Η ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (ΠΑΛΑΜΑ)
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Ο π. J. Meyendorff γράφει στο A study of Gregory Palamas, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood , New York 1998, p.228, ότι «δεν υπάρχει κανείς Βυζαντινός Θεολόγος των μέσων χρόνων, που δεν έλαβε μέρος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ατέλειωτη διαμάχη για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ο ιερός Γρηγόριος Παλαμάς, η διδασκαλία του οποίου για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος υπήρξε ουσιαστικά καί η εκκίνηση της όλης θεολογικής του πορείας».
Όντως, αφορμή της θεολογικής παρέμβασης του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ήταν η αντίθεσή του στις απόψεις του Βαρλαάμ, ενός ικανού θεολόγου και φιλοσόφου, στον οποίο ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄, ανέθεσε το 1334 να διεξαγάγει τον διάλογο με την αντιπροσωπία του πάπα και της Δυτικής Εκκλησίας, στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να επέλθει η ένωση των δύο Εκκλησιών.
Όντως, αφορμή της θεολογικής παρέμβασης του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ήταν η αντίθεσή του στις απόψεις του Βαρλαάμ, ενός ικανού θεολόγου και φιλοσόφου, στον οποίο ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄, ανέθεσε το 1334 να διεξαγάγει τον διάλογο με την αντιπροσωπία του πάπα και της Δυτικής Εκκλησίας, στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να επέλθει η ένωση των δύο Εκκλησιών.
Ο Βαρλαάμ αντέκρουσε μεν, τα επιχειρήματα των Δυτικών, ο τρόπος δε, που θεολόγησε και η χρησιμοποίηση της διαλεκτικής μεθόδου, κυρίως στο ζήτημα του Filioque, θεωρήθηκε ότι έτεινε προς θεολογικό αγνωστικισμό.
Γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, με σκοπό τη διασάφηση της αυθεντικής Ορθοδόξου διδασκαλίας, συγγράφει το 1335, δύο Αποδεικτικούς Λόγους, περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όχι τόσο ως απάντηση στον Βαρλαάμ, όσο ως διευκρίνιση προς τους Λατίνους εκπροσώπους και κατ’ επέκταση στη Δυτική Εκκλησία, διότι έκρινε ανεπαρκείς τις θεολογικές θέσεις του Βαρλαάμ στον μεταξύ τους διάλογο, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ακόμη διαρκεί.Ο ιερός Πατήρ δεν περιορίζεται μόνο στην αντίρρησή του, αλλά δομεί μέσα από την ήδη υπάρχουσα πατερική γραμματεία, τη δική του άποψη, συμβάλλοντας θετικά στο έτι τρέχον θέμα, για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Το παρόν απόσπασμα, εκ του Β΄ Λόγου του, μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε την βαθειά θεολογική του γνώση και επάρκεια, η οποία αξίως τον καθιστά μεταξύ των μεγάλων θεολόγων και πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Απόσπασμα: Λόγος Β΄ παρ 73, Γρηγορίου Παλαμά, Περί Εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος.
«Το Πνεύμα το άγιον προ αιώνων και επ’ αιώνας και έτι ιδιαίτατον μεν έχει της ιδιοτρόπου υπάρξεως το εκ του πατρός, της μόνης πηγαίας Θεότητος, εκπορεύεσθαι , τουτέστιν εκ της υπερθέου εκείνης ουσίας καθ’ υπόστασιν μόνην την πατρικήν. Ούτω δε ον εκ του πατρός ούτε αυτού διίσταται ποτέ, και τω υιώ ουχ ήττον ήνωται ουσιωδώς τε και αδιαστάτως, αυτώ τε επαναπαυόμενον και ίδιον αυτού υπάρχον και εν αυτώ φυσικώς διατελούν αεί. Αυτός γάρ εστίν ο του πνεύματος ταμίας. Ουδέν ουν καινόν, ει και εξ‘ αυτού και εκ της φύσεως αυτού προϊέναι λέγεται, καθ‘ υπόστασιν μέντοι την πατρικήν και δι‘ αυτού και εξ‘ αυτού φυσικώς και δίδοται και πέμπεται και προχείται και προέρχεται, δι’ αυτού διδόμενόν τε και φανερούμενον, ει δε βούλει και εκπορευόμενον προς ους άξιον. Και εκπόρευσιν γαρ είπουπερ αν εν τοις τοιούτοις ακροάση την φανέρωσιν νόει».
