Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου«εν οίδα, ότι τυφλός ων, άρτι βλέπω»!
Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας Η ευαγγελική περικοπή μας οδηγεί στη σκέψη, ως ορθόδοξοι Χριστιανοί, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που δεχθήκαμε τη στιγμή της Βαπτίσεώς μας
Οι περισσότεροι εξ' ημών, διαθέτουμε την όρασή μας και χαιρόμαστε την κτίση και την ωραιότητά της. Το ερώτημα είναι αν οι εξωτερικοί οφθαλμοί μας οδηγούν στη θέα του Θεού και στη Θέωση, όπως οδηγήθηκε ο «εκ γενετής τυφλός», ο οποίος μάλιστα μειονεκτούσε ένατι ημών, αφού δεν είχε το κτιστό φως.
Όντως ο «εκ γενετής τυφλός» δεν είχε εξωτερικούς οφθαλμούς για να βλέπει το κτιστό φως. Είχε όμως εσωτερικούς οφθαλμούς, που έβλεπε το άκτιστο Φως με αποτέλεσμα όταν τον πλησίασε ο επί γης Θεός, ο Θεάνθρωπος Χριστός, απέκτησε και το κτιστό φως.
Συνεπώς ο άνθρωπος κατέχοντας το άκτιστο Φως, βλέπει και ενώνεται με τον Θεό. Το βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, με τους πνευματικούς οφθαλμούς, οι οποίοι πραγματώνουν την ένωσή του με τον Θεό, που γίνεται γνώση του Θεού, η οποία είναι υπέρ την ανθρώπινη γνώση και αίσθηση.
Τον «εκ γενετής τυφλό» της ευαγγελικής περικοπής, επισκέφθηκε ο ίδιος ο Χριστός και ενώθηκε μαζί Του. Εμείς περιμένουμε τον Παράκλητο, για να ενωθούμε μαζί Του.
Πράγματι, η ένωση αυτή του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται όταν έλθει ο Παράκλητος στον προσευχόμενο, που αναμένει την επαγγελία του Θεού, για τον οδηγεί στη θέα του Θεού, η οποία είναι εκείνη που δείχνει την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.
Έτσι η θέωση, που είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής, είναι εμφάνεια, είναι φανέρωση του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η θέα του ακτίστου Φωτός είναι εκείνη, που δημιουργεί την πνευματική ευφροσύνη, το θάρρος και την παρρησία στην ψυχή και στη συμπεριφορά του ανθρώπου, σαν αυτή που επέδειξε ο ευεργετηθείς τυφλός, όταν τον εξέταζαν με περιέργεια οι γείτονες και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ενοχλήθηκαν, διότι ήταν Σάββατο η ημέρα της θεραπείας του. Όμως αυτός με θάρρος τους απαντά: «Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν. Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν τι εποίησέ σου; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Απεκρίθη αυτοίς· είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί».
Διακρίνουμε στο ύφος της απάντησης του Τυφλού, ότι μιλά με άνεση και τόλμη, ενώ προηγουμένως οι γονείς του κράτησαν μια ουδετερότητα στις διευκρινίσεις τους, όταν οι Φαρισαίοι τους ρώτησαν: «ούτος εστίν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πώς ουν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον: οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πώς δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε».
Από τα γενόμενα διακρίνουμε την πλήρη σωματική και πνευματική αποκατάσταση της υγείας του Τυφλού και απολήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα, ότι το τέλος της θεραπείας, όχι μόνο του συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά του κάθε ανθρώπου είναι η θέα του ακτίστου Φωτός, η οποία κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι γνώρισμα του Φωτός εκείνου, είναι η γινομένη στην ψυχή κατάπαυση των ηδονών και των παθών και επιφέρει την των λογισμών ειρήνη και κατάσταση, ανάπαυση και πνευματική χαρά, περιφρόνηση της δόξας των ανθρώπων και συγχρόνως ταπείνωση, που είναι συνδεδεμένη με απόλυτη αγαλλίαση.
Δια το άκτιστο θείο φως, ο Ιδρυτής της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου στο Essex της Μ. Βρετανίας, Γέροντας Σωφρόνιος γράφει στο βιβλίο του: Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης [(1866-1938), Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200] τα κάτωθι:
«Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία ουκ εστίν ουδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως. Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο, ως άυλη αίσθηση του άυλου, ως αίσθηση νοερή και όχι λογική, ως αίσθηση με εξουσιαστική δύναμη που κατευθύνει τον άνθρωπο σε άλλο κόσμο, τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει, αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα του ή εκτός του σώματός του. Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του, τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από την αγάπη του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Μ' αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται η θέα του φωτός, ενός φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομοιώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ' αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται, δεν έρχεται ούτε απ' έξω, ούτε από μέσα, αλλ' αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του Θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πει, αν βρέθηκε σ' έκσταση, δηλαδή, αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται την επιστροφή στο σώμα.
Το Θείο Φως είναι ορατό άσχετα από συνθήκες. Είναι ορατό και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένει με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπει ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. Αυτήν την όραση οι Άγιοι Πατέρες την ονομάζουν «όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς». Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ' όλα, με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο (ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε) προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι Φως νοερό, Φως πνευματικό, Φως αγάπης, Φως ζωής.
Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχει φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα. Τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ' ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ' ακόμη ατελές, ενώ η αγάπη είναι τέλειο φως.
Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ' άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήσει, ούτε πολύ περισσότερο, να εκπληρώσει τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.
Όποιος δεν είδε με δύναμη και πίστη το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή δύναμή του. Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας, την κτιστή φύση. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ' οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ' έρχεται αποκλειστικά, ως δώρο του Ενός Αγαθού.
Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι' αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήσει τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ' από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ' απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.
Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ' αυτήν, είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ' αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήινης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει, ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε σκοτάδι, ούτε θάνατος».
Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός ο Γέροντας Σωφρόνιος, προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνει έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήσει η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώσει, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκιά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπει και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ' ερωτάται: τι είναι σ' αυτόν η εικόνα του Θεού ή σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ' όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση» είναι προικισμένος με την ικανότητα να δηχθεί την θέωση, να γίνει κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη.
Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθεί αλλιώς, παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ' αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως. Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος». Ο κάθε Χριστιανός πρέπει, να μιμηθεί τον Τυφλό και όπως και εκείνος ομολόγησε με πίστη, θάρρος και τόλμη, ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, έτσι και κάθε Χριστιανός πρέπει να διαλύει τα σκότη της απιστίας, της διαφθοράς, της ειδωλολατρίας, του πεσσιμισμού, του ωχαδερφισμού, της ιδιοτέλειας, του εγωισμού.
Συνεπώς πρέπει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως λέγοντες «ελθέτω η βασιλεία σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», αλλά και να προσπαθούμε, με όλες μας τις δυνάμεις, να πραγματοποιηθεί αυτό το αίτημά στον κάθε πιστό. Θα πρέπει να φροντίζουμε το φως της ορθοδοξης διδασκαλίας, δια της ορθοπραξίας του καθενός μας, να μπει παντού. Να μπει στην οικογένεια, στην παιδεία, στην τέχνη, στην λογοτεχνία, στην επιστήμη, στην πολιτική, στον στρατό, στον αθλητισμό, στην ψυχαγωγία, παντού και πάντοτε. Και, επειδή ο Θεός είναι Φως, αυτή η μέθοδος, όταν εφαρμόζεται σωστά, δεν είναι παρά μια πορεία προς το Φως, σαν αυτή που ακολούθησε ο «εκ γενετής τυφλός».
Χριστός ανέστη!