Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου γιορτάζουμε, τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι με το βαθύ φιλοσοφικό τους στοχασμό, τη μεγάλη και βαθιά τους
πίστη, τη θερμή αγάπη τους στον Θεό και τον άνθρωπο, αναδείχθηκαν
μεγάλοι παιδαγωγοί και οικουμενικοί διδάσκαλοι, επιφανείς ρήτορες και
συγγραφείς, πρότυπα φιλανθρωπίας και αρετής, διότι διαθέτοντας οι ίδιοι
ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, να συλλάβουν την ουσία της Παιδείας για
τον άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει κατάκτηση
γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της
Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και
επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον
και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε ο Αριστοτέλης του χριστιανισμού, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, παραβάλλεται, ως ο Πλάτωνας της χριστιανικής φιλοσοφικής σκέψης και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, σαν τον Δημοσθένη της χριστιανικής αγάπης.
Η
γιορτή αυτή δεν άρχισε να εορτάζεται, ως γιορτή της Παιδείας, αλλά, ως
γιορτή της Εκκλησίας, από τον Επίσκοπο Ευχαϊτών της Μ. Ασίας, Ιωάννη
(Μαυρόπους), ο οποίος συνέταξε τον 11ο αιώνα ακολουθία, με σκοπό να
τιμηθούν συγχρόνως και οι τρεις μεγάλοι Πατέρες, ως κήρυκες του
μυστηρίου της Αγ. Τριάδος. Με το πέρασμα του χρόνου, η καθαρά
εκκλησιαστική γιορτή, καθιερώθηκε στην Ελλάδα, εκ παραλλήλου και ως
γιορτή των γραμμάτων και γενικότερα της πνευματικής καλλιέργειας του
ανθρώπου, καθώς οι τρεις άγιοι Πατέρες, υπήρξαν αφ’ ενός οι εκφραστές
της γνήσιας Ευαγγελικής αλήθειας και αφ’ ετέρου ενσάρκωναν την παράδοση
όλων των Αγίων, διότι εντρυφώντας στα ελληνικά γράμματα, έγιναν άριστοι
γνώστες και συνεχιστές των ελληνικών γραμμάτων, γι’ αυτό η τιμή τους
επεκτάθηκε και ως σχολική εορτή, εξαιτίας της ευρυμάθειάς τους, το
ανεπανάληπτο θεολογικό και παιδαγωγικό τους έργο, με το οποίο κατάφεραν
να συζεύξουν αρμονικά την αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία, με
τη χριστιανική πίστη μέσα από το απαύγασμα της σοφίας και της εμπειρίας
τους, καθώς και της Θείας Φώτισης. Είχαν όπως συνήθιζε να λέγει ο
Μακρυγιάννης και τα δύο «πόδια γερά», είχαν δηλαδή πληρότητα παιδείας
και αγιοπνευματικής παραδόσεως.
Το
1826, ο Άγγλος ευγενής Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, βαπτισμένος
Ορθόδοξος από το 1791, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, του Α΄ Ελληνικού
Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, καθιέρωσε με τον καθηγητή Κωνσταντίνο
Τυπάλδο, τον μετέπειτα ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, τη
γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ως γιορτή της Ελληνικής και Επτανησιακής
παιδείας. Ο Γκίλφορντ, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Καθηγητής της
Οξφόρδης και Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, δεν τεμάχισε τον
Ελληνισμό, δεν ανακήρυξε προστάτες των γραμμάτων κάποιους αρχαίους
φιλοσόφους, που θα μπορούσε να το κάνει, ως ξένος, αλλά θέλησε να
γνωρίσει τον Ελληνισμό στην συνέχεια του, σ’ όλη την ιστορική του
πορεία, τον Ελληνισμό του μέλλοντος, αυτόν που διασώθηκε χάρη στην
ορθοδοξία, αφού οι μεγάλοι Πατέρες, ήταν αυτοί, που προήγαν τη γλώσσα,
δημιούργησαν γραμματεία εφάμιλλη της Αρχαίας Ελληνικής και πέρασαν στα
συγγράμματά τους τα αγαθά της ελληνικής παιδείας, αφού την αποκάθαραν
από την κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων,
όπως φαίνεται αυτό σαφώς στο γνωστό Λόγο του Μ. Βασιλείου « Προς τους
νέους».
Το
1842-43 το πανεπιστήμιο των Αθηνών μιμούμενο το παράδειγμα του
Γκίλφορντ, καθιέρωσε για το ελεύθερο πια Ελληνικό κράτος, τη γιορτή των
Τριών Ιεραρχών, ως γιορτή της Παιδείας. Έτσι πραγματοποιείται «η σύζευξη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας», που
λαμβάνει πια οικουμενικές διαστάσεις στην χωρίς σύνορα αυτοκρατορία,
που προσέλαβε και οικειοποιήθηκε την αλήθεια χάρη στις μεγάλες μορφές
των Αγ. Πατέρων, που ενσαρκώνουν και μεταδίδουν τη νέα πραγματικότητα.
Στη
σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού οι άγιοι Πατέρες δίνουν την
προτεραιότητα στην Ορθοδοξία με όλο το λυτρωτικό περιεχόμενό της, ώστε
να αποφεύγεται κάθε απόκλιση, όπως είναι η αίρεση. Έξω από την Ορθοδοξία
έμεινε ο παγανιστικός (νόθος) ελληνισμός, ως πτώση και αμαρτία. Ο
ελληνισμός, ως παιδεία, δεν απορρίπτεται. Αποκρούεται μόνον η
εκφιλοσόφηση της πίστεως και η απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσεως, να
οδηγήσει στη θεογνωσία, ως σωτηρία.