Το ουσιώδες της παρούσης διδασκαλίας «περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο του Γρηγορίου του Παλαμά, είναι στο ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα, ο οποίος είναι πηγή της Θεότητος, «καθ’ ύπαρξιν και κατ’ ενέργειαν». Δηλαδή, ο Άγιος Γρηγόριος δέχεται «διττή» πρόοδο του Αγίου Πνεύματος.
Η «καθ’ ύπαρξιν» πρόοδος του Αγίου Πνεύματος είναι η άχρονη υποστατική πρόοδος του Πνεύματος από μόνο τον Πατέρα. Τα χαρίσματα αυτής της «αφράστου και απερινοήτου κινήσεως», περιγράφονται με ενάργεια από τον άγιο Γρηγόριο, ως εξής: «Έστι δε καί η αναιτίως τε και απολελυμένως πάντῃ και υπέρ ευδοκίαν και φιλανθρωπίαν, ως μη κατά θέλησιν αλλά κατά φύσιν μόνην εκ του πατρός ούσα προαιώνιος και υπερφυεστάτη του πνεύματος εκπόρευσις και κίνησις και πρόοδος». Ήτοι, το Άγιο Πνεύμα έχει μεν ως μόνη πηγή ολόκληρη τη Θεότητα, αλλά εις ό, τι αφορά την υπόστασή Του, μόνο εκ του Πατρός πηγάζει, καθώς ο άγιος Γρηγόριος λέγει: «πηγάζει εκ της θείας φύσεως, αλλά καθ’ υπόστασιν μόνην την πατρικήν». Στην προσπάθεια να αποδείξει και να καταδείξει ο ιερός Πατέρας το γεγονός επιμένει ότι η «καθ’ ύπαρξιν πρόοδος του Αγίου Πνεύματος» αποτελεί υποστατικό ιδίωμα μόνο του Πατρός καί όχι ιδίωμα της κοινής Ουσίας και στις τρείς Θείες υποστάσεις, διότι αν το «γεννάν» και το «εκπορεύειν» ήταν συστατικό της μιας και μόνης Θείας Ουσίας, τότε θα γεννιόταν και ο Υιός από το Άγιο Πνεύμα καί το Άγιο Πνεύμα θα εκπορευόταν και από τον Υιό.
Επομένως κατηγορηματικά ο ιερός Πατέρας, αποφαίνεται ότι το μοναδικό αίτιο στην Αγία Τριάδα είναι ο Πατήρ, «όπερ άμφω, το τε γεννάν και Πατήρ αίτιος και μόνος αρχή και πηγή θεότητος εστίν». ( Β΄ 36 ) Και συνεχίζει λέγων: «Εκεί δε, πάντῃ τε και πάντως εις Πατήρ, εις αίτιος. Ου γάρ ἐστι το γόνιμον αμφοίν, αλλά μία πηγαία θεότης, ὁ Πατήρ.»
Επομένως, το Άγιο Πνεύμα «παρ’ αυτού δε μόνου του Πατρός εκπορεύεται αχρόνως και αναιτίως, Αυτόν (τον Πατέρα) μόνον έχον αιτίαν εαυτού τον μόνον αγέννητον Πατέρα». Ο άγιος Γρηγόριος υπερασπίζεται την υπόσταση του Θεού Πατέρα, ως την μόνη αρχή, η οποία θεωρεί ότι διασπάται με τη διατύπωση του Filioque. Όντως είναι προφανές ότι αν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και «εκ του Υιού», τότε συνυπάρχουν δύο αιτίες ή αρχές ήτοι: ο Πατήρ καί ο Υιός.
Αν δηλαδή, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και «εκ του Υιού», τότε και ο Υιός θα είναι συγχρόνως αίτιος με τον Πατέρα και ακόμη, αν και ο Υιός έχει το ιδίωμα του «εκπορεύειν», τότε θα υπάρχουν δύο αίτια και δύο αιτιατά στην Αγία Τριάδα, με τελικό αποτέλεσμα σύγχυσης των φύσεων και των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Συνεχίζων το σκεπτικό του ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι, αφού δεχόμαστε, ότι στην Αγία Τριάδα υπάρχουν ή υποστατικά ή κοινά ιδιώματα, αν το «εκπορεύειν» είναι κοινό στον Πατέρα καί στον Υιό, τότε θα είναι κοινό και στο Άγιο Πνεύμα και τότε «τετράς έσται η Τριάς και το Πνεύμα γαρ εκπορεύσει έτερον πνεύμα». Δηλαδή ξεφεύγουμε οριστικά από την Αγία Τριάδα και πιστεύουμε σε Πολυθεΐα.
