Η ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ
ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ
Του
Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Έχουμε
ήδη αποσύρει κάθε είδους ημερολογίου του περασμένου έτους 2011, αφού πλέον εισήλθαμε
αισίως στο νέο έτος το 2012, όπου τα γεγονότα εξελίσσονται και καταγράφονται
καθημερινά. Όλοι μας επωμισθήκαμε ένα ακόμη έτος, χωρίς να μπορούμε να
γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει ή τι πρόκειται να συμβεί. Αυτό το άγνωστο μας προκαλεί δικαιολογημένα
φόβο και αγωνία, καθώς επιβεβαιώνεται το προ τριετίας σύνθημα «Merry crisis and a happy new fear», αφού ως Χώρα και Λαός είμαστε
στον αστερισμό του «μνημονίου» και
δεν μπορούμε ούτε να προγραμματίσουμε, αλλά ούτε να προβλέψουμε ή να
οργανώσουμε το προσωπικό, το οικογενειακό και το κοινωνικό μας μέλλον.
Ο «Χρόνος» για τον άνθρωπο ήταν και είναι ένα μυστήριο που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί την θεολογία και την φιλοσοφία διότι η πρόσθεση κάθε νέου έτους στους ώμους εκάστου ανθρώπου είναι αλήθεια ότι μας οδηγεί πλησιέστερα στα έσχατα, στην τελική κρίση.
Ο «Χρόνος» για τον άνθρωπο ήταν και είναι ένα μυστήριο που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί την θεολογία και την φιλοσοφία διότι η πρόσθεση κάθε νέου έτους στους ώμους εκάστου ανθρώπου είναι αλήθεια ότι μας οδηγεί πλησιέστερα στα έσχατα, στην τελική κρίση.
Παρά ταύτα όλοι μας αυτές τις μέρες στις ευχές που δώσαμε και πήραμε, διατηρήσαμε
την ελπίδα και την αισιοδοξία, ευχόμενοι και τούτο το νέο έτος για τις προσδοκίες μας, για την
πολύτιμη υγεία μας, για την ευτυχία μας, για την ευημερία μας, καθώς και για την
επίτευξη των προσωπικών και επαγγελματικών στόχων. Προσμένουμε,
δηλαδή, ότι ο νέος χρόνος θα φέρει γεγονότα ή καταστάσεις, που θα βελτιώσουν,
πρωτίστως την ατομική ψυχολογία μας και ακολούθως την προσωπική μας ανάκαμψη
και ευημερία, πέρα και έξω από τα δυσάρεστα γεγονότα του περασμένου χρόνου. Και
καλώς πράττουμε, γιατί εμείς ορίζουμε και τις πράξεις και το μέλλον μας. Ωραίες είναι οι ευχές, αλλά δεν λένε τίποτα αν
δεν τις πιστέψουμε οι ίδιοι. Η ανακαίνιση του χρόνου μπορεί να συμβεί μόνο
σε υπαρξιακό-βιωματικό επίπεδο.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν ευθύνεται για τα
ωραία ή τα άσχημα που μας συμβαίνουν. Ο ένας χρόνος έρχεται μετά τον άλλον. Ίσως αυτό να είναι και το πλέον σοβαρό
υπαρξιακό μας πρόβλημα, καθώς έχουμε τη βεβαιότητα, ότι η παρέλευση ενός ακόμη
έτους μας οδηγεί γρηγορότερα στο θάνατο. Αν όμως το δούμε μέσα από την
προοπτική της αιωνιότητας, τότε θα κατορθώσουμε να κάνουμε υπέρβαση του χώρου
και του χρόνου και η αιωνιότητα θα γίνει ο νέος χρόνος, η νέα προοπτική του
μέλλοντός μας, που ανακαινίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας, όπου σ’ αυτό τον νέο
άχρονο χρόνο δεν έχει καμία σημασία το κοσμικό μας παρόν, διότι το μεταϊστορικό
μας «γίγνεσθαι», μας οδηγεί σε νέα ζωή και στη νίκη του θανάτου. Δηλαδή ζώντας
κανείς την αιωνιότητα μαζί με τον χρόνο καταργεί το θάνατο και βρίσκεται δε
διαρκή κοινωνία με τον Αιώνιο Θεό, χωρίς πια την αμαρτία, διότι αυτό μας βεβαίωσε
ο Χριστός λέγων ότι, «Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.
6,47). Και τότε η ζωή μεταμορφώνεται σε χαρά και ή ύπαρξη σε αγαλλίαση, ενώ ο
χρόνος αποκτά το πραγματικό του νόημα δια της ενώσεως με την αιωνιότητα μέσα
στην Θεανθρώπινη ζωή του Χριστού.
Οντολογικά ο χρόνος έχει μία λογική, η οποία μας βοηθά να εισέλθουμε,
δια του Λόγου στην αιωνιότητα. Δηλαδή αυτός
που θα βιώσει το χρόνο, έχει τη δυνατότητα να προγευθεί την αιωνιότητα. Το αντίθετο είναι για τον άνθρωπο βασανιστική κόλαση. Γιατί η πραγματική κόλαση, δεν είναι τα γεμάτα
από καυτό νερό καζάνια ή οι φλόγες του πυρός, αλλά το μαρτύριο να ζούμε χωρίς
τη θέα του Θεού.
