ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ (ΣΠΟΡΕΩΣ)
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«ο σπόρος εστίν ο
λόγος του Θεού»
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας είναι μία από τις
παραβολές, που κήρυξε ο Χριστός και ονομάζεται ως η «Παραβολή του σπορέως».
Στην Παραβολή του σπορέως, καθώς ο γεωργός έσπερνε σπόρους στο χωράφι του,
άλλοι σπόροι έπεσαν κοντά στο δρόμο του χωραφιού, καταπατήθηκαν από τους
διαβάτες και τους κατέφαγαν τα πουλιά του ουρανού. Άλλοι έπεσαν σε πετρώδες
έδαφος, και αφού φύτρωσαν, ξεραθήκαν, επειδή δεν είχαν υγρασία. Άλλοι πάλι
σπόροι έπεσαν σε έδαφος γεμάτο από σπόρους αγκαθιών, και όταν βλάστησαν, τους
έπνιξαν τα αγκάθια τελείως. Και άλλοι σπόροι έπεσαν στην εύφορη γη και έκαναν
καρπό εκατό φορές περισσότερο.
Οι μαθητές Του ρωτούσαν τι μπορεί να σημαίνει αυτή η
παραβολή και Εκείνος τους είπε: «Σ’ εσάς
έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς
λέγονται με παραβολές». Συνέχισε
λέγων: «έστι δε αύτη η παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού».
Την ίδια ονομασία με την συγκεκριμένη Παραβολή, έχει και
η σημερινή Κυριακή που λέγεται «Κυριακή του Σπορέως», διότι διαβάζεται η
σχετική παραβολή στους Ναούς μας. Επίσης από την παρούσα Κυριακή γίνεται η έναρξη του θείου
κηρύγματος, με αφορμή την παραβολή του «σπορέως», διότι μας διδάσκει
ότι ο
Χριστός και κατ’ επέκτασιν η Εκκλησία Του, παρέχουν τα εχέγγυα, για τον αγιασμό και τη σωτηρία των ανθρώπων.
Όντως, η διδαχή του θείου λόγου ή αλλιώς το κήρυγμα, για
την Εκκλησία είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα ποιμαντικής κατήχησης και
καθοδήγησης του λαού του Θεού, λόγω του ότι συνδέεται με την ατμόσφαιρα του
Ιερού Ναού και τη μυσταγωγικότητα των ιερών ακολουθιών με επίκεντρο το Ιερό
Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που προσφέρει τη νήψη της ψυχής και της
διάνοιας των πνευματικά ολοκληρωμένων
πιστών μελών της Εκκλησίας Του.
Ο λόγος του Θεού, δια του κηρύγματος κοινωνείται,
μεταλαμπαδεύεται, διδάσκεται ή «σπέρνεται», από τους «γεωργούς» του Θεού,
γραπτώς ή προφορικώς. Το κήρυγμα απευθύνεται στον πιστό λαό του Θεού, που είναι
όλα τα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού με σκοπό να κατηχήσει, να καθοδηγήσει και
να διδάξει, τον ακροατή ή αναγνώστη.
Ο σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να επιλύσει τα επίγεια
προβλήματα του κόσμου, προσφέροντας έτοιμες λύσεις στα προβλήματά του, αλλά να
οδηγήσει τον πιστό λαό της Θεού, στην έξοδό του από τη φθορά και τη θνητότητα,
που κραταιώνουν τα πάθη της καθημερινότητας. Βεβαίως, κινείται μέσα στην
καθημερινότητα του κόσμου, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτήν, διότι δεν θα
οδηγήσει τους ανθρώπους που καθοδηγεί, στη Βασιλεία του Θεού.
Ο Επίσκοπος Νύσσης, άγιος Γρηγόριος, αναφερόμενος στο
κήρυγμα ισχυρίζεται ότι η διάθεση για
ακρόαση του θείου λόγου είναι απόδειξη της υγείας της ψυχής και το παρομοιάζει
με την όρεξη για τροφή του υγιούς σώματος. Ο πνευματικά υγιής, λέγει ο άγιος
Γρηγόριος, πεινά και διψά, για ακούει τον λόγο του Θεού. Έχει μια ακόρεστη
δίψα. Αυτό σημαίνει ότι η αντίθετη κατάσταση είναι απόδειξη πνευματικής
ασθένειας.
