ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Του
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
Τη σήμερον ημέρα,
Κυριακή μετά την Πεντηκοστήν, την των απανταχού της
οικουμένης εν Ασία,
Λιβύη, και Ευρώπη, Βορρά τε και Νότω,
Αγίων πάντων
εορτήν εορτάζομεν.
Η Κυριακή μετά την Πεντηκοστή είναι αφιερωμένη σε όλους
τους αγίους της Εκκλησίας. Είναι αφιερωμένη στους μαθητές και αποστόλους, οι
οποίοι μετά την Πεντηκοστή έγιναν
Μάρτυρες της
αλήθειας και της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός «έως εσχάτου της γης». Είναι
επίσης αφιερωμένη στους πατέρες και
διδασκάλους, στους οσίους και δικαίους, στους μάρτυρες και ομολογητές όλων των
αιώνων και όλων των εποχών, «των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων αγίων».
Με
την Κυριακή των αγίων Πάντων, ολοκληρώνεται ο κινητός κύκλος των εορτών, που
άρχισε από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Την περίοδο αυτή τόσο με τους
ύμνους του Τριωδίου, όσο και με του Πεντηκοσταρίου η Εκκλησία μας παρουσίασε
όλο το έργο της θείας οικονομίας, που
έχει ως κέντρο το γεγονός της Ανάστασης.
Οι
Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, κατά πρώτον, θέσπισαν την παρούσα εορτή, αμέσως
μετά την κάθοδο του αγίου Πνεύματος, γιατί κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι «ότε
το Πνεύμα κατήλθε το Άγιον εν πυρίναις
γλώσσαις»
και
«εις
πάσαν
σκάρα
εκκέχυται,
Αποστόλων γαρ χορείας αρξάμενον,
εξ
αυτών
κατά
μέθεξίν
τοις
πιστοίς
την
χάριν
εφήπλωσε,
και
πιστούται
αυτού
την
κραταιὰν
επιφοίτησιν,
εν
πυρίνῳ τω
είδει
τοις
Μαθηταίς
διανέμον
τας
γλώσσας,
εις
υμνῳδίαν
και
δόξαν
Θεού»,
επέτυχε
να
αγιάσει
και
να
φωτίσει
άπαν το ανθρώπινο είδος και να αποκαταστήσει τους ανθρώπους στην θέση των
αγγέλων, δια του Ιησού Χριστού, είτε με την προσφορά του μαρτυρικού αίματος,
είτε με την ενάρετο πολιτεία και διαγωγή των.
Τούτο
το έργο, είναι όντως υπερφυσικό, αφού κατεβαίνει το Πνεύμα και ανεβαίνει ο
χοϊκός ο άνθρωπος. Ανεβάζει ο Λόγος του
Θεού την θεωθείσα σάρκα και ελκύει μετ’ αυτής, όλους θέλουν να συμπράξουν και
συνταχθούν με το Θεό. Οι πρώην αποξενωμένοι από τον Θεό, ενώνονται με τον Θεό
και γίνονται φίλοι Του. Τα έθνη προσφέρουν την απαρχή των, τους αγίους Πάντας.
Κατά δεύτερο λόγο την
σύσταση της συλλογικής αυτής εορτής προκάλεσε το ότι σε πολλούς άλλους εσκήνωσε
το Πνεύμα το Άγιον και τους καθαγίασε, αλλά έμειναν άγνωστοι και αφανείς.
Αυτούς λοιπόν τους αγνώστους αγίους τιμά σήμερα η Εκκλησία, οίτινες «κατά
Χριστόν επολιτεύσαντο εν Ινδοίς και Αιγυπτίοις και Άραψι και Μεσοποταμία τε και
Φρυγία και τοις άνωθεν του Ευξείνου. Έτι δε και εν πάση τη Εσπερία άχρι και
αυτών των Βρεττανικών νήσων, απλώς ειπείν εν Ανατολή και Δύση».
Και
κατά τρίτο λόγο, επειδή όλοι οι άγιοι που τιμώνται, κατ’ ιδίαν, έπρεπε να
συνεορτασθούν σε μία κοινή εορτή, για να καταδειχθεί, τοιουτοτρόπως, ότι
αγωνίσθηκαν όλοι μαζί για τον Χριστό και έτρεξαν στον κοινό στίβο του σταδίου της χριστιανικής
αρετής και ότι αξίως έλαβαν τους στεφάνους της νίκης. Οι άγιοι Πατέρες θεώρησαν
ορθό, να καταστεί η κοινή εορτή, ως κοινή παρόρμηση στους πιστούς, ώστε να
αγωνίζονται, όπως Εκείνοι στον στίβο του αθλήματος της κατά Χριστόν πολιτείας.
