Του Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας κ. Νεκταρίου
Τι να ειπεί και τι να λαλήσει κάποιος για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο;
Ο όποιος λόγος θα ήταν ανεπαρκής για να περιγράψει το έργο, τις ιδέες, τον οραματισμό εκείνου ο οποίος αναλώθηκε στην διακονία της Εκκλησίας, «φορτώθηκε τα φορτία» όχι μόνο της επισκοπικής και αρχιεπισκοπικής ζωής, αλλά και εκείνα ενός ολόκληρου λαού.
Γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ήταν απλώς μία φωνή μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν ο εκφραστής του λαού του Θεού, συνελάμβανε το σφυγμό του, τα όνειρα, τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τους σταυρούς του και με τον λόγο του, την μαρτυρία του, την ζωντανή παρουσία του γινόταν ο Κυρηναίος των ανθρώπων.
Δεν ήταν απλώς επικοινωνιακός. Η παρουσία του αντανακλούσε τη θέρμη της αγαπώσης καρδίας του, η οποία είχε πάντοτε έναν λόγο αγάπης και παρακλήσεως να απευθύνει σε όσους τον πλησίαζαν. Και όχι μόνο.
Δεν περίμενε από όσους δυσκολεύονταν να κάνουν αυτοί το βήμα, αλλά πήγαινε ο ίδιος, έσπευδε να παραμυθήσει, να στηρίξει, να καθοδηγήσει, να εμπνεύσει, να κάνει λιγότερο έντονο το φορτίο των ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών, να αφήσει στις καρδιές όλων την γλυκύτητα, το χαμόγελο, την ελπίδα του Χριστού που μαρτυρούσε η παρουσία του και να τους κάνει να αισθανθούν ότι δεν είναι μόνοι. Αφού ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος, μία τέτοια ξεχωριστή και μοναδική προσωπικότητα είναι κοντά τους, μοιράζεται μαζί τους την λύπη και την χαρά, «το άλας δεν έχει μωρανθεί».
Είχαμε την μεγάλη ευλογία να γνωρίσουμε τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο από την αρχή της παρουσίας του στον Βόλο και στην Μητρόπολη Δημητριάδος.
Διακονήσαμε κοντά του ως αρχιδιάκονός του και ως διευθυντής του ιδιαιτέρου γραφείου του επί έντεκα και πλέον έτη.
Μαθητεύσαμε, ωφεληθήκαμε, ευεργετηθήκαμε.
Ξεδιψάσαμε κοντά του τον λόγο του Θεού, το παράδειγμα του ηγέτου, την ζωντάνια της πίστεως.
Σπουδάσαμε την ποιμαντική του αγωνία και τον σύγχρονο και εύστοχο τρόπο της παρουσίας του στον κόσμο.
Θαυμάσαμε το θάρρος του και το ανυποχώρητο και ασυμβίβαστο του ήθους του.
Εκπλαγήκαμε βλέποντάς τον να εργάζεται ημέρα και νύκτα, να μελετά, να μεταφράζει, να συγγράφει, να προβληματίζεται, να οργώνει την ύπαιθρο, να συνομιλεί με τους ιερείς του, να εισέρχεται στα σπίτια των ανθρώπων, να μην αφήνει λειτουργία που να μην τελέσει, να τον ακούμε να ψάλλει γλυκυφθόγγως, να μιλά στο ραδιόφωνο, να χαίρεται τα νέα τεχνολογικά μέσα, να επισκέπτεται τα στέκια της νεολαίας, να γίνεται «τα πάντα τοις πάσι».
Και αισθανόμαστε μεγάλη την απουσία του κατά άνθρωπον, όχι διότι η ζωή και το έργο της Εκκλησίας δεν συνεχίζεται από άλλους, ικανούς και αξιόλογους, αλλά διότι ο ίδιος πραγματικά υπήρξε μοναδικός και αναντικατάστατος τόσο ως προσωπικότητα όσο και ως άνθρωπος του Θεού που αναλώθηκε με φλεγόμενη για τον Χριστό και την πίστη καρδιά, αφήνοντας το στίγμα του ανεξίτηλο στις καρδιές και την μνήμη των ανθρώπων.
Μία πτυχή της πολυσχιδούς δρατηριότητας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, από τα χρόνια της διακονίας του, ως Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού, ήταν και η αρθρογραφία του.
Τμήμα αυτής της αρθρογραφίας είναι και τα κείμενα της εφημερίδας ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, έργο δικό του, στο οποίο κατέγραφε συστηματικά επί 17 χρόνια (1981-1998) τις απόψεις του που αποτελούσαν λόγο τόλμης, αληθείας και υπευθύνου ενημερώσεως του λαού του Θεού, φωνή του Επισκόπου του και ταυτόχρονα κραυγή ποιμαντικής αγωνίας, όχι μόνο για τον λαό της Μαγνησίας, αλλά και για την σύνολη Εκκλησία, μαρτυρία διαλόγου και την ίδια στιγμή αρχή εμπιστοσύνης του λαού στον ποιμένα του.
Η έκδοση αυτών των κειμένων από την Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και τον εκδοτικό οίκο Πέτρου Κυριακίδη-ΑΚΡΙΤΑΣ αποτελεί, εκτός από την εκπλήρωση του χρέους προς τον μακαριστό Ποιμενάρχη της εκεί τοπικής Εκκλησίας, και μία μεγάλη προσφορά στο σύνολο τόσο της ποιμαινούσης Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και του κλήρου και του λαού, σε εποχές μάλιστα ιδιαιτέρως κρίσιμες.
Και τούτο διότι εάν μελετήσει κανείς τον τόμο αυτό, ιδίως το πρώτο τμήμα της αρθρογραφίας που αναφέρεται στην σχέση «Εκκλησίας και Κοινωνίας», θα διαπιστώσει ότι τα άρθρα ουδόλως έχουν απωλέσει το επίκαιρον και, θα μου επιτρέψετε την φράση, την φρεσκάδα τους! Διαβάζουμε σε κείμενο που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1981, εν όψει των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του ιδίου έτους:
«Η σημαντική και αξιόλογη μερίδα του λαού μας θέλει από τώρα να ξέρει ποιά είναι η θέση των κομμάτων για το αν π.χ. το μάθημα των Θρησσκευτικών θα εξακολουθήσει να διδάσκεται στα παιδιά μέσα στα σχολεία, αν η δημόσια ζωή του τόπου θα εμποτίζεται από το χριστιανικό πνεύμα, αν σε θέματα ηθικής τάξεως το Κοινοβούλιο θα επηρεάζεται από τον χριστιανικό ηθικό Νόμο, αν θα προστατεύεται η Θρησκεία από τον προσηλυτισμό, αν θα έχει η Εκκλησία οικονομική αυτάρκεια για να επιτελεί ελεύθερα το πολυσχιδές έργον της μέσα στην κοινωνία, αν το Κράτος θα συντρέχει τον Ιερό κλήρο στην απρόσκοπτη επιτέλεση της αποστολής του, αν η Εκκλησία θα είναι ελεύθερη και ζωντανή, αν το κήρυγμα του Θείου λόγου θα εξακολουθήσει να ακούεται από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, που εξαρτώνται από το Κράτος, καθώς επίσης και μέσα σε περιβάλλοντα, που ελέγχονται απ’ αυτό, για τον ηθικό και χριστιανικό φρονηματισμό των ακουόντων, αν με ένα λόγο, οι πολιτικές ομάδες αξιολογούν και αναγνωρίζουν σαν θετικό τον θρησκευτικό και κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας μας σήμερα.
Παράλληλα, οι ίδιοι αυτοί χριστιανοί θέλουν να ξέρουν από τώρα τι τα κόμματα πρεσβεύουν πάνω σε σοβαρά θέματα που άπτονται του θρησκευτικού μας πιστεύω, όπως είναι π.χ. η δομή της οικογένειας, η χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών στα σχολεία, η ηθικοποίηση της κοινωνίας κλπ. Θα υπάρξει προσήλωση στις χριστιανικές αρχές που η μακροχρόνια παράδοση μας κληροδότησε και κάτω από την σκιά των οποίων οι μάρτυρες πατέρες μας αγωνίσθηκαν για να μας εξασφαλίσουν την ελευθερία; Η θα θυσιασθούν πρόχειρα, η και εσκεμμένα, στο βωμό της αθεΐας, του υλισμού και της αποκτήνωσης;
Η ίδια η Εκκλησία και οι πιστοί δεν ανέχονται πλέον τον εμπαιγμό τους με το σύστημα της εν λευκώ εξουσιοδοτήσεως για ριζικές και καταστροφικές τομές πάνω σε εξόχως λεπτά ζητήματα όπως είναι αυτά που σχετίζονται με τον θρησκευτικό βίο του λαού μας, των παιδιών μας, των οικογενειών μας» (σελ. 77-78).
Αλήθεια, πόσο επίκαιρος παραμένει ο λόγος αυτός, όταν ουσιαστικά τα ίδια θέματα εξακολουθούν να απασχολούν την επικαιρότητα αναφορικά με την παρουσία της Εκκλησίας στη ζωή των ανθρώπων; Και δεν έχει να κάνει μόνο με την Εκκλησία και την θέση της στην ελλαδική κοινωνία ο λόγος του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Ήταν ένας λόγος προφητικός και αφυπνιστικός για την ίδια την κοινωνία. Διαβάζουμε και πάλι τον Απρίλιο του 1985:
«Τα σημάδια των καιρών είναι και σήμερα αποκαλυπτικά. Για όσους, εννοείται, μπορούν να συλλαμβάνουν τα μηνύματα που έρχονται και να βλέπουν καθαρά πίσω από τις λεοντές που σιγά-σιγά απορρίπτονται. Θα έλεγα πως οι πολιτικές εξελίξεις δεν με ενδιαφέρουν σαν Επίσκοπο, αν κι αυτές δεν ήταν άμεσα συνυφασμένες με ενδεχόμενες περιπέτειες του λαού, που είναι, ταυτόχρονα, πλήρωμα της Εκκλησίας.
Αλλά πέραν αυτών, υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα της διάβρωσης των θεσμών και των αξιών, που δυναστεύει, κατά τα τελευταία χρόνια, εντονότερα τη ζωή μας. Και της καπήλευσης των αγνότερων ιδανικών που ομορφαίνουν τον κόσμο. Και της υποβάθμισης κάθε ποιότητας ζωής, που, βέβαια, δεν συναρτάται αναπόφευκτα με την επαύξηση μόνο του πρασίνου η την οργάνωση φεστιβάλ και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Και είναι ακόμη και η Παιδεία και η γλώσσα και η ανεργία των νέων και ο αμοραλισμός και η απουσία της ντροπής και η αθεΐα. Όλα μαζί τυραννούν τις συνειδήσεις μας και οδηγούν το Γένος σε μοιραίες εξελίξεις.
Η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου δεν φαίνεται να συγκινείται, όσον πρέπει, από την συντελούμενη κοσμογονική μεταλλαγή, ούτε να ενοχλείται από τις άθλιες μεθόδους που επιλέγονται. Τι να φαντασθεί κανείς; Ότι εξέλιπαν πια οι άνδρες από τούτη τη χώρα η ότι σιωπούν για την εξασφάλιση ανομολόγητων συμφερόντων;
Να σκαφθεί ότι το άλας εμωράνθη και το φως έσβησε ή ότι είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε τη σταδιακή, αλλά σίγουρη αποστέρησή μας από ό,τι μέχρι τώρα αγαθό και καλό μας κληροδότησε η παράδοσή μας;
Πού είναι οι αγρυπνούσες συνειδήσεις και οι διαμαρτυρόμενες φωνές; Πού έχουν καταχωνιασθεί οι γλώσσες, που εξ ορισμού λαλούν την αλήθεια; Και γιατί τέτοια άπνοια, τόσος συμβιβασμός, τέτοια αφασία εμπρός στα τεκταινόμενα; Δεν σκεπτόμαστε άραγε ότι θα μας ζητήσουν ευθύνες οι αγέννητοι, οι νεκροί; Κι αν όλοι οι άλλοι σιωπήσουν, οι εκκλησιαστικοί άνδρες δεν θα τολμήσουν;» (σελίδες 165-166).
