ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος
Γεώργιος Σούλος
«Διαγενομένου του
Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, ηγόρασαν
αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν».
Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο
γεγονός μέσα στην Ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από
οποιαδήποτε άλλη θρησκεία.
«Ανάσταση Χριστού»
σημαίνει ελπίδα θέωσης και ανάστασης της δικής μας υποστάσεως. Αφού βρέθηκε το φάρμακο, υπάρχει ελπίδα ζωής, γι’ αυτό επικρατεί
παντού ατμόσφαιρα χαράς και ο χαρμόσυνος χαιρετισμός, «Χριστός Ανέστη» κυριαρχεί, έως της Αναλήψεως.
Σ’ αυτήν
την ατμόσφαιρα της χαράς και της ελπίδας, μας κατευθύνουν και οι ύμνοι της Εκκλησίας, που διασαλπίζουν αυτά
τα συναισθήματα. «Αύτη η ημέρα, ην
εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».
Σήμερα είναι η τρίτη Κυριακή, μετά το Πάσχα και η
Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει τη μνήμη των αγίων Μυροφόρων γυναικών, καθώς και του Ιωσήφ του εξ’ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητή Νικοδήμου, οι οποίοι τόλμησαν να ζητήσουν και έλαβαν, τελικά, από τον Πιλάτο το νεκρό σώμα του Εσταυρωμένου, το οποίο τοποθέτησαν μέσα σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του
μνημείου.
Στη σημερινή
ευαγγελική περικοπή ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει την τόλμη και το θάρρος
των Μυροφόρων εκείνων γυναικών, οι οποίες «λίαν πρωί της μιας των Σαββάτων έρχονται
επί το μνημείον».
Έρχονται να αποδώσουν τιμή, σεβασμό και μάλιστα τα διατεταγμένα του νόμου στον νεκρό Κύριό τους: «ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν».
Οι Μυροφόρες γυναίκες ανέλαβαν να συμπληρώσουν
τις ελλείψεις της εσπευσμένης ταφής. Αλλά αντί να αλείψουν με μύρα το νεκρό
σώμα, αντί να κλάψουν για τον νεκρό, αξιώθηκαν να ιδούν πρώτες το κενό μνήμα
και να ακούσουν πρώτες από τον φύλακα άγγελο το Ζωηφόρο μήνυμα της Αναστάσεως
και από Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες,
αφού αυτές έφεραν το ευαγγέλιο της εγέρσεως στους μαθητές και εκείνοι στον
κόσμο, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής: «…υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς
αυτού και τω Πέτρω…» (Μαρκ. 16,7)
Η
αναγγελία της Αναστάσεως από τις Μυροφόρες, εις τους Μαθητές του Χριστού
θεωρήθηκε από τους Μαθητές, ως παραλήρημα των Μυροφόρων. Όμως η είδηση, η
εκληφθείσα ως παραλήρημα, βεβαιώθηκε ως Αλήθεια. Ο αναστημένος Ιησούς
ενεφανίσθη εις τους Μαθητάς Του επανειλημμένως, επιβεβαιώνοντας την μαρτυρία
των Μυροφόρων γυναικών.
Οι Μυροφόρες γυναίκες, ως μάρτυρες της Ανάστασης,
δοκίμασαν στην καρδιά τους ανεκλάλητη χαρά και πιστοποίησαν σε όλους το
γεγονός. Δοκίμασαν όμως «τρόμο και
έκσταση».
Ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς λέγει, ότι τον μεν φόβο τον είχαν ακόμη η Μαγδαληνή Μαρία και οι άλλες
γυναίκες, που είχαν έως τότε συγκεντρωθεί, διότι αυτές δεν κατανόησαν την ουσία
των λόγων του αγγέλου, ούτε πρόλαβαν να δουν το φως, ώστε να αντιληφθούν με
ακρίβεια το γεγονός. Μόνο η Θεομήτωρ,
λέγει ο άγιος Γρηγόριος, κατενόησε τα λόγια του αγγέλου «ως άκρως κεκαθαρμένη και θεϊκώς κεχαριτωμένη».
Το ίδιο
συνέβη και με τους Μαθητές στους οποίους «εφάνησαν
ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς»
(Λουκ. ΚΔ’, 11).
Όμως, εκείνο
που ήταν αμφιβολία και αντικείμενο δυσπιστίας για τους μαθητές, σήμερα είναι απόλυτα
παραδεκτό σε όλους τους πιστούς χριστιανούς και δεν έχουμε κανένα δισταγμό να ομολογούμε,
το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου.
Έχουμε, όμως,
εννοήσει ποιες υποχρεώσεις, μάς γεννά η πίστη ότι «ηγέρθη ο Κύριος όντως;» (Λουκ. ΚΔ’, 34). Έχουμε
σκεφθεί τις συνέπειες και τα αποτελέσματα του χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη»; Μήπως και εμείς το εκφράζουμε,
χωρίς να έχουμε εισχωρήσει στο βαθύτερο περιεχόμενο του;
Γι' αυτό
τώρα θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μία βαθύτερη προσέγγιση στο γεγονός της
Αναστάσεως του Κυρίου μας, παρά του ότι το γεγονός αυτό είναι μυστήριο και δεν
μπορούμε να το αναλύσουμε πλήρως,
Η Ανάσταση συνδέεται
με το Θείο Πάθος. Είναι, δηλαδή, αποτέλεσμα του Θείου Πάθους, το οποίοι το
έχουν διατυπώσει ήδη οι Προφήτες στις σχετικές προφητείες τους, που αναφέρονται στα παθήματα του Μεσσίου.
Ο Απόστολος Πέτρος
γράφει ότι «Περί ης σωτηρίας
εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται... τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά
ταύτα δόξας...» (Α’ Πετρ. Α’ 10-11).
Επίσης, κατά την
πορεία εις τους Εμμαούς ενώ οι δυο Απόστολοι ήσαν στενοχωρημένοι και
σκυθρωποί, ο Κύριος τους λέγει: «Ω
ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται!
Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;»
Αλλά και σε όλη την εκκλησιαστική υμνολογία συνδέεται στενά το Πάθος με
την Ανάσταση του Κυρίου. Την Μ. Πέμπτη στο ιε΄ Αντίφωνο ψάλλουμε «... Προσκυνούμέν σου τα πάθη, Χριστέ. Δείξον
ημίν και την ένδοξόν σου ανάστασιν». Την Κυριακή του Πάσχα και ολόκληρη
την πασχάλιο περίοδο διαβάζουμε: Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον, Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον Σταυρόν σου Χριστέ
προσκυνούμεν και την αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν και
δοξάζομεν· ιδού γαρ ήλθε δια του Σταύρου χαρά εν όλω τω κόσμω...»
Επίσης ο Απ. Παύλος συνδέει το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, λέγει,
ότι «βλέπομεν Ιησούν δια το πάθημα
του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον...» (Εβρ. Β’, 9).
Συνεπώς η Ανάσταση έχει ως προϋπόθεση
το πάθος, τον πόνο, το Γολγοθά. Ανεστήθη, διότι έπαθε. Δεν θα είχαμε το
φως που έλαμψε και θάμβωσε κατά την Ανάσταση, εάν δεν είχε προηγηθεί το «σκότος
από ώρας έκτης» (Ματθ. ΚΖ’, 45).
Όταν αυτές τις δυο έννοιες τις συνδέουμε, τότε κατανοούμε το μυστήριο
της σωτηρίας μας και χαιρόμαστε τη χαρά της Αναστάσεως, διότι δια του Πάθους
λυτρωνόμαστε.
Κατά συνέπεια καλούμεθα όχι μόνον να είμεθα μέτοχοι της χαράς της
Αναστάσεως, αλλά και των παθημάτων. Τούτο σημαίνει ότι, για να φθάσουμε στην
Ανάσταση, θα περάσουμε και εμείς μέσα από πάθη και θλίψεις. «Ώσπερ κοινωνοί εστέ των παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως»
(Β’ Κορ. Α’, 7).
Καλούμεθα σε αγώνα πνευματικό και θα δοκιμάσουμε πόνο. Καλούμεθα σε μία
νέα γέννηση που προϋποθέτει πάντοτε ωδίνες. Ασφαλώς θα φθάσουμε στη νίκη, στην
Ανάσταση, αλλά κατόπιν αγώνων και θλίψεων. Θα βλέπουμε την Ανάσταση, αλλά δια
μέσου του Γολγοθά. Θα προσδοκούμε την Ανάσταση των νεκρών για την ζωή του μέλλοντος.
Η Ανάστασις του Χριστού, φέρνει και τη δική μας
ανάσταση, όχι σαν μία θεωρητική αλήθεια. Είναι δόγμα της πίστεώς μας. Είναι μία χειροπιαστή πραγματικότης. Είναι η δύναμις η
νικήσασα τον κόσμον, παρά τους εναντίον της σκληρότατους διωγμούς. «Αύτη
εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» εις την Ανάστασιν.
(Α΄ Ιωάν. ε΄, 4)
Η
Ανάστασις είναι η δύναμίς μας, η ελπίς μας, η χαρά μας, το αγαλλίαμά μας. Διά
της Αναστάσεως υπερβαίνουμε τον πόνον και την θλίψιν και όλα τα κακά της
φυσικής επιγείου ζωής. Η Ανάσταση είναι η απάντηση του Θεού εις την απορία
του πληγωμένου ανθρώπου, από τα δεινά του κόσμου.
Εις τις
δυσκολίες και στα παθήματα, τα οποία διέρχεται σήμερα ο κόσμος, εμείς δεν
απελπιζόμαστε. Η επί το αυτό σύναξις των φοβισμένων Μαθητών του Κυρίου εις το
Υπερώον της Σιών μας ενδυναμώνει. Δεν φοβούμεθα, διότι αγαπώμεν τους πάντας,
όπως ηγάπησεν ημάς Εκείνος και την ψυχήν Αυτού έθηκεν υπέρ ημών. Θεανδρικώς
ο Αναστάς Κύριος αοράτως μας συνοδεύει. Αρκεί να έχουμε αγάπη. Καί με την
αγάπην επιγινώσκομεν του Μυστηρίου την δύναμιν.
Ο
Αναστάς Χριστός είναι Αγάπη και διαλύει το κάθε είδους σκότος και τον φόβον
γύρω μας και εισέρχεται εντός ημών και εις τον κόσμον, των θυρών των καρδιών
μας πολλάκις κεκλεισμένων. Καί
“μένει μεθ’ ημών” μονίμως διά του σταυρού της αγάπης. Το κάλεσμά Του είναι η
ειρήνη. Την Εαυτού ειρήνην χαρίζει εις ημάς.
Οι
ισχυροί του κόσμου τούτου επαγγέλλονται και υπόσχονται ειρήνην, μηδέποτε
εμπειρικώς πραγματοποιουμένη. Η
δύναμις της Θείας Αγάπης και Ειρήνης και Σοφίας μένει έξω από κάθε ανθρώπινον
πανικό.
Ο Αναστάς Ιησούς, δια των αγίων Μυροφόρων φανερώθηκε στον
κόσμο και έρχεται στον καθένα μας, δια του Αγίου Πνεύματος, μας ανασταίνει εκ
νεκρών και μας ζωοποιεί και μας δίνει τη χάρη να Τον νοιώθουμε μέσα μας
ολοζώντανο. Νοιώθουμε Αυτόν ο οποίος «ανέστη
εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ!
ΑΛΗΘΩΣ
ΑΝΕΣΤΗ!