Μια
παρόρμηση, που πρέπει να γίνει βεβαία ελπίδα, ότι την δόξα εκείνων θα την
κατακτήσουν και οι σημερινοί αγωνιζόμενοι και θα συναριθμηθούν με εκείνους, που
σηκώνουν «το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα». Η παρούσα εορτή, πρέπει να
γίνει στο μέλλον και δική μας εορτή, αφού αξιολογηθούμε από την Χάρη του Θεού,
ώστε ευδοκήσει να μας καλέσει στον κόσμο της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Με αυτή
την ελπίδα, πρέπει ζουν οι αθλητές της Εκκλησίας, δια έλθει η ευλογημένη
στιγμή, που θα ακούσουν ότι «Σήμερον, Κυριακή μετά την Πεντηκοστήν, την των απανταχού
της οικουμένης εν Ασία , Λιβύη και Ευρώπη, Βορρά τε και Νότω, αγίων πάντων
εορτήν εορτάζωμεν».
Παρά
το γεγονός ότι το συναξάριο της ημέρας προσδιορίζει, ότι σήμερα επιτελείται η
μνήμη «των αγίων και καλλινίκων μαρτύρων των εν πάση τη οικουμένη κατά διαφόρους
καιρούς μαρτυρησάντων, υπέρ του ονόματος του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού», η εορτή λέγεται, «των αγίων Πάντων». Η γενίκευση της εορτής, θεωρείται
πολύ εύστοχη, διότι μάρτυρες του Χριστού δεν είναι μόνο εκείνοι, που έδωσαν το
αίμα τους, για την πίστη του Χριστού. Μάρτυρες είναι όλοι όσοι αγωνίσθηκαν τον
αγώνα της χριστιανικής ζωής και υπέμειναν με καρτερία τον σταυρό του Χριστού σ’
αυτόν τον κόσμο. Μάρτυρες είναι όλοι Εκείνοι,
που μαρτύρησαν δια Χριστόν το καθημερινό μαρτύριο της συνειδήσεως.
Η ονομασία «Άγιος» αρχικά δόθηκε στους Μάρτυρες, οι
οποίοι έδωσαν τη ζωή τους, για την πίστη τους στον Χριστό. Με το μαρτύριο, που
εκφράζεται μέσα από την πορεία, που τη χαρακτηρίζει το θυσιαστικό ήθος και
ύφος. Ο Άγιος εκφράζει μια εμπειρία ζωής. Η μεγάλη πίστη των αγίων ξεπερνούσε
κάθε εμπόδιο και τους έκανε να ορθώνουν το ανάστημά τους μπροστά στα μαρτύρια
των διωγμών. Όπως μας βεβαιώνει το ανάγνωσμα της ημέρας, οι άγιοι «έφραξαν
στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν
από ασθενείας, εγεννήθησαν ισχυροί, εν πολέμω». Μετά το τέλος των διωγμών η
ονομασία «άγιος», αποδίδεται και σ’ αυτούς που διακρίθηκαν, για την αγία ζωή
τους.
Το αναρίθμητο πλήθος των αγίων της Εκκλησίας παραπέμπει
σε μια μεγάλη αλήθεια, η οποία επιβάλλεται να διαποτίζει και τη δική μας ζωή.
Ότι δηλαδή, η πίστη δεν συνιστά μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια βιωματική
πραγματικότητα, που εκπηγάζει από την ένωση του ανθρώπου με το Χριστό. Όπως διδάσκει
ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο, εκτός
από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η
άσκησή μας, δεν παράγουν σαν αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να
αποδειχθούν σκύβαλα, δηλαδή χωρίς καμιά αξία.
Ο άγιος δεν προβάλλει τον εαυτό του, προβάλλει πάντοτε
το θέλημα του Θεού, και σ’ αυτό προσανατολίζεται και εντάσσεται ολοκληρωτικά με
μια εκπληκτική υπακοή, που τον αποδεσμεύει από τον εαυτό του και τον κόσμο. Το
πρόσωπο που αποδέσμευσε τον εαυτόν του από τον κόσμο, είναι κατ’ εξοχήν, το πρόσωπο
της Θεοτόκου, που δεν είναι απλώς μια αγία γυναίκα, όπως την αποκαλούν οι
Χιλιαστές, αλλά είναι η Βασίλισσα, ή Άνασσα των αγίων, καθώς τήρησε την απόλυτη
υπακοή και αποδέχθηκε τη γέννηση του Σωτήρα Χριστού, λέγουσα το, «Ιδού η δούλη
Κυρίου γένοιτό μοι, κατά το ρήμα σου».
Η αγιότητα λοιπόν είναι η προσωπική συνάντηση του
ανθρώπου με τον Θεό. Τη συνάντηση αυτή την καθορίζει πάντα κάτι σταθερό και
αναλλοίωτο, που είναι το θέλημα του Θεού και ο νόμος του Θεού. Κατά συνέπεια η
αγιότητα δεν είναι ένα στατικό αξιολογικό μέγεθος, πολύ περισσότερο δεν είναι
μια απλησίαστη πνευματική ουτοπία.
Συνεπώς, η αγιότητα δεν είναι μονοπώλιο ορισμένων «προικισμένων»
ή «χαρισματικών» ανθρώπων ή ομάδων, αλλά ο κάθε ένας που αγωνίζεται να γίνει
μέτοχος της αγιότητας, αποσύροντας όλες τις ατομοκεντρικές επιλογές, που τον
μεταβάλλουν σε ανελεύθερη προσωπικότητα, που τον μεταποιούν σε δούλο των δήθεν αναγκαίων,
που γεννά η σάρκα, που επιθυμούν οι
αισθήσεις και επιβάλλει η κοινωνία. Η υπέρβαση αυτών των αναγκαιοτήτων είναι
αναμφισβήτητα πορεία αγιότητας, ενώ η δουλική αποδοχή τους είναι πορεία
αμαρτίας και κατάπτωσης.
Προϋπόθεση της ένωσης του ανθρώπου με το Θεό είναι η
ορθή πίστη, όπως την διδάσκει η Εκκλησία. Δεν είναι οι αμαρτίες που καθορίζουν
την πορεία μας, προς την αγιότητα, ούτε οι αδυναμίες μας μπορούν να καλύψουν το
στόχο της ύπαρξής μας. Γιατί έχουμε ένα Θεό που θέλει, να γίνουμε όπως Εκείνος,
άγιοι και τέλειοι. Η θέλησή Του, ως έκφραση της αγάπης Του, μεταποιείται σε
δύναμη, που διαλύει τις δαιμονικές πλεκτάνες.
Αυτό είναι και το μυστικό της αγιότητας, ο εξαγιασμός
των λεπτομερειών της ζωής και η μεταμόρφωσή τους σε κατάσταση τελείωσης. Πίσω
από το μυστικό αυτό κρύβεται, όχι μόνον ο δρόμος προς την αγιότητα, αλλά και
κάθε δρόμος προς την αρετή και την έντιμη ζωή. Αυτός ο δρόμος, είναι μόνο
άνοδος, και συμβαίνει να έχει και παλινδρομήσεις, αλλά φωτίζεται πάντοτε από
την κορυφή και γίνεται ο φάρος του ανθρώπου. Μόνο του ανθρώπου, γιατί μόνον ο
άνθρωπος είναι φτιαγμένος (άνω + θρόσκω), για ν’ αναζητά τα υψηλά και τα
τέλεια.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται ο άνθρωπος να
φύγει από τα χαμηλά, να σπάσει το φράγμα της ατομικότητας και του βιοκεντρισμού,
που τον κρατά δέσμιο στις μορφές τις αναγκαιότητας. Είναι απαραίτητο να
προσεγγίσει τη σφαίρα του πνεύματος, για να μεταβληθεί σε πρόσωπο και ως
πρόσωπο ν’ αναζητήσει τη συνάντηση με τον προσωπικό Θεό και κατά συνέπεια, την
προσέγγιση στην αγιότητα.
Συνεπώς η αγιότητα συνδέεται με τα πρόσωπα, διότι οι
άγιοι πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν πρόσωπα, ήταν αδιαμφισβήτητες ανθρώπινες
προσωπικότητες. Άνθρωποι του κόσμου τούτου, οι οποίοι έζησαν στην γη των πειρασμών και των δοκιμασιών, αλλά που «επολιτεύοντο» ωσάν, να βρισκόταν στον ουρανό. Ήσαν
άνθρωποι που επειδή έζησαν κατά τον νόμο του
Θεού, γι’ αυτό και «ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν,
εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν
μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι,
θλιβόμενοι, κακουχούμενοι (Εβρ. 11, 37).
Τέλος, σε όποιον ο δρόμος της αγιότητας φαίνεται δύσκολος ή ακατόρθωτος ή
ίσως και ξεπερασμένος, ας αναλογισθεί, ότι υπήρξαν συνάνθρωποί μας, οι οποίοι
υπέστησαν πολλές δοκιμασίες και φρικτά βασανιστήρια και τώρα πρεσβεύουν, υπέρ
ημών και μας αναμένουν, δια να τελειωθούμε όλοι μαζί, «γιατί ο Θεός πρόβλεψε να μην τελειοποιηθούν,
(εκείνοι) χωρίς εμάς» (Εβρ. 11, 40).