Συνεπώς, ο χρόνος αποκαλύπτει την οντολογική
αλήθεια της ζωής του ανθρώπου. Και η αλήθεια αυτή συμβαδίζει με τη φθορά και
τον θάνατο. Αν ο άνθρωπος δεν βιώσει και δεν αποδεχθεί υπαρξιακά αυτή την
πραγματικότητα, μένει ξένος προς την αλήθεια της ζωής και της υπάρξεώς του,
διότι ο χρόνος δεν είναι διάφορος της αιωνιότητας, αλλά ταυτίζεται και
περικλείει την πρόγευσή της. Η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά από τον χρόνο,
αλλά αρχίζει μέσα σ’ αυτόν. Με τον Χριστό το έσχατο προσφέρεται μέσα στο παρόν,
διότι ό Χριστός με την ζωή Του, τη διδασκαλία Του, τον θάνατό Του και την
Ανάστασή Του, έδωσε στον άνθρωπο την προοπτική της αιωνιότητας. Μετά τον Χριστό κάθε στιγμή της Ιστορίας
προσλαμβάνει εσχατολογικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό βιώνοντες τον χρόνο και ζώντες στο
παρόν, βρισκόμαστε στο μέσο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Απόστολος
Παύλος λέγει περί του παρελθόντος ότι «πίστει
νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας»
(Εβρ. 11,3), Περί δε του μέλλοντος ότι «εκ
πίστεως ελπίδα δικαιοσύνης απεκδεχόμεθα» (Γαλ. 5, 5).
Ο Άγιος Ειρηναίος λέγει ότι «ο Θεός έγινε έγχρονος, δια να γίνωμεν
ημείς οι έγχρονοι άνθρωποι, αιώνιοι». Δηλαδή, ότι το «χρονικό κορυφώνεται
εις το αιώνιο ήδη, εδώ στη γη». Ο Χριστός, κατά τον Παύλο Ευδοκίμωφ, δεν
καταλύει τον χρόνο, αλλά τον πληροί, του δίδει νέα αξία και τον εξαγοράζει. Τα
αληθινά γεγονότα δεν χάνονται, αλλά μένουν, ως παρακαταθήκη, μέσα στη μνήμη του
Θεού. Η ευχή δια τους νεκρούς ζητά από τον Θεό να τους διατηρήσει στη μνήμην
του: «μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων
επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή η αναφορά αποδεικνύει, ότι η
αιωνιότητα του ανθρώπου δεν αποτελεί απουσία του χρόνου, αλλά πλήρωση αυτού. Το
νέο έτος αποτελεί διά τον καθένα πρόκληση και ταυτόχρονα πρόσκληση προς την αιωνιότητα του Θεού. Ο Απόστολος
Παύλος εις την Α΄ προς Τιμόθεο επιστολή του συμβουλεύει: «επιλαβού της αιωνίου ζωής» και
στην Α΄ Κορ. γράφει ότι «ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα
οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω, ως μη καταχρώμενοι, παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου
τούτου».
Ο χρόνος, λοιπόν, έχει νόημα σωστικό και
αποτελεσματικό στο κάθε παρόν. Διαρκούντος του παρόντος, πρέπει να γίνουν οι
σωστές επιλογές και να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις. Η σωτηρία ή η απώλεια
ευρίσκεται σε συνάφεια με το εκάστοτε παρόν. Για τον άνθρωπο τελικά ο χρόνος
είναι ελπίδα. Ιδιαίτερα για όσους «εις
Χριστόν» βαπτισθήκαμε και πιστεύουμε είναι ελπίδα Αναστάσεως και υπέρβαση
της φθοράς και του θανάτου. Είναι δοξολογία, προσευχή και ευχαριστία, ιδιαίτερα
τούτες τις Άγιες και Ιερές ημέρες, που ακόμη διανύουμε.
Άριστα, λοιπόν πράξαμε, παρά τις δυσκολίες
και τα προβλήματά μας, που ανταλλάξαμε ευχές. Και μάλιστα αισιόδοξες. Όμως δεν πρέπει, να λησμονούμε, ότι χρειάζεται
και ο δικός μας αγώνας και η δική μας προσπάθεια, δια να γίνουν πραγματικότητα
οι ευχές των συγγενών και φίλων. Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει, ιδίως την
πρωτοχρονιά: «Βλέπετε ουν πώς ακριβώς
περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ.
5, 16). Και «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν η ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ.
6, 2).
Κλείνοντας, ας θυμηθούμε και τον
Απόστολο Πέτρο, που προτρέπει: «Εν φόβω
τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε, ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή
χρυσίω, ελυτρώθητε, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, ώστε
την πίστιν υμών και ελπίδα είναι εις Θεόν» (Α’ Πέτρου 1, 17 -21).
Αίσιος και δημιουργικός ο νέος χρόνος
για όλους μας!