Συνεπώς, ο λόγος του Θεού έχει τη δύναμη να ελευθερώσει
τον άνθρωπο, μόνο εάν ο άνθρωπος θελήσει να ελευθερωθεί και να παραμείνει
ελεύθερος. Ελεύθερος παραμένει ο άνθρωπος μόνον όταν συνεργάζεται με τον Θεό,
για την απαλλαγή του κόσμου από το κακό. Όταν δηλαδή ζει αγιοπνευματικά και θεωρεί ότι έχει καθήκον και υποχρέωση να
πραγματώνει το αγαθό και να αποστρέφεται το κακό.
Επομένως, άμεσο και επιτακτικό καθήκον στη ζωή μας είναι
να ασχολούμαστε πρώτα για τα πνευματικά αγαθά και ύστερα για τις βιοτικές μέριμνες και τις υλικές υποθέσεις,
εμπιστευόμενοι την πρόνοια του Θεού γι' αυτά, όπως ο Κύριος υπέδειξε, λέγων: «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και
ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γαρ αύριον
μεριμνήσει τα εαυτής• αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» (Ματθαίου, στ΄ 33-34).
Οι άνθρωποι έχουν ανατρέψει αυτή την τάξη, με αποτέλεσμα
να μην ενδιαφέρονται για τα πνευματικά αγαθά, επειδή νομίζουν ότι δεν είναι
σημαντικά, ενώ όσο και εάν κοπιάζουν και προσπαθούν για τα υλικά αγαθά, δεν
μπορούν να τα εξασφαλίσουν, διότι στηρίζουν τις ελπίδες τους, έξω και πέρα, από
την δύναμη και την ελπίδα που του προσφέρει ο λόγος του Θεού Κάθε φορά που ο
άνθρωπος νόμισε ότι βρήκε τον τρόπο να απελευθερωθεί, βρέθηκε χειρότερα
υποδουλωμένος μέσα στα ίδια τα κατασκευάσματά του.
Σήμερα είναι περισσότερο εμφανές από ποτέ, καθώς σήμερα
γνωρίζουν οι άνθρωποι καλύτερα από κάθε άλλη εποχή, ότι η πολλά υποσχόμενη ανάπτυξη, δεν έφερε την πολυπόθητη ευτυχία,
αλλά αποξένωσε ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους.
Είναι γεγονός, ότι υπάρχει στην κοινωνία μας πολύς πόνος
και δυστυχία. Ο λαός του Θεού στενάζει και υποφέρει, ιδιαίτερα τούτη την
δύσκολη χρονική περίοδο, που βιώνει στην καθημερινότητά του δισεπίλυτα οικονομικά προβλήματα. Γι’ αυτό σήμερα
περισσότερο από ποτέ επιβάλλεται η
Εκκλησία να εκφέρει λόγο ελπίδας και παρηγοριάς, διότι η απελπισία και η
απόγνωση των ανθρώπων αυξάνεται επικίνδυνα. Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι
σημαντική η διδασκαλία της Εκκλησίας και ο λόγος του Θεού, αφού μόνο αυτός
προσφέρει την «εξ ύψους παρηγορίαν». Η Εκκλησία παρηγορεί και ανακουφίζει τους
ανθρώπους με την θεολογία της, με το λόγο του Θεού, που ενεργεί στις ψυχές των,
ως ίαση και θεραπεία.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι το κήρυγμα πρέπει να
προσφέρει με λεκτικά σχήματα στις καρδιές των ανθρώπων, την σχέση και τη
συνάφειά τους με το πρόσωπο του Χριστού.
Αυτό που συνιστά την Εκκλησία, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι η σχέση και η
συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού. Γι' αυτό ονομάζεται «εκκλησία» και όχι
συνάθροιση ομοπίστων, που συμμετέχουν στη σύναξη που γίνεται, για την «κλάση
του άρτου», δηλαδή, για την Θεία Ευχαριστία, η οποία είναι το μοναδικό
γεγονός της πραγματικής προσωπικής κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, ως μέθεξη
Χριστού.
Όμως, αγνοούμε αυτή την ουσιαστική λειτουργία μας, ως
μέλη του Σώματος του Χριστού, γιατί έχουμε αποξενωθεί από την ευχαριστιακή μας
αναφορά και έχουμε επικεντρωθεί σε αλλότρια ενδιαφέροντα, με αποτέλεσμα ο λόγος της Εκκλησίας να μεταβάλλεται σε λόγο επίπεδης κοσμικής αντίληψης,
με αποτέλεσμα «τας εκκλησίας τούτω
ανέτρεψεν, ότι και υμείς ου ζητείτε λόγον ακούσαι κατανυκτικόν, αλλά τέρψαι
δυνάμενον» λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Συνεπώς, ο λόγος του κηρύγματος, ως λόγος Θεού, σημαίνει
αυτό που λέγει ο ποιητής και υμνωδός,
ότι «εμεγάλυνας τον λόγον σου υπέρ
παν το όνομα σου». Δηλαδή, ο Θεός έχει μεγαλύνει τον Λόγο Του ακόμα και
πάνω από το ίδιο Του το όνομα. Γενικότερα, ο Λόγος του Θεού είναι για όλους μας
αλήθεια και συνάμα τροφή για την ζωή μας, καθώς και πηγή ευφροσύνης και
παρηγοριάς. Ο λόγος του Θεού οδηγεί και καθοδηγεί, προφυλάσσει και διαφυλάσσει,
ενισχύει και ενδυναμώνει, παρηγορεί και διδάσκει.
Το κήρυγμα ο Χριστός το αποκαλεί, έργο του Πατρός και το
ονομάζει Θείο σπόρο, «έστι δε αύτη παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού»,
(Λουκ.8,11) συμπληρώνοντας ότι γι’ αυτόν τον σκοπό ήλθε, για να σπείρει τον
λόγο. «Εξήλθεν σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ.8,5). Αλλά και ο Απ.
Παύλος λέγει ότι το έργο του κηρύγματος είναι ανώτερο από όλα τα άλλα έργα και
διακηρύσσει ότι του «επιβάλλεται ως ανάγκη» και «αλλοίμονο, αν δεν το κάνει».
Λέγει χαρακτηριστικά: «ουαί δε μοι έστιν εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α΄ Κορ. 9,16).
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας έχουσα επίγνωση
του κινδύνου διολίσθησης στην νοησιαρχία, δεν εκφέρεται φιλοσοφικά. Όμως
κομίζει μια οντολογική οπτική, με συγκεκριμένη πρόταση νοήματος της ύπαρξης και
των υπαρκτών. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας παραπέμπει στην αιτιώδη
αρχή του υπαρκτού, ως προσωπική εμπειρία, που παραπέμπει στην εμπειρία της
παρουσίας του συγκεκριμένου προσώπου, του από Ναζαρέτ Ιησού που ην ενανθρώπησή Του, πραγματοποιήθηκε, χωρίς
τροπή ή αλλοίωση του Είναι Του, που έχει ως αιτιώδη αρχή του την αγάπη, η οποία δεν είναι ιδίωμα κάποιας
συμπεριφοράς, αλλά οντολογικός τρόπος υπάρξεως. Ο τρόπος αυτός είναι ηθελημένος
και όχι αναγκαστικός και εκφράζεται μέσα από τα «ομοούσια» πρόσωπα του Πατέρα,
του Υιού και του Πνεύματος, που ανάγουν την ύπαρξή τους, όχι ως ατομικότητα,
αλλά ως σχέση αλληλοπεριχωριτική και
δηλώνουν το «αιτιατό αίτιο» του υπάρχειν της κοινωνίας μεταξύ των.
Η διδαχή του λόγου του Θεού αληθεύει μόνον όταν κοινωνείται,
μέσω των σημαινόντων αυτών «ομοούσιων» προσώπων και η αλήθεια της γνώσης
συνάγεται από την αλήθεια της οντολογικής ύπαρξης Αυτών, που καλείται ο κήρυκας
του Ευαγγελίου, να σπείρει στην «καλή γη».
Συνεπώς το κήρυγμα
είναι αυτό που ετοιμάζει τον κόσμο να συναντηθεί και να συμβιώσει με τον
Τρισυπόστατο Θεό με απλότητα καρδιάς. Το κήρυγμα βοηθά τον άνθρωπο, σε
συνδυασμό με τη συμμετοχή του στη Θ. Ευχαριστία, να επιθυμήσει και να βιώσει
την αγιότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να ζει με την
αδιάλειπτη μνήμη του Τριαδικού Θεού.
Τέλος, ας αντιληφθούν κάποιοι, ότι το κήρυγμα είναι έργο
μόνο της Εκκλησίας και εντός αυτής και
ας φροντίσουν, αντί «φαρισαϊκώς» και υποκριτικώς, να επικρίνουν το έργο των
«γεωργών του Θεού», να γίνουν αυτοί «η
καλή γη, οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και
καρποφορούσιν εν υπομονή», όπως υπήρξαν οι σήμερον τιμώμενοι «μακάριοι»
Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθαν για να αντιμετωπίσουν το θέμα
της εικονομαχίας.
Είναι η Τρίτη ετήσια φορά που εορτάζουμε και τιμούμε τους
Πατέρες. Εις την παρούσα τιμώνται οι Άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου,
που καταδίκασε την εικονομαχία, δηλαδή και πάλι τον μονοφυσιτισμό, αφού μη
δεχόμενοι οι εικονομάχοι -ανάμεσα στ’ άλλα που πρεσβεύανε- την εξεικόνιση του
Θεού, δεν δεχότανε ουσιαστικά την ανθρώπινή του φύση, η οποία ενώθηκε με την
θεία όπως δογμάτισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Τον Θεό κανείς δεν είδε λέγει η
Γραφή, αλλά την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που ενώθηκε με την θεία, την είδαμε
και συνεπώς μπορούμε να την ζωγραφίσουμε, όπως και τα οράματα των προφητών της
Παλαιάς Διαθήκης.
Οι άλλες δύο τιμητικές εορτές προς τους Πατέρες είναι η
πρώτη μετά την εορτή της Αναλήψεως, όπου εορτάζουμε τους πατέρες της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια και καταδίκασε τον Άρειο, ο οποίος
δίδασκε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι Θεός και η δεύτερη φορά τον Ιούλιο,
που γιορτάζουμε τους πατέρες της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Συνόδου, η οποία εξέδωσε όρο
δογματικό περί της υποστατικής ενώσεως (ένωση σ’ ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση)
των δύο εν Χριστώ φύσεων «αχωρίστως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως» και
καταδίκασε τον Ευτυχή ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση την
θεία (αίρεση μονοφυσιτισμού). Η ανθρώπινη φύση, έλεγε ο Ευτυχής, απορρίφθηκε
από την θεία και επομένως ο Χριστός υπήρξε μόνο Θεός και φαινομενικώς άνθρωπος.
Η οικουμενικότητα μιας συνόδου δεν είναι δεδομένη, εκ των
προτέρων, ούτε συνδέεται με τον αριθμό των Επισκόπων και Πατέρων ή την πρόθεση
και τη βούληση αυτού, που τη συγκάλεσε.
Προϋπόθεση της αναγνώρισης μιας συνόδου, ως οικουμενικής,
είναι όταν η συγκεκριμένη Σύνοδος εκφράζει αυθεντικά την πίστη της Εκκλησίας,
καθώς και τη ζώσα τριαδολογική και ευχαριστιακή εμπειρία του σώματος του
Χριστού και ότι να αποτελεί οργανική συνέχεια των προηγούμενων, ήδη αναγνωρισμένων
από την συνείδηση της Εκκλησίας οικουμενικών συνόδων.
Οντολογική και ουσιαστική έννοια της ορθοδόξου θεολογίας
αναφορικά και με το κύρος των οικουμενικών συνόδων, δεν αποτελεί το «αλάθητο»,
αλλά η «αλήθεια». Αυτή η βιωμένη αλήθεια
αποτελεί τη ζώσα εκκλησιαστική εμπειρία, η οποία βρίσκει στο δόγμα την
αποτύπωση της. «Η ζωή εν αληθεία » και «η αυθεντική έκφραση της αλήθειας» είναι
άρρηκτα συνδεδεμένες.
Ο ελλογιμώτατος Καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, λέγει ότι «η αλήθεια και γνησιότητα του εκκλησιαστικού
γεγονότος, ήταν και είναι πάντοτε, μια κοινή αναζήτηση, ποτέ μια πάγια
κατάκτηση Το ίδιο ισχύει και για τις
αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, οι οποίες «δεν μεταγράφουν την
εκκλησιαστική αλήθεια σε κώδικες (ιδεολογικές) συντεταγμένες, απλώς ορίζουν
(βάζουν όρια 'σημαντικής' προστασίας) στην εμπειρική αναζήτηση (στο κοινόν
άθλημα) της ευχαριστιακής κοινότητας. Είναι ενδεικτικές προϋποθέσεις μετοχής
στο εκκλησιαστικό γεγονός, που ορατά κορυφώνεται στο κοινό ποτήριο της
Ευχαριστίας». Όπως σημειώνει, συνεχίζει ο κ. Γιανναράς, επιγραμματικά και ο
Μητροπολίτης Περγάμου, όλες οι συνοδικές αποφάσεις φθάνουν στον τελικό τους
προορισμό, ολοκληρώνονται, «μόνον όταν
γίνουν ουσιαστικό τμήμα της ευχαριστιακής κοινότητας».
