ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ
ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Η ΑΛΗΘΙΝΗ
ΛΑΤΡΕΙΑ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
Γύναι, πίστευσόν μοι!
Έρχεται ώρα και νυν εστίν, ότε οι
αληθινοί προσκυνηταί
προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»
προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»
Στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής ο Χριστός, δεν συναντάται,
εν πνεύματι και αληθεία μόνο με τη Σαμαρείτιδα, αλλά στο πρόσωπο αυτής
της γυναίκας συναντάται με ολόκληρη την αλλοτριωμένη ανθρωπότητα. Γιατί, ο Χριστός, δεν είναι κάποιος Ιουδαίος, που συναντάται και διαλέγεται με
μια Σαμαρείτιδα. Είναι ο Υιός του Θεού,
που κοινωνεί και επικοινωνεί με τους ανθρώπους προσφέροντας την άδολη και
αυθεντική, οντολογική Του αγάπη.
Ο Ιησούς Χριστός μεταθέτει το θέμα της αληθινής λατρείας του Θεού από τον
τόπο στον τρόπο. Ο Θεός Πατέρας πρέπει να λατρεύεται «εν
πνεύματι και αληθεία». Αυτή η αληθινή λατρεία του Θεού είναι μεν
κάτι το προσδοκώμενο και το αναμενόμενο, ως προς την πληρότητά του, αλλά
ταυτόχρονα εφαρμόζεται από την παρούσα ζωή, καθώς είπε, ότι «έρχεται
ώρα και νυν εστίν».
Η λατρεία του Θεού είναι εξόχως σημαντική στη ζωή της Εκκλησίας. Ο κάθε πιστός άνθρωπος, αισθάνεται πηγαία την
ανάγκη να λατρεύει τον Θεό. Ο Ιησούς
Χριστός στο διάλογό του με τη Σαμαρείτιδα αποσυνδέει τη λατρεία του Θεού από
τον τόπο και δεν δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν. Ο τόπος της λατρείας
του Θεού είναι πλέον το ίδιο το σώμα του Αναστάντος Κυρίου και αυτό φαίνεται
καθαρά και στο διάλογο του Ιησού Χριστού με το μαθητή του Ναθαναήλ: «απ’ άρτι
όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και
καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω.1,52). Αυτό δηλαδή που είναι εσχατολογικά αναμενόμενο είναι ήδη και
απτή πραγματικότητα. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο τόπος της λατρείας.
Η λατρεία προσδιορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Ο άνθρωπος
που πιστεύει, αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να λατρεύει το Θεό και να προσεύχεται
σ’ Αυτόν. Όσο, μάλιστα, πιο δυνατή είναι η πίστη, τόσο πιο μεγάλη είναι και η
ανάγκη για προσευχή. Εξάλλου η πίστη ενός ανθρώπου υποστηρίζεται και ενισχύεται
από την πίστη των άλλων. Σ’ αυτό έγκειται η σημασία της λειτουργίας και της
κοινής λατρείας του Θεού.
Μία λατρεία που σύμφωνα με τη βιβλική και αγιοπατερική αντίληψη, έχει έντονο κοινοτικό χαρακτήρα και διαμορφώνει
την στάση και την προσφορά του πιστεύοντος λαού, προς τον ζώντα και αληθινό Θεό,
που αποκαλύπτεται μέσα στο χρόνο και την ιστορία.
Ο αληθινός Θεός δεν λατρεύεται, ούτε προσκυνείται μέσα σε στενά εθνικά
και τοπικά όρια. Η λατρεία του Τριαδικού
Θεού πραγματοποιείται «εν πνεύματι και αληθεία» σε όλη την οικουμένη.
Σήμερα ο Κύριος διδάσκει την λατρεία, την προσκύνηση και την κοινή προσευχή που
αναπέμπουμε προς τον Θεό, μέσα από τον διάλογό του με την Σαμαρείτιδα γυναίκα,
την μετέπειτα αγία και ισαπόστολο Φωτεινή.
Η Σαμαρείτις δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τον λόγο του Χριστού, αναφέρει
ο υμνωδός. «Η δε, ως ανθρώπω διαλεγομένη και ου Θεώ, λαθείν
σπουδάζουσα έλεγεν. Ουκ έχω άνδρα και ο Διδάσκαλος (απαντά) προς αυτήν λέγει.
Αληθώς είπας, ουκ έχω άνδρα, πέντε γάρ έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου
ανήρ». (Ιδιόμελο Εσπερινού).
Η λατρεία είναι κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με το Θεό «εν
προσώπω Ιησού Χριστού» Είναι εκδήλωση αγάπης και ευγνωμοσύνης. Είναι αίνος και δοξολογία καρδίας. Είναι η εναπόθεση της
υπάρξεώς μας στην χάρι του Θεού, δηλαδή, στην πρόνοια, στην αγάπη και στην φροντίδα
Του.
Κέντρο της χριστιανικής λατρείας είναι η προσφορά της θυσίας του Χριστού, για
τη σωτηρία μας, καθώς δεόμεθα «Υπέρ της του κόσμου ζωής και
σωτηρίας». Με τη θυσία του Χριστού τελειώνει
η αρχαία λατρεία του Ισραήλ, που ήταν προορισμένη να εκφράσει και να διασώσει
την ταπεινή και ελπιδοφόρα προσδοκία της σωτηρίας. Η σωτηρία του ανθρώπου, χάρη
στη θυσία που ο Θεάνθρωπος προσέφερε πάνω στο σταυρό, είναι πλέον
πραγματικότητα. Και ο άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας
μετέχοντας στη θεία Ευχαριστία.
Η κοινωνία μας με το Θεό πραγματώνεται, μέσα στον
παρόντα χρόνο και μας προετοιμάζει για την αιώνια και πλήρη κοινωνία στον
μέλλοντα χρόνο. Η ευχαριστιακή κοινωνία είναι το κέντρο της νέας λατρείας και η
οδός, για τη νέα ζωή. Είναι η «εικών» και το «σημείον» της ουράνιας κοινωνίας και το μέσο για την
επίτευξη της.
Τα ουσιώδη γνωρίσματα της καινούργιας αυτής λατρείας
που εισάγει ο Χριστός είναι προσκύνηση και λατρεία «εν πνεύματι». Αυτό το νέο είδος λατρείας μπορούν να το
προσφέρουν μόνο οι αναγεννημένοι «εκ του Πνεύματος» (Ιω, 3,8). Όσοι, δηλαδή, έλαβαν τη σφραγίδα Του,
μετέχουν στη ζωοποιό χάρη Του και ακολουθούν τους νόμους Του.
Πνευματική λατρεία είναι εκείνη που δεν εξαρτάται
και δεν περιορίζεται σε εξωτερικές ενέργειες και τύπους, αλλά πηγάζει από την
ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Προσφέρεται «δια της ψυχής και της
του νου καθαρότητος», όπως διδάσκει
ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Λατρεύω τον Θεό «εν πνεύματι» σημαίνει, ότι αφιερώνω την ύπαρξη μου, τη σκέψη
μου, την καρδιά μου, τη θέληση μου στον Θεό. Προσηλώνομαι και ανταποκρίνομαι
ολοτελώς στην αγάπη Του. Αναδεικνύω τη ύπαρξη μου, ως θυσιαστήριο και ναό ατελεύτητης
δοξολογίας του μεγαλείου του Θεού.
Ένα άλλο σημείο της νέας λατρείας που επεσήμανε
στην Σαμαρείτιδα ο Κύριος είναι το «εν αληθεία». Λατρεύω τον Θεό «εν αληθεία», σημαίνει προσκύνηση και λατρεία του Πατρός
αληθινή, οντολογική. Λατρεία οντολογική σημαίνει πραγματική λατρεία. Η
δυνατότητα να λατρεύουμε οντολογικά οι άνθρωποι τον Θεό, μας δόθηκε με την
ενανθρώπηση και τη θυσία του Θεανθρώπου Χριστού.
Με την Ενανθρώπιση ο Κύριος φανέρωσε το μυστήριο
του Τριαδικού Θεού. Μας κατέστησε κοινωνούς της Θείας Οικονομίας Του, του σχεδίου
δηλαδή της σωτηρίας μας. Προσέφερε τη σωτηρία με τη σταυρική θυσία και την
ένδοξη Ανάστασή Του. Έτσι «ο Αναστάς εκ νεκρών Χριστός» είναι μυστηριακά παρών
ανάμεσα μας. Μας παρέχει τη δυνατότητα να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του
και να γινόμαστε, με τη συμμετοχή μας αυτή, όλοι ένα και μόνο σώμα, που δοξάζει
τον Πατέρα «εν Χριστώ» δια του Αγίου Πνεύματος.
Ένα
ερώτημα, που ισχύει για όλους μας είναι το εάν πραγματικά, λατρεύουμε τον Θεό «εν
πνεύματι και αληθεία». Δυστυχώς
οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσευχόμαστε και
λατρεύουμε το Θεό συχνά είναι επιφανειακός και ευκαιριακός. Έχει γίνει ένας τύπος,
χωρίς ουσία. Μία πράξη μηχανική. Μια συνήθεια και όχι μία προσωπική πνευματική
εμπειρία.
Ναι! Πάμε στο ναό, μετέχουμε στην θεία λειτουργία, κάνουμε
προσευχές, προσφέρουμε δώρα και τάματα. Όλα αυτά όμως γίνονται σαν μια συμβατική και
τυποποιημένη εκπλήρωση των θρησκευτικών μας καθηκόντων. Χωρίς να αναγεννιέται η
ύπαρξη και να μεταμορφώνεται η ψυχή μας. Εδώ ισχύει ο λόγος του Θεού, δια Προφήτου
Ησαΐου λέγοντος: «Είπε Κύριος· εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτού και εν τοις χείλεσιν αυτών τιμώσι με, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού,
μάτην δε σέβονταί με διδάσκοντες εντάλματα
ανθρώπων και διδασκαλίας». Δηλαδή: «Ο λαός τούτος με
πλησιάζει με τα λόγια του στόματος του και με τιμά μόνο με τα χείλη του, ενώ η
καρδιά του είναι μακριά από μένα» (29, 13).
Είναι καιρός να αντιληφθούμε ότι ο Θεός θέλει
προσευχή και λατρεία, που να πηγάζει μέσα από την καρδιά μας. Ευαρεστείται στην
προσευχή που προέρχεται από τα βάθη της υπάρξεως και η οποία εκφράζει τη θερμή
αγάπη και την πλήρη αφοσίωση της ψυχής μας.
Αξιώνει να του προσφέρουμε την ίδια την καρδιά
μας, για να γίνει ένοικος της καρδιάς μας
και να αναδειχθεί ο πιο υπέροχος τόπος λατρείας, ο πιο περίλαμπρος ναός, που θα
λατρεύεται και θα δοξάζεται. Ο ίδιος ο Θεός παραγγέλλει στην Π. Δ.: «Αγαπάν
αυτόν (τον Θεό) και λατρεύειν Κυρίω τω Θεώ σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ
όλης της ψυχής σου…» (Δευ.10,12).
Ο Θεός επιζητεί ακόμη τη θέληση και τον αγώνα
μας. Ευαρεστείται όχι στις υλικές προσφορές μας, αλλά με την οντολογική πίστη μας.
Ο Θεός ευαρεστείται με την προσπάθεια που καταβάλλουμε για να ακολουθήσουμε το
θέλημα Του και να ζήσουμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο Του, όπως επισημαίνει ο
Προφήτης Ωσηέ, ότι «Έλεον θέλω και ου θυσίαν, και
επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα» Ωσηέ(6, 6).
Η μεγάλη ελπίδα του σημερινού ανθρώπου, που
υποφέρει από μοναξιά και συμπιέζεται κάτω από την κυριαρχία της σύγχρονης
τεχνολογίας και ιδιαίτερα της κρίσης, είναι ο δρόμος της πίστεως. Η χαρά και η
ανάπαυση της προσωπικής συναντήσεως με τον Θεό. Στο χώρο της Εκκλησίας. Στο
κλίμα της προσευχής. Στην ατμόσφαιρα της θείας λατρείας. Μια λατρεία όμως, που
όπως ο Κύριος, την δίδαξε στην Σαμαρείτιδα και εκείνη τον υπάκουσε και έγινε η
Αγία ισαπόστολος Φωτεινή, έτσι τη διδάσκει και στον κάθε χριστιανό και βεβαίως
τη διδάσκει και σε εμάς σήμερα και πάντοτε, ότι πρέπει να προσφέρουμε πάντοτε
τη λατρεία μας, την προσευχή μας, την ύπαρξή μας ολόκληρη στο Θεό «εν
πνεύματι και αληθεία».