Η ΤΟΛΜΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
Η Εκκλησία
αφιερώνει τη σημερινή Κυριακή στις Μυροφόρες μαθήτριες του
Κυρίου, διότι είναι οι πρώτες αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως του Κυρίου μας,
αφού αυτές πήγαν «λίαν πρωί της μιας των σαββάτων» στο μνημείο του Χριστού, το
οποίο βρήκαν κενό, αλλά άκουσαν από τον άγγελο το χαρμόσυνο μήνυμα της
Αναστάσεως και μετά αξιώθηκαν να ιδούν τον Αναστάντα Χριστό, ο οποίος τους
έδωσε την εντολή να μεταφέρουν το αναστάσιμο γεγονός και στους αποστόλους .
Η πραγματική αγάπη τους συνδυάζεται με
θάρρος και τόλμη. Τόλμησαν όταν ακολουθούσαν τον Χριστό δημόσια, όντας γυναίκες.
Τόλμησαν όταν βρέθηκαν μεταξύ των σταυρωτών, μόνες αυτές οδυρόμενες. Τόλμησαν όταν
τον ενταφίασαν. Τόλμησαν όταν κυκλοφορούσαν «όρθρου βαθέος»,
παρά τα ισχύοντα για τις γυναίκες. Τόλμησαν όταν εμφανίσθηκαν στη ρωμαϊκή
κουστωδία, που φύλαγε τον Τάφο και τέλος τόλμησαν και ξεκίνησαν, για να
αποκυλίσουν τον λίθο. Τόλμησαν σε όλα αυτά γιατί ήθελαν να εκφράσουν την
παντοτινή αφοσίωση και την αυθεντική αγάπη τους, προς στον Μεγάλο Νεκρό.
Ορθώς πράττουσα η Εκκλησία, την
τρίτη Κυριακή από του Πάσχα, τιμά την μνήμη των Αγίων γυναικών Μυροφόρων, τις οποίες γεραίρει με
ύμνους και μελωδίες υψηλού επιπέδου, για να θυμίζει στον κάθε πιστό την
τεράστια προσφορά τους, στο έργο του Χριστού. «Ταις μυροφόροις γυναιξί, παρὰ το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα» ή «Αι Μυροφόροι γυναίκες, όρθρου βαθέος, επιστάσαι προς το μνήμα του Ζωοδότου». Και δέεται προς τον Θεόν,
δια των Αγίων Μυροφόρων πρεσβείαις.
Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία έχει την αξία της ήδη από τη Θεοτόκο, που προβλήθηκε, μέσα στο έργο της Θείας οικονομίας, ως ο τύπος της Εκκλησίας. Διασαφηνίζεται ότι ο χριστιανισμός ουδέποτε αγνόησε την οντολογική υπόσταση της γυναικός. Αντίθετα ο μη
χριστιανικός κόσμος, είχε τη γυναίκα δίχως το δικαίωμα να αποκτήσει μια ευρεία μόρφωση και να συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Στον χριστιανικό περιβάλλον η γυναίκα έχει ισότιμη αξία με τον άνδρα.
Συμμετέχει στα κοινωνικά δρώμενα προφέρει και διακονεί το κοινωνικό σύνολο, με γνώμονα
την γυναικεία σωματική διάπλαση και μυϊκή ρώμη. Δεν είναι τυχαίο ότι η διεθνής
κοινότητα στηρίχθηκε στη χριστιανική διδασκαλία και αναγνώρισε τα ανθρώπινα δικαιώματά της, που αναγνωρίζουν την ισοτιμία των δύο φύλων.
Η τυπολογική αντιστοιχία
μεταξύ Εύας και Θεοτόκου, εμπεριέχει μία «ανακύκλωση», στο γυναικείο φύλλο, καθώς η ανυπακοή της Εύας στη βουλή του Θεού, αποκαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, με την αποδοχή της βουλής του Θεού, λέγουσα το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου».
Η Εύα παρίσταται ως η πεσούσα αρχαία ανθρωπότητα, η οποία για την παρακοή της «την κατάραν εισωκίσατο», ενώ η Παρθένος Μαρία, αναδείκνυται ως η ανακαίνιση της αρχαίας πεσούσης ανθρωπότητος, δια της Θείας Γέννησης του Χριστού και εμφανίζεται ως νέα ανθρωπότητα και ως η «καινή εν Χριστώ κτίσις». Από τη θέση αυτή γίνεται κατανοητό ότι το καθοριστικό ανθρώπινο πρόσωπο στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος. Αντιπροσωπευτικό του λειτουργήματος Αυτής είναι το ειδικό λειτούργημα της γυναίκας, που τιμάται ως η πηγή της ζωής και της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και ως λειτούργημα εύγλωττης σιωπής.
Η επέλευση του Αγίου Πνεύματος στην Παρθένο Μαρία αναδεικνύει εμφαντικά την ουσιαστική σημασία του έργου των γυνακών στο πεδίο της εκκλησιαστικής δραστηριότητας. Ήδη από την αρχέγονη και μετέπειτα Βυζαντινή Εκκλησία είχε ανατεθεί στις γυναίκες αφ' ενός μεν η συμμετοχή στη λειτουργική ζωή διά του θεσμού των διακονισσών, αφ' ετέρου δε η συνεισφορά των στις θρησκευτικές και στις άλλες ανάγκες του κόσμου, όπως στα γηροκομεία, στα νοσοκομεία ή σε διάφορες αδελφότητες κ.ά. Κατ' ουσίαν, οι γυναίκες είχαν αναλάβει το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, και κυρίως την ανατροφή των παιδιών, ως μητέρες και ως λειτουργοί στα αντίστοιχα εκκλησιαστικά κέντρα νεότητος.
Μέσα στο πλαίσιο του γυναικείου ιεραποστολικού έργου δεν πρέπει να παραλειφθεί η σπουδαιότητα του γυναικείου μοναχισμού, που συνέβαλε στην ανύψωση της θέσης των γυνακών στην Εκκλησία. Τοιουτοτρόπως δηλώνεται όχι μόνο η κοινωνική προσφορά των γυνακών στην κοσμική ζωή, αλλά και η πνευματική συμβολή τους σε αυτήν.
Σε ολόκληρη όμως την
ιστορία της Εκκλησίας συναντάμε Γυναίκες – Πρότυπα, γυναίκες Αγίες, οι οποίες
με την αρετή τους υπηρέτησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Η Χαναναία και η
Αιμορροούσα διδάσκουν με την πίστη και την επιμονή τους. Η δακρυρροούσα Πόρνη
γίνεται ύψιστο παράδειγμα μετάνοιας. Η Σαμαρείτιδα - Αγία Φωτεινή, η Πρίσκιλλα,
η Λυδία, η Αγία Θέκλα και αναρίθμητες άλλες γυναίκες γίνονται συνεργάτες στο
έργο του κηρύγματος. Η Εμμέλεια, η Νόνα, η Ανθούσα αναδεικνύονται αληθινές
μητέρες. Η Ολυμπιάς, η Φοίβη, η Πενταδία, η Αμπρούκλα, η Σιβινιανή
χειροτονούνται διακόνισσες και αφοσιώνονται στο πολύπλευρο έργο τους με
ευλάβεια.
Ο ρόλος των
διακονισσών ήταν πολύ καθοριστικός στο χώρο της Εκκλησίας και ο σεβασμός προς
το πρόσωπό τους καθολικός. Πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί ότι δεν αναλάμβαναν
οποιαδήποτε υπηρεσία που να σχετίζεται με το Θυσιαστήριο.
Στο ίδιο έργο
διακονίας αφοσιώνονται πάρα πολλές γυναίκες και στις μέρες μας, μέσα στην
πληθώρα των δραστηριοτήτων της Ενορίας τους, είτε αυτές σχετίζονται με
φιλανθρωπική δράση, είτε με την κατήχηση και γενικότερα τη χριστιανική αγωγή,
είτε με άλλες εκκλησιαστικές ευκαιρίες, όπως είναι οι κατασκηνώσεις, τα
συνέδρια, τα συσσίτια κ.ά.).
Η συμμετοχή της
γυναίκας στο διακονικό αυτό έργο συνδέεται άρρηκτα με την ιδιαίτερη γυναικεία φύση
και πνευματικότητα. Η γυναίκα με αυτό τον τρόπο αξιοποιεί προσωπικά και έμφυτα
χαρίσματά της, προσφέροντας δυναμικά το μερίδιό της στη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας ως λατρευτικής κοινότητας. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η
ζωή μιας Ενορίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αγάπη, τη θυσία και την
προσφορά όλων αυτών των γυναικών.
Προηγουμένως
μνημονεύθηκαν άξιες γυναίκες – μητέρες, με πρώτο τιμώμενο πρόσωπο την Παναγία -
Μητέρα του Θεού. Ο ρόλος της γυναίκας, συνεπώς η θέση της μέσα στην Εκκλησία,
ως μητέρα καταξιώνει στο έπακρο τη
γυναικεία ύπαρξη. Το μεγαλείο της μητρότητας, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από
την τεκνογονία και την καλλιτεκνία, δηλαδή την καλή ανατροφή των παιδιών,
καθιστά τη γυναίκα, ως άμεση συλλειτουργό στη δημιουργία του ανθρώπου, δηλαδή
ως πηγή ζωής. Είναι ο πυρήνας του κυττάρου που λέγεται οικογένεια – κοινωνία.
Η χριστιανική
διδασκαλία απελευθέρωσε τη γυναίκα από την τυραννία του παλαιού κόσμου, ενώ ο
Απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που διακήρυξε επίσημα -και μάλιστα σε εποχές που
δεν άντεχαν τέτοια «φεμινιστικά» κηρύγματα- ότι «ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες
γαρ υμείς, είς εστέ εν Χριστώ Ιησού». Η δε φράση του «η δε γυνή ίνα φοβείται
τον άνδρα», στο αποστολικό ανάγνωσμα του ιερού Μυστηρίου του Γάμου πρέπει να συνεκτιμηθεί
σε σχέση με όσα προηγούνται και που αναφέρονται στις υποχρεώσεις του άνδρα. Αναμφισβήτητα
ο Απόστολος Παύλος με τον όρο «φοβείται» αναφέρεται στον σεβασμό και όχι στον
φόβο μέσα στον γάμο, αφού «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».
Η ιδιαιτερότητα της
γυναίκας και των λειτουργημάτων που επιτελεί μέσα στην Εκκλησία την καθιστά
αναμφισβήτητα ισότιμο μέλος προς τον άνδρα. Στην Ορθοδοξία ο σεβασμός στην
ιδιαιτερότητα αποτελεί θεμελιώδη αρχή. Γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιεί την έννοια
της ισότητας, αλλά την έννοια της ισοτιμίας ανάμεσα στα δύο φύλα, ανάμεσα στα
δύο πρόσωπα.
Το γεγονός ότι οι
γυναίκες δεν εισέρχονται στο μυστήριο της ιεροσύνης, δεν ισούται με υποτίμηση
της Γυναίκας, όπως κάποιοι θεωρούν. Διότι η Ιεροσύνη δεν είναι ένα
εκκλησιαστικό επάγγελμα, ούτε έχει τυπικό ή εθιμικό χαρακτήρα. Πρόκειται για
Μυστήριο θεσμοθετημένο από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, δοσμένο από Εκείνον μόνο
στους Αποστόλους και στους συνεχιστές του έργου τους, σε Άνδρες-Κληρικούς. Δόθηκε
αυτή η δυνατότητα μόνο στο ανδρικό φύλο, για λόγους καθαρά πρακτικούς και
βιολογικούς. Ο άνθρωπος, άλλωστε, καλείται με πίστη – εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον να
δέχεται και να ζει τις θείες αλήθειες και ενέργειες. Το γεγονός αυτό όμως δεν
αφαιρεί από την αξία της γυναίκας, ως προσώπου και ως εικόνας του Θεού.
Η δυνατότητα άλλωστε
της αγιότητας παρέχεται ελεύθερα και στα δύο φύλα. Δηλαδή, ομοιάζει με το σώμα,
το οποίο έχει πολλά μέλη και το κάθε μέλος έχει τη δική του αποστολή, η οποία
με την αξία και τη μοναδικότητά της συμβάλλει στη γενική αρμονία.
Η Εκκλησία αναδεικνύει
συνεχώς μορφές Αγίων γυναικών, που τιμώνται
από τον λαό με ιδιαίτερο σεβασμό, όπως και σήμερα τιμά ευλαβικά τις
αγίες μορφές των γυναικών εκείνων, που την ώρα που
οι μαθητές φοβισμένοι κρύβονταν, οι γυναίκες γίνηκαν τολμηρές, άφοβες και
ατρόμητες. Η μεγάλη αγάπη τους έδωσε ανδρικό φρόνημα, γενναίο, ηρωικό και
απτόητο. Η αγάπη τους και η τόλμη τους γέμισαν τις καρδιές τους χαρά. Δεν
βρήκαν νεκρό να αλείψουν μύρα. Ο διδάσκαλός τους αναστήθηκε, όπως τους είχε
πει.
Ένας σύγχρονος κήρυκας του ευαγγελίου
γράφει ότι «οι μυροφόρες ελέγχουν την αδράνεια των σημερινών χριστιανών, που
έχουν και αυτοί επηρεαστεί από το πνεύμα της εποχής. Δεν έχουν στο κέντρο της
καρδιάς τους τον αναστημένο Χριστό.
Η δυνατή αγάπη των απλών και αδύναμων γυναικών τις κάνει να
τρέχουν στο μνήμα του Ζωοδότη.
Στις δύσκολες συνθήκες της ζωής οι γυναίκες μπορούν να γίνουν
μυροφόρες. Σε έναν κόσμο δυσώδη, σκοτεινό, αναίσθητο και εχθρικό. Η καλή
ευαισθησία τους, η πολλή στοργή τους, η μεγάλη υπομονή τους να γίνει βάλσαμο
παρηγοριάς, χάδι αισιοδοξίας και ασπασμός ζωής. Να μειωθούν οι
ενδοοικογενειακές εντάσεις, οι φιλικές οξύνσεις, οι εργασιακές διαφορές και η
ζωή να γίνει πιο ανθρώπινη».
Όντως, μυροφόρες δεν εκλείπουν και από τη σημερινή κοινωνική μας
ζωή. Τις αναγνωρίζουμε στα πρόσωπα των μητέρων, στα πρόσωπα των αφοσιωμένων συζύγων,
των εξαιρετικών δασκάλων, των πρόθυμων νοσοκόμων, των νέων και ντροπαλών
γιαγιάδων. Τις διακρίνουμε στα πρόσωπα όλων των γυναικών, οι οποίες με την
αγάπη τους δεν αναμυρώνουν τον κόσμο, αλλά τον γλυκαίνουν και τον ομορφαίνουν, τον
γαληνεύουν, τον ημερώνουν, τον παραμυθούν και τον φροντίζουν. Οι μυροφόρες δίδαξαν
και οι γυναίκες διδάχθηκαν πώς να προσφέρουν. Είναι πιο καρτερικές, πιο
ταπεινές και πιο ανθεκτικές.
Ας μιμηθούμε όλοι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» την τόλμη, το
θάρρος και την αφοσίωση των Αγίων Μυροφόρων Γυναικών δια να συναντήσουμε και
εμείς τον Αναστάντα Κύριο και να μας πει, όπως είπε σε μία εκ των Μυροφόρων «πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς· αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιωάν.20,17).