστεύει στο Χριστό και
προσπαθεί να είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας Του.
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση
επαινεί την άμεση και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση των πρώτων Μαθητών και
Αποστόλων, που εγκαταλείπουν τα πάντα για να Τον ακολουθήσουν, ενώ συγχρόνως
μας στέλνει μήνυμα αφυπνίσεως, ώστε να δεχθούμε με εμπιστοσύνη το θείο κάλεσμα
και «αφέντες άπαντα», να ακολουθήσουμε κι εμείς τον Θεάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή
μας Ιησούν Χριστό, «ω πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις, συν τω Ανάρχω Αυτού Πατρί και
τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν!