ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«επέστρεψε
το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα».
Η σημερινή Ευαγγελική
περικοπή περιγράφει δύο θαύματα του Ιησού Χριστού. Το ένα είναι η θεραπεία της
αιμορροούσης γυναικός και το άλλο η ανάσταση της θυγατέρας του Αρχισυναγώγου
Ιαείρου. Η αιμορροούσα ήταν μια απλή γυναίκα μέσα στο πλήθος, που ακολουθούσε
τον Χριστό, ενώ ο Ιάειρος ήταν αξιωματούχος της Συναγωγής.
Ο καθένας προσεγγίζει τον
Χριστό, με διαφορετικό τρόπο. Η αιμορροούσα γυναίκα δεν τολμά να ζητήσει από
τον Κύριο να τη θεραπεύσει, απλά Τον πλησιάζει και ακουμπά την άκρη των ιματίων
Του, και το θαύμα γίνεται. Ο Αρχισυνάγωγος ζητά από τον Χριστό, να μεταβεί στο σπίτι του, δια να θεραπεύσει
τη μονάκριβη κόρη του, η οποία ώσπου να φθάσει ο Χριστός στο σπίτι, είχε ήδη
αποθάνει. Όμως ο Χριστός πηγαίνει και
ανασταίνει την δωδεκάχρονη κόρη του Ιαείρου, καθώς λέγει η περικοπή, ότι «επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και
ανέστη παραχρήμα», εξ’ αιτίας της βαθιά ριζωμένη πίστης του πονεμένου πατέρα και Αρχισυνάγωγου Ιαείρου. Εξ’ ίσου βαθιά ήταν και πίστη της αιμορροούσης
γυναικός.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, για έναν αρχισυνάγωγο να πλησιάσει και να ζητήσει βοήθεια από τον Χριστό, διότι οι Γραμματείς και Φαρισαίοι είχαν απαγορεύσει στο λαό να πλησιάζει και να ακούει τη διδασκαλία του Χριστού. Όμως ο Ιάειρος, αψηφά τις απαγορεύσεις και τολμά. Βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος που ακούει τους λόγους του Χριστού και ζητά, από τον Χριστό βοήθεια, γιατί πιστεύει ότι ο μόνος που μπορεί να σώσει το παιδί του είναι ο Χριστός. Και ο Κύριος, ως φιλεύσπλαχνος, σπεύδει άμεσα να τον ελεήσει και του απαντά: «μη φοβού, μόνο πίστευσον και σωθήσεται», διότι η απελπισία, εξ’ αιτίας του θανάτου είχε εξανεμίσει κάθε ελπίδα και πίστη προς τον Θεό, και θεωρούσαν πως όλα πια είχαν χαθεί. Τα λόγια του Χριστού «μόνο πίστευσον, και σωθήσεται» είναι καταλυτικά, όχι μόνο για τον πατέρα του κεκοιμημένου κοριτσιού, αλλά και για τον καθένα μας.
Πράγματι ο θάνατος μας κάνει
να αισθανόμαστε ανίσχυροι, αδύναμοι, και νικημένοι. Νιώθουμε ότι δεν έχουμε από
πού να κρατηθούμε, πού να στηριχτούμε και από πού να πάρουμε δύναμη. Συχνά μια
ασθένεια, μια ανυπέρβλητη δυσκολία, μάς βυθίζει στην απόγνωση και την
απελπισία. Κι όμως, ο Χριστός, μάς προσκαλεί να πιστέψουμε, και η βοήθειά Του
θα έλθει.
Είναι απαραίτητο πρώτα από
όλα να συνειδητοποιήσουμε και να παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι και
ότι εκτός από τη δική μας προσπάθεια έχει μεγάλη σημασία και η παρουσία του
Θεού στη ζωή μας, η προστασία Του και η ευλογία Του.
Μέσα στις δυσκολίες, τις
αστοχίες και τις αποτυχίες, δύο επιλογές μάς μένουν. Η μία επιλογή είναι να
βυθιστούμε στην απόγνωση και να καταστραφούμε πνευματικά και η άλλη είναι να
αποδεχτούμε τη δική μας ανεπάρκεια και να στραφούμε με πίστη στον Θεό. Αν
καταφέρουμε επομένως να κάνουμε τούτη την υπέρβαση του εγωισμού μας και
αποδεχτούμε την παντοδυναμία, αλλά και την αγάπη του Θεού προς εμάς, τότε
μπορούμε με ταπείνωση πλέον να απευθυνθούμε προς Αυτόν και με πίστη να Του
ζητήσουμε να έλθει εις βοήθειά μας.
Ο Θεός δεν είναι εκδικητικός,
ούτε θέλει να μας βλέπει να υποφέρουμε. Επειδή όμως μας έπλασε ελεύθερους,
περιμένει μόνοι μας και ελεύθερα να Τον βάλουμε στη ζωή μας. Και στο μεταξύ,
διακριτικά μας σκεπάζει και μας προσφέρει τις ευκαιρίες να πιστέψουμε εις
Αυτόν. Και επειδή ο Θεός είναι αγάπη, μόλις προστρέξουμε με πίστη, ανταποκρίνεται
και πραγματοποιεί το θαύμα στην προσωπική μας ζωή, όχι πάντα σύμφωνα με τη δική
μας επιθυμία, αλλά με γνώμονα το πνευματικό μας καλό και συμφέρον.
Για να στηρίξουμε την ελπίδα μας στο Θεό, χρειάζεται ταπείνωση, χρειάζεται τόλμη, χρειάζεται πίστη. «Μη φοβού, μόνο πίστευσον», λέγει και σε εμάς σήμερα ο Χριστός, προκειμένου να κάνει το θαύμα στη ζωή μας. Αρκεί να Τον εμπιστευτούμε, να του δώσουμε χώρο, δια να σταθεί μέσα στην καρδιά μας. Αυτή είναι και η προσευχή μας, σε κάθε Λειτουργία και σε κάθε ακολουθία της Εκκλησίας, όταν εκφωνούμε το, «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Διότι ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου, καθώς διαλαλεί ο παιάνας της Εκκλησίας, «θανάτω θάνατον πατήσας».
Για να στηρίξουμε την ελπίδα μας στο Θεό, χρειάζεται ταπείνωση, χρειάζεται τόλμη, χρειάζεται πίστη. «Μη φοβού, μόνο πίστευσον», λέγει και σε εμάς σήμερα ο Χριστός, προκειμένου να κάνει το θαύμα στη ζωή μας. Αρκεί να Τον εμπιστευτούμε, να του δώσουμε χώρο, δια να σταθεί μέσα στην καρδιά μας. Αυτή είναι και η προσευχή μας, σε κάθε Λειτουργία και σε κάθε ακολουθία της Εκκλησίας, όταν εκφωνούμε το, «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Διότι ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου, καθώς διαλαλεί ο παιάνας της Εκκλησίας, «θανάτω θάνατον πατήσας».
Πράγματι
ο Χριστός επάτησε τον θάνατο, αναστάς εκ
των νεκρών, διότι ο Ιησούς είναι η ίδια η ζωή. Είναι η ΖΩΗ, που μοιράζει την
ζωή. Η Ανάστασή Του είναι τρόπος ζωής του και αποτελεί την εγγύηση για την δική
μας ανάσταση. Οι Νεκραναστάσεις που πραγματοποίησε ο Θεάνθρωπος, ήταν η απαρχή
της νίκης κατά του θανάτου, καθ’ ότι «ο
Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ᾿ απωλείᾳ ζώντων».
Η αιτία της έλευσης του θανάτου στον κόσμο βρίσκεται στον άνθρωπο και ειδικότερα
στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του. «Δι’
ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος,
και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος
διήλθεν». Ο Θεός δεν δημιούργησε εξ’ αρχής τον θάνατο, μάλιστα εμπόδισε τη
γένεσή του, χωρίς ωστόσο να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, καθώς
διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι δηλαδή, ο Θεός φανέρωσε πριν την
πτώση το θέλημά Του, που οδηγούσε στην αθανασία και προείπε φανερά και προειδοποίησε,
ότι η παρακοή της εντολής θα επέφερε τον θάνατο.
Η παράβαση της εντολής συνετελέσθη και επήλθε, αναπόφευκτα, ο θάνατος
και κατά συνέπεια επήλθε και η διακοπή της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό,
οποία οδήγησε στον ψυχικό θάνατο και κατά συνέπεια επήλθε και ο σωματικός
θάνατος. Η θνητότητα του σώματος αποκαλύπτεται ως παρατεταμένος θάνατος ή μάλλον ως μύριοι διαδοχικοί θάνατοι μέχρι να
επέλθει ο οριστικός θάνατος, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο θάνατος όμως
του σώματος δεν επήλθε ταυτόχρονα με την παρακοή. Το μέγεθος της φιλανθρωπίας
και της σοφίας του Θεού τον ανέβαλε για το μέλλον.
Συνεπώς ο ζωοδότης Θεός δεν οδήγησε σέ απόγνωση το πλάσμα του.
Παρηγόρησε με διαδοχικές γεννήσεις τη λύπη που προξενεί ο θάνατος. Αύξησε το ανθρώπινο
γένος με πολλούς απογόνους, έτσι ώστε ο αριθμός των γεννήσεων να υπερβαίνει τον
αριθμό των θανάτων. Παράλληλα προετοίμαζε τη θεραπεία του θανάσιμου τραύματος
διά μέσου των εκλεκτών του από γενεά σέ γενεά, μέχρι να γεννηθεί η Παρθένος
Μαρία, η οποία ως άνθος αφθαρσίας, εσκήνωσε ο Μονογενής Υιός και Λόγος του
Θεού, ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Επομένως ο σωματικός θάνατος είναι αποτέλεσμα της παρακοής και της
πτώσεως, δηλαδή, της αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, τον
Δημιουργό του και Θεό. Ο άνθρωπος κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου του, εισέπραξε
ως τίμημα τη φθορά και το θάνατο. Η διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό είχε ως αποτέλεσμα
τη στέρηση της ζωής. Και στέρηση της ζωής σημαίνει θάνατος. «Όσον γαρ αφίστατο της ζωής, τοσούτον
προσήγγισε τω θανάτω. Ζωή γάρ ο Θεός, στέρησις δε της ζωής θάνατος. Ότι ουκ έστιν
αίτιος των κακών ο Θεός» διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος. Τίς συνέπειες του προπατορικού
αμαρτήματος κληρονομεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η φθαρτότητα και η
θνητότητα διακρίνονται ευκρινέστερα στη γέννηση και στον θάνατό του. Με πόνους και ωδίνες έρχεται ο άνθρωπος
στον κόσμο. Με αγωνία και οδύνη τον εγκαταλείπει τον κόσμο τούτο.
Αίτιος του θανάτου δεν είναι ο Θεός της αγάπης, αλλά ο άνθρωπος που απομακρύνεται
από την αγάπη του Θεού. Ὁ θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας είναι ένδειξη θείας
φιλανθρωπίας. Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο, για να μη γίνει το κακό αθάνατο,
σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο δε ιερός Χρυσόστομος τονίζει, ότι δεν
χρειάζεται να φοβόμαστε και να τρέμουμε τον θάνατο, αλλά την αμαρτία. Λέγει
χαρακτηριστικά ότι «ου γαρ θάνατος αμαρτίας
έτεκεν, αλλά αμαρτία θάνατον ημίν εγέννησε· θάνατος δε αμαρτίας γέγονε
φάρμακον».
Η κατάσταση αυτή λαμβάνει τέλος, όταν συναντηθεί ο άνθρωπος με την πηγή
της ζωής, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Εκεί ο θάνατος παύει να υπάρχει και
επικρατεί η ζωή. Ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι
αδύνατο να τ’ αποφύγουμε. Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε
αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η παρουσία του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί την
πηγή της ελπίδας και τη βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της
Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση του θανάτου. Αυτό που απομένει σ’ εμάς, είναι
με πίστη και εμπιστοσύνη να του αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα της
κοινής αναστάσεως μας, όπως έκανε ο Αρχισυνάγωγος Ιάειρος, που εμπιστεύθηκε τον
Χριστό και του ανέθεσε τη ζωή της μονάκριβης κόρης του και το αποτέλεσμα ήταν
αυτό που περιγράφει η σημερινή περικοπή του ευαγγελικού αναγνώσματος, ότι «επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα».