ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«απεκρίθη ουν αιτώ ο Κύριος και είπεν· υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτῳ ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;» (Λουκ. ιγ΄15,)
Η διήγηση της
σημερινής Ευαγγελικής περικοπής μας περιγράφει τη θεραπεία της συγκύπτουσας, γυναίκας,
η οποία ήταν κυρτωμένη και
ταλαιπωρούνταν επί δεκαοκτώ έτη. Όταν την είδε ο Χριστός, ένα Σάββατο που
δίδασκε στη Συναγωγή, την σπλαχνίστηκε, μας λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς, και με
ένα Του λόγο, χωρίς αυτή να το ζητήσει, τη θεράπευσε.
Ωστόσο το θαύμα αυτό,
αντί να κάνει τους σκληρόκαρδους φαρισαίους να χαρούν μαζί με όλο το λαό, για
τα θαυμαστά έργα του Θεού, προξένησε την αγανάκτηση του Αρχισυνάγωγου, ο οποίος
απευθυνόμενος στο πλήθος τους κάλεσε να προσέρχονται τις άλλες μέρες για να
θεραπεύονται και να μη «καταλύουν» την αργία του Σαββάτου.
Όμως, ο Ιησούς, μη πτοούμενος, από το εκρηκτικό και απρεπές
ύφος του Αρχισυναγώγου, του απαντά: «Υποκριτά! Ο καθένας δεν λύνει
το Σάββατο το βόδι του ή το γαϊδουράκι του για να πάει να το ποτίσει; Αυτή η γυναίκα,
που δεν είναι ζώο, αλλά παιδί του
Αβραάμ, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά που επί δεκαοχτώ χρόνια την είχε δέσει
ο διάβολος, επειδή σήμερα είναι Σάββατο»;