Το αργό και ασταθές περπάτημα ενδέχεται να αποτελεί μία πρώιμη ένδειξη για τη νόσο Αλτσχάιμερ, υποστηρίζουν τρεις νέες επιστημονικές έρευνες, που συσχετίζουν το βάδισμα ενός ανθρώπου με την υγεία του εγκεφάλου του.
Σύμφωνα με τις μελέτες Ελβετών, Αμερικανών και Ιαπώνων επιστημόνων, που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της εταιρίας Αλτσχάιμερ στο Βανκούβερ του Καναδά, η προσεκτική παρατήρηση του βηματισμού μπορεί να προδώσει την προϊούσα έκπτωση των νοητικών λειτουργιών λόγω νευροεκφυλιστικής πάθησης.
Η έρευνα των Ελβετών επιστημόνων, με επικεφαλής τη Δρα Στεφανί Μπρίντεμποου του κέντρου Κινητικότητας της Βασιλείας, συνέκρινε το βάδισμα περίπου 1.200 ηλικιωμένων ασθενών που είχαν προβλήματα μνήμης, με το περπάτημα υγιών ατόμων. Όπως διαπιστώθηκε, μία επιβράδυνση και μία αλλαγή στο βηματισμό συνδέεται με την πρόοδο είτε μιας ήπιας άνοιας, είτε κανονικής νόσου Αλτσχάιμερ. Όσοι έχουν Αλτσχάιμερ, περπατάνε πιο αργά σε σχέση με όσους έχουν ήπια άνοια, ενώ οι τελευταίοι βαδίζουν πιο αργά σε σχέση με τους νοητικά υγιείς.
Στη δεύτερη μελέτη, ερευνητές που ασχολούνται με τη γήρανση στην αμερικανική κλινική Mayo, με επικεφαλής τον Δρ Ροντόλφο Σαβίκα, μελέτησαν τον τρόπο βαδίσματος περίπου 1.300 ηλικιωμένων ασθενών για μία περίοδο 15 μηνών, σε συνδυασμό με τη διενέργεια νοητικών τεστ. Και αυτή η έρευνα έδειξε ότι όσοι έχουν αρχίσει να εμφανίζουν απώλεια μνήμης και άλλες νοητικές δυσλειτουργίες, βαδίζουν πιο αργά και με πιο κοντό διασκελισμό.
Τέλος, μία ιαπωνική ερευνητική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Τοχόκου, με επικεφαλής τον Κενίτσι Μεγκούρο, μελέτησε 575 άτομα άνω των 75 ετών, πραγματοποιώντας μια σειρά από νευρολογικά, ψυχολογικά και σωματικά τεστ. Και σε αυτή την περίπτωση, οι επιστήμονες συμπέραναν ότι η ταχύτητα και η σταθερότητα του βηματισμού μειώνονται σημαντικά, καθώς αυξάνονται τα συμπτώματα της εγκεφαλικής άνοιας.
Και οι τρείς έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περπάτημα δεν πρέπει να θεωρείται κάτι ανεξάρτητο από τον εγκέφαλο, αλλά η υγεία του τελευταίου επηρεάζει καθοριστικά το πρώτο. Τα ευρήματα τους θεωρούνται πάντως ότι βρίσκονται σε προκαταρκτικό στάδιο, επειδή δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό.
Επίσης σε άλλες έρευνες που διεξάγονται, γίνονται παρεμβάσεις με στόχο τη ρύθμιση της χρονικής διάρκειας του ύπνου σε φυσιολογικά επίπεδα. Με την αντιμετώπιση των διαταραχών ύπνου ενδέχεται να μειώσουν τις πιθανότητες για Αλτσχάιμερ ή ακόμα και να εμποδίσουν τη νόσο, όπως παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Αλτσχάιμερ στο Βανκούβερ του Καναδά.
Ο Δρ. William Thies από την Εταιρεία Αλτσχάιμερ, τόνισε. ότι οι έρευνες που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο υποστηρίζουν ότι η γνωστική λειτουργία εξασθενεί μακροπρόθεσμα σε ανθρώπους με προβλήματα ύπνου.
«Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν εργαλεία που μας βοηθούν να παρακολουθούμε τη χρονική διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου έτσι ώστε να παρεμβαίνουμε και να αποκαθιστούμε τα προβλήματα. Παρεμβαίνοντας, ενδέχεται να βοηθάμε παράλληλα τους ανθρώπους να διατηρήσουν τη γνωστική τους υγεία, ωστόσο αυτό χρειάζεται περαιτέρω έρευνα», δήλωσε ο Δρ. Thies.
Μια από τις έρευνες που παρουσιάστηκαν διεξήχθη από τη Δρ. Elizabeth Devore του νοσοκομείου «Brigham and Women’s» της Βοστώνης και τους συνεργάτες της.
Όπως προέκυψε από τη συγκεκριμένη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 15.000 εθελοντές, οι άνθρωποι που κοιμούνται δυο ώρες περισσότερο ή λιγότερο σε καθημερινή βάση έχουν χειρότερη γνωστική λειτουργία συγκριτικά με όσους κοιμούνται επτά ώρες ημερησίως.
Μια άλλη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 1.300 γυναίκες άνω των 75 ετών, έδειξε ότι οι διαταραχές ύπνου μετά από πέντε χρόνια δημιουργούν προβλήματα στη γνωστική λειτουργία των ηλικιωμένων γυναικών.
«Μετά τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, η θεραπεία των διαταραχών ύπνου ίσως αναδειχθεί μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος για την καθυστέρηση της ανάπτυξης προβλημάτων γνωσιακής λειτουργίας και άνοιας», τόνισε σε δηλώσεις της η επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Kristine Yaffe.
Ρεπορτάζ από: tvxs.gr, econews.gr & real.gr