Μέσα
σ’ αυτήν τη ενότητα κινείται η παιδεία που μας παρέδωσαν οι τρεις
ιεράρχες. Η παιδεία που μορφώνει τον όλον άνθρωπο, που διακρατεί την
ιδιοπροσωπεία και την ιδιαιτερότητά μας, που αντλεί το περιεχόμενό της
από την βεβαιότητα της παρουσίας του Θεανθρώπου στη γη και από τη
δυνατότητα του ανθρώπου να προσλάβει μέσα από την ελευθερία του, το Θεό
και να γίνει δεκτικός της χάριτός του. Κινείται και αναπτύσσεται μέσα σ’
αυτήν τη δυαδική σχέση ζωής, που εξισορροπεί τις φυσικές δυνάμεις του
ανθρώπου και τον αναγάγει στο άκτιστο. Αυτό είναι το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ελληνορθόδοξου Ρωμιού.
Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών δεν είναι λοιπόν ανθρωπιστική, αλλά συνιστά υπέρβαση του ανθρωπισμού στην
αυθεντική του έκφραση και βίωση, ως ποιμαντική θεραπεία της ανθρώπινης
ύπαρξης, με μοναδικό στόχο τη θέωση του ανθρώπου και τον αγιασμό του
κόσμου και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Διότι στην σωτηριολογική προοπτική
του, ο Χριστιανισμός των Αγίων, επισημαίνει ο Καθηγητής π. Γεώργιος
Μεταλληνός, «είναι πολύ διαφορετικός από τον θρησκειοποιημένο
Χριστιανισμό του ευσεβιστικού ηθικισμού, αλλά και τον -κατά κανόνα-
εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό της διανόησης, ακόμη και της χριστιανικής.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι άγιοι θεούμενοι, και ως άγιοι σκέπτονται και
ενεργούν. Αυθεντική φιλοσοφία γι’ αυτούς είναι εκείνη που οδηγεί στη
«ζήτηση της αληθείας», όπως συνόψισε άλλωστε την ουσία της ελληνικής
φιλοσοφίας, στη θετική του αξιολόγηση γι’ αυτήν, ο άγιος Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς (1215). Πράγματι, οι Πατέρες δεν αποδίδουν
σωτηριολογικό χαρακτήρα στη θύραθεν σοφία, σε καμιά θεολογική τους
ανάλυση. Ο Θεός των φιλοσόφων και της φιλοσοφίας ουδεμία σχέση έχει με
τον Θεό των Αγίων μας. Όμως η θέση των Τριών Ιεραρχών έναντι της
φιλοσοφίας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εχθρική ή πολύ περισσότερο
ανθελληνική.
Είναι
γεγονός ότι και σήμερα η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών
Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα
οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές
διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ, γι’ αυτό και το
μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι «πάλιν και πολλάκις»
επίκαιρο και αυθεντικό. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες
αυθεντικές προσωπικότητες, που δεν διακρίθηκαν μόνο στη θεολογική αλλά
και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, με τη ριζοσπαστική
κοινωνική τους παρουσία, την ευρύτητα του πνεύματος και την κριτική
στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι
Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες
με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του
επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από
την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς
στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους
μεταφράσθηκαν στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις
ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως, δεν είναι λίγοι οι
ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών
Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της
Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας, τονίζοντας
την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του
έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από
την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Οι
Τρεις Ιεράρχες συνειδητοποίησαν, σαν ήταν ένας άνθρωπος ή σαν να
συνυπήρχαν στην ίδια εποχή και να ενεργούσαν συνεργαζόμενοι ότι έπρεπε
να χρησιμοποιήσουν, όπου αυτό ήταν απαραίτητο, το ένδυμα της ελληνικής
σοφίας στη χριστιανική εξ αποκαλύψεως γνώση του Θεού, την οποία έκαναν
κατανοητή στους ανθρώπους. Πρόσφεραν τη θεογνωσία, όπως την αναζητούσαν
εναγωνίως και επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους, όπως το αναφέρει ο
υμνωδός στο ύμνο τους: «Τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου
θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους
μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τον Μέγαν και Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την
γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες
ύμνοις τιμήσωμεν. Αυτοί γάρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν»!
Πέρα,
όμως, από το διδακτικό και ποιμαντικό τους έργο αξιοθαύμαστη και
πολύτιμη είναι τόσο η πνευματική όσο και η πολιτιστική προσφορά των
Τριών Ιεραρχών. Αρκεί και μόνο να επισημανθεί, ότι από το σύνολο των 161
τόμων της Ελληνικής Πατρολογίας (Patrologiae Graeca), το συγγραφικό
έργο μόνο των Τριών Ιεραρχών καταλαμβάνει 21 τόμους της πατρολογίας. Οι
Τρείς Ιεράρχες, οι κορυφαίες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας, δεν ήταν
μόνο εξέχοντες πατέρες και διδάσκαλοι της χριστιανοσύνης, αλλά και
απαράμιλλα πρότυπα αξίων ποιμένων και σοφών θεολόγων, γι' αυτό και
αξίζουν της απόδοσης τιμής και ευγνωμοσύνης, διότι όντως «Αυτοί γάρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν»!