ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, εμοί
εποιήσατε»
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπως την παραθέτει ο
Ευαγγελιστής Ματθαίος, μας ομιλεί για τη δεύτερη Θεοφάνεια του Θεού, εις τους
ανθρώπους, η οποία φλόγιζε τις ψυχές των Αποστόλων κατά ένα ξεχωριστό και μοναδικό
τρόπο, για να Τον δουν, να έρχεται και πάλιν ένδοξος, θριαμβευτής, νικητής,
βασιλεύς αιώνιος, «εν πάσῃ τη δόξῃ και
τη δυνάμει αυτού».
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ο Χριστός θα
εμφανιστεί στους ανθρώπους δύο φορές και ότι η δεύτερη Παρουσία Του θα είναι ασύγκριτα
πιο λαμπρή και πιο ένδοξη από την πρώτη. Διότι στην πρώτη φανερώθηκε σε όλη την
έκτασή της η υπομονή του Χριστού, ενώ στη δεύτερη θα φανερωθεί όλη η δύναμη και
η δόξα της Βασιλείας Του.
Οι λόγοι αυτοί του Χριστού
παραπέμπουν στην ουσία του Χριστιανικού μηνύματος, που συνδέεται στενά με την
υποσχόμενη Βασιλεία των Ουρανών και τα άξια τέκνα, που θα την κληρονομήσουν.
Και πραγματικά, η επισήμανση αυτή του Κυρίου, δίνει το στίγμα του μεγαλείου του
ανθρώπου, που συνίσταται στην δημιουργία του, ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Ο
παράδεισος και η κόλαση δεν είναι απλώς η αμοιβή ή η τιμωρία, αλλά ο τρόπος με
τον οποίο θα βιώνει ο κάθε άνθρωπος τη θέα του Θεού. Το πρόβλημα είναι, το πώς
ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Θεό, ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα
μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία»
Του. Πώς τελικά θα κατορθώσει, να μετανοήσει, για να φθάσει στη «θέωση», που είναι ο μοναδικός
προορισμός του ανθρώπου.
Ο Χριστός, όταν λέγει «επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν,
εδίψησα, και εποτίσατέ με…», εννοεί, ότι πρέπει να βλέπουμε στο πρόσωπο
του συνανθρώπου μας, Εκείνον. Συνεπώς μιλά για τη συμπεριφορά του
ανθρώπου, προς τον συνάνθρωπο και ότι
αυτή, θα είναι το ουσιαστικό κριτήριο της Κρίσεως, κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Πράγματι, η συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό
του, είναι το καταλυτικό μέσο και κριτήριο δυνατότητας στη θέα του Θεού, δηλαδή
στην αγιότητα και στα αγαθά της αιώνιας ζωής.
Εάν κατορθώσει ο άνθρωπος,
να φθάσει στο υψηλό επίπεδο αγάπης, που θα βλέπει στο πρόσωπο του κάθε
συνανθρώπου του, τον ίδιο τον Χριστό, είναι βέβαιο, ότι θα σταθεί την στιγμή
της Κρίσεως, «εκ δεξιών αυτού» και
«τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην
υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».
Αγάπη
οντολογική και αυθεντική είναι, όταν πλησιάζει κανείς τον συνάνθρωπό του, όχι
σαν μια ευκαιρία, για «καλή πράξη» ή
για «εξάσκηση
της φιλανθρωπίας του», αλλά, σαν να
κοινωνεί με τον ίδιο το Θεό. Η αγάπη δεν εξετάζει στον «πλησίον», δεν εξετάζει στον συνάνθρωπο την εξωτερική του εμφάνιση, την
κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, την διανοητική του ικανότητα, αλλά
τον εκλαμβάνει και τον αποδέχεται, ως «πρόσωπο»,
δηλαδή, ως «εικόνα Θεού».
Κάποιοι
χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με πολιτικές,
οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν
το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του,
στις ανώνυμες οντότητες, όπως είναι οι τάξεις, οι ομάδες, οι φυλές κ.ο.κ. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λάθος. Είναι
φανερό ότι οι χριστιανοί στην πορεία της ζωής τους, ως πολίτες καλούνται να
φροντίζουν, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα
αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη,
αυτή καθαυτή, είναι κάτι διαφορετικό και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και
θα διαφυλαχθεί, αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει
μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία», που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η
χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα», γράφει ο π.
Αλ. Σμέμαν, που βοηθά να βλέπουμε το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου,
οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, για τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και
μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου, έστω και για
λίγες στιγμές, να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή
για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα
στον ίδιο το Θεό.
Ο Θεός
αγαπάει κάθε άνθρωπο, γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα
μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» ή το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η
χριστιανική αγάπη, λοιπόν, είναι η συμμετοχή σε αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το
δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη, γιατί αγάπη είναι η
ανακάλυψη του ανθρώπου, ως «πρόσωπο», η ανακάλυψη, δηλαδή, του συγκεκριμένου
και μοναδικού προσώπου μέσα στο γενικό σύνολο.
Συνεπώς
η χριστιανική αγάπη είναι διαφορετική από την κοινωνική δραστηριότητα, με την
οποία συχνά ταυτίζεται, κυρίως ο Χριστιανισμός της Δύσεως. Για έναν άνθρωπο, που
ασχολείται με κοινωνική δραστηριότητα, το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το
«πρόσωπο», αλλά ο «άνθρωπος», δηλαδή, μια αόριστη μονάδα, μέσα σε μια αόριστη
και αφηρημένη Ανθρωπότητα ή Κοινωνία. Όμως, για τη Χριστιανική διδασκαλία, ο
άνθρωπος είναι «αγαπητός», ακριβώς, γιατί είναι πρόσωπο. Στην κοσμική αντίληψη το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο, ενώ στη
διδασκαλία της Εκκλησίας, άνθρωπος θεωρείται μόνο το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός
εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για
το «γενικό συμφέρον».
Η
κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική», στην προσέγγισή της, λέγει
ο π. Αλ. Σμέμαν. Ενεργεί στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας,
που πρόκειται να έρθει ή να κερδηθεί.
Η Χριστιανική διδασκαλία ελάχιστα ενδιαφέρεται γι αυτό το μέλλον, αλλά στηρίζει
με έμφαση το «τώρα», που είναι ο
μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Γι’ αυτό ο Χριστός λέγει «τον
επιούσιον άρτον, δως ημίν σήμερον». Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν
η μια την άλλη, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν
ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή
είναι η περιοχή της «κοινωνικής» δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο
τούτο».
Γνωρίζουμε
ότι και σ’ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη
που διαρκεί και μεταμορφώνει, είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή
της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την
κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μ’ αυτή την αγάπη.
Η
παραβολή για την Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι
καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το
δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά
έχουμε ανάγκη απ’ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουμε ανάγκη να μας αναγνωρίζεται
η μοναδικότητα της ψυχής μας, στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της
δημιουργίας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο.
Γνωρίζουμε
ακόμη ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες
και διψώντες», ακριβώς, γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος
ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής
μας ύπαρξης, ο καθένας από εμάς δημιουργήθηκε υπεύθυνος, για μια μικρή θέση στη
Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του
Χριστού. Έτσι είτε έχουμε, είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε
αγαπήσαμε, είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε.
Η διαβεβαίωση του Χριστού,
ότι «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των
αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», είναι ο οδοδείκτης, για κάθε άνθρωπο,
διότι για να είναι ο άνθρωπος σε άμεση
κοινωνία με τον Θεό και τις άκτιστες ενέργειές Του, επιβάλλεται πρώτα να έλθει
σε επικοινωνία με τον συνάνθρωπό του και τότε ο Θεός τον ανταμείβει και του
αντιπροσφέρει τη δική Του Αγάπη και ευλογία, καθιστώντας τον κληρονόμο, της «από
καταβολής κόσμου ητοιμασμένης βασιλείας», ως στοργικός Πατέρας, αλλά και ως δίκαιος Κριτής, καθ’
ότι: «Ούτε ο έλεος αυτού άκριτος, ούτε η κρίσις ανελεήμων» κηρύττει
ο Μ. Βασίλειος.