Ο άγιος Γρηγόριος με ενάργεια και οξυδέρκεια αντικρούει ακόμα και την έμμεση εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, η οποία τοποθετεί τον Υιό ανάμεσα στον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, αντί του παραδεδεγμένου ότι ο Πατήρ είναι η ένωση των άλλων δύο προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο ιερός Γρηγόριος οικειώνεται στη θεολογία του, τις θεολογικές απόψεις των Πατέρων της Ανατολής, εις ό, τι αφορά την πρωταρχικότητα των υποστάσεων έναντι της ουσίας. Θεωρεί το δόγμα της διπλής εκπορεύσεως, της υποστατικής δηλαδή προόδου του Αγίου Πνεύματος, εκ του Πατρός καί εκ του Υιού, ως μία απειλή στις ιδιότητες των υποστάσεων. Το γεγονός ότι ο Θεός είναι Ένας καί Τριαδικός και συγχρόνως το γεγονός ότι η μία υπόσταση (του Πατρός) είναι κοινό αίτιο των άλλων δύο αποτελεί τη συγκεφαλαίωση του μυστηρίου της οικονομίας κατά τον Άγιο Γρηγόριο. Το Άγιο Πνεύμα επομένως δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται από μόνο τον Πατέρα, καθώς λέγει χαρακτηριστικά ότι «ου το απλώς εκπορευτόν ίδιον του Αγίου Πνεύματος, αλλά το εκ του Πατρός εκπορευτόν».
Εκτός όμως, από την «καθ’ ύπαρξιν» πρόοδο του Αγ. Πνεύματος από τον Πατέρα, ο Άγιος Γρηγόριος αποδέχεται την πρόοδο του Αγίου Πνεύματος «κατ’ ενέργειαν», η οποία μάλιστα είναι, και έγχρονη καί άχρονη. Τα χαρίσματα της «κατ’ ενέργειαν» έγχρονης προόδου του Αγίου Πνεύματος, την οποία συγκαταβατικά ο Άγιος Γρηγόριος δέχεται να ονομαστεί «εκπόρευσις», τα διατυπώνει με σαφήνεια λέγων ότι η πρόοδος αυτή ενεργείται εκ Πατρός δι’ Υἱοῦ, αλλά και εκ του Υιού ακόμη. Ονομάζεται δε, ευδοκία, αποστολή, δόσις, συγκατάβασις και γίνεται μόνο διά φιλανθρωπία και για συγκεκριμένο σκοπό ή αιτία.
Η «κατ’ ενέργειαν» πρόοδος του Αγίου Πνεύματος είναι φυσικό ιδίωμα της Αγίας Τριάδος, ως δωρεά και χάρις του Αγίου Πνεύματος, όχι η υπόστασή Του, την οποία δεν μπορεί κανείς να λάβει. Αυτή η πρόοδος του Αγίου Πνεύματος ενεργείται από τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά καί από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, ως κοινό ιδίωμα της Αγίας Τριάδος, φανερώνοντας «το ομοφυές», «το ομότιμο» και «την ομοβουλία» των τριών θείων Υποστάσεων.
Σημαντική είναι καί η επισήμανση που κάνει ο Γρηγόριος σχετικά με την σύγχυση των Λατίνων, που ταυτίζουν αΐδια την «εκπόρευση» και την «εν χρόνω αποστολή» του Αγίου Πνεύματος. Συνέπεια αυτής της ταυτίσεως είναι η αντίληψή τους, ότι το Άγιο Πνεύμα έχει την υπόσταση του και «εκ του Υιού», δηλαδή το Filioque.
Ο εκ των κορυφαίων, λοιπόν, θεολόγων του ΙΔ΄ αιώνα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στη διδασκαλία του, για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποιεί ολόκληρη την Εκκλησιαστική γραμματεία και διδασκαλία των Καππαδόκων Πατέρων, όπως του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του Ιερού Φωτίου καί του Πατριάρχου Γρηγορίου Β΄ του Κύπριου. Έτσι, πραγμάτωσε τη δική του συμβολή θέμα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, η οποία συνίσταται:
1ον) Στην διατύπωση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ της θείας φύσεως, «καθ’ υπόστασιν» από τον Πατέρα μόνον.
2ον) Στην διευκρίνηση ότι η άχρονη υποστατική προέλευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατέρα διακρίνεται ριζικά από την «κατ’ ενέργειαν» φανέρωση του Αγίου Πνεύματος εν χρόνω, που αποτελεί ενιαία τριαδική ενέργεια.
3ον) Στην επισήμανση ότι η «κατ’ ενέργειαν» φανέρωση του Αγίου Πνεύματος δεν είναι μόνο έγχρονος, αλλά καί άχρονος μέσα στην αΐδια κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.