Συνεπώς παρατηρούμε ότι η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια
εσωστρεφής κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το Ευαγγέλιο
του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το
χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης Πίστης.
«Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Ορθοτομημένα,
ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό
κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό, αλλά στην πραγματικότητα πολύ
εύστοχο τίτλο «αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας».
Αυτό το μεγάλο
έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης Πίστης, η Εκκλησία μας το
έχει αναθέσει στους ιερείς της και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη
χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη Πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της
αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας, για να τονιστεί με τον
τρόπο αυτό η ευθύνη του «να ορθοτομεί το
λόγο της αληθείας» κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το αυτό ισχύει και σε
εκείνους κληρικούς ή λαϊκούς, αναθέτει ο Επίσκοπος το κήρυγμα του Ευαγγελίου.
Επομένως, η συνεχής μαθητεία στις πηγές της Ορθόδοξης
Πίστης, το Ευαγγέλιο, τα κείμενα των Πατέρων, και τους όρους και τους κανόνες
των Οικουμενικών μας Συνόδων, πρέπει να αποτελεί καθημερινό καθήκον όλων των
κληρικών, ώστε να είναι σε θέση, με το λόγο τους και τη ζωή τους, να ποιμάνουν
τα λογικά πρόβατα της εκκλησιαστικής ποίμνης και να δώσουν στο σύγχρονο κόσμο
τη μαρτυρία για το Χριστό.
Ολοκληρώνουμε το παρόν θέμα με τον συνοπτικό λόγο, ενός σύγχρονου
πατέρα, που λόγω και έργω, δίδει καθημερινά μαρτυρία Χριστού. Πρόκειται δια τον
Ομότιμο Καθηγητή της Θεολογίας, Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, ου λέγει
χαρακτηριστικά: «Τρεις φορές μέσα στο
εκκλησιαστικό έτος τιμά η Εκκλησία μας Αγίους Πατέρες (της Α’, της Δ’ και της
Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου). Τρεις φορές μέσα σ’ ένα χρόνο ζούμε «Κυριακή των
Αγίων Πατέρων». Δεν είναι συμπτωματικό φυσικά, γιατί τίποτε δεν είναι τυχαίο
και συμπτωματικό στη ζωή της Εκκλησίας. Με τον τριπλό εορτασμό τονίζει η
Εκκλησία την μεγάλη προσφορά των Αγίων Πατέρων στην εδραίωση της πίστεώς μας
πάνω στο ανυπέρβλητο μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Προβάλλοντας δε την πρώτη, την
τέταρτη και την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, την αρχή, το μέσο και το τέλος των
μέχρι τώρα αναγνωρισμένων Οικουμενικών Συνόδων, αγκαλιάζει όλους τους Αγίους
εκείνους, που προσέφεραν τη ζωή και την ύπαρξή τους, για να μπορούμε εμείς, να
ζούμε μέσα στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Αν τιμάμε, λοιπόν -και δίκαια-
όσους μας χαρίζουν την εθνική μας ελευθερία, πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε
σ’ αυτούς που μας έσωσαν από τη χειρότερη δουλεία που υπάρχει, την αίρεση. Δεν
υπάρχει όμως μεγαλύτερη ένδειξη ευγνωμοσύνης από το να μιμηθούμε τον αγώνα τους
και να γίνουμε και μείς με τη χάρη του Χριστού, πατέρες της Εκκλησίας, όπως
εκείνοι. Αυτό όμως προϋποθέτει, ότι είμαστε πρώτα πιστά τέκνα της».
ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Δόξα Πατρί… Ἦχος πλ. δ’
Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός, ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ Πνεύματος ἁγίου, μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καὶ φύσιν, καὶ τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας, τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὓς εὐφημοῦντες ἐν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες, Ὦ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται, παρατάξεως Κυρίου, ἀστέρες πολύφωτοι, τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, Νικαίας τὸ καύχημα, οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, ἐκτενῶς πρεσβεύσατε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.