Ο ίδιος τόλμησε. Μας άφησε μεγάλες παρακαταθήκες. Και μελετώντας τα κείμενά του δεν μπορεί παρά να αναλογιστούμε γιατί δεν τον ακούσαμε ως κοινωνία, γιατί, ενώ μας συγκίνησε και μας προβλημάτισε ο λόγος του, δεν αφυπνισθήκαμε όσο θα έπρεπε ώστε να βάλουμε χειρόφρενο στην πνευματική και ηθική κατηφόρα, που μας οδήγησε στην πρωτοφανή κρίση, τις συνέπειες της οποίας ο Χριστόδουλος είχε προβλέψει και αφιέρωσε όλη του την ζωή στο να τις αποτρέψει, αγωνιζόμενος να αφυπνίσει τουλάχιστον όσους τον άκουσαν!
Και δεν είναι λίγοι αυτοί, που μπορούν να αποτελέσουν το προζύμι για να στηριχτεί το έθνος μας και πάλι στα πόδια του, αρκεί να υιοθετήσει και πάλι τους πνευματικούς πυλώνες της παραδόσεώς του, την πίστη, την γλώσσα, την ιστορία, τις αξίες, την διάθεση για προσφορά και αγάπη, την εντιμότητα, την μέριμνα για το του ετέρου και την υπέρβαση του στεγνού καταναλωτικού πνεύματος, το οποίο εγκλωβίζει έκαστον εις τα ίδια και δεν μας αφήνει να δούμε τι σημαίνει πατρίδα και ήθος.
Γράφει και πάλι τον Φεβρουάριο του 1986:
«Ένας βαθύς, ουσιαστικός και μεθοδικός κοινωνικός μετασχηματισμός συντελείται τώρα στη χώρα μας. Αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, χωρίς καλά-καλά να υποπτευόμαστε την παρουσία του, ένας νέος κόσμος κάνει την εμφάνισή του, το κλίμα μεταβάλλεται και η γενεά ανδρώνεται μέσα στη νέα πραγματικότητα, που γοητεύει η αποκοιμίζει πολλούς! Με τη γνωστή μέθοδο του σαλαμιού αφαιρούνται ένα προς ένα τα ερείσματα που μέχρι τώρα στήριζαν το Γένος, και φαίνεται να είναι ζήτημα χρόνου η κατάρρευσή του.
Σε όλους τους χώρους εισελαύνουν συστηματικά τα νέα ήθη, εκτοπίζοντας θεσμούς και αξίες αιώνων. Ένας απαίσιος Μιθριδατισμός προλειαίνει το έδαφος για την αδιαμαρτύρητη ανοχή των, εν ονόματι του προοδευτισμού, ενώ παράλληλα απωθούνται στο περιθώριο οι δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στου κακού την ορμή. Έτσι το πρόσωπο της Ελλάδος αλλάσσει και, το χειρότερο, ο λαός μας δέχεται παθητικά, αν μη και ευνοϊκά, αυτή την οδυνηρή εμπειρία.
Υπήρξαμε άτυχοι σαν λαός, μένοντας, αν και ελεύθεροι, ουσιαστικά στο επίπεδο του υπηρέτη. Υπηρετούμε, από τότε που ζούμε, πιστά τους κάθε λογής αφέντες μας και τα συμφέροντά τους. Δεν ευτυχήσαμε να έχουμε οδηγούς με ευθύνη. Κι αυτοί που έχουμε μας δίδαξαν να αρκούμεθα στην ικανοποίηση των παθών μας, στην καλλιέργεια της επιφάνειας. Ένα εξωτερικό επίχρισμα γνώσεων, αγωγής, αισθημάτων επικαλύπτει την αφόρητη ένδειά μας. Το όραμα της επίγειας ευδαιμονίας μας συνέχει και σ’ αυτό εξαντλούμεθα οι πλείστοι.
Το ψωμί και το κρασί της υπόστασης λείπει, μα ελάχιστοι του δίνουν σημασία. Ο λαός μας έμαθε να ζει μέσα στο κλοτσοσκούφι των γηπέδων και στους διαλόγους του μαχαλά. Του προσφέρουν το κόκκαλο εφήμερων στόχων και του στερούν τη στερεά τροφή που στηρίζει.
Κι αν κανείς αναφανεί στον ορίζοντα να αγωνιά και να κρίνει, αυτός μπαίνει στο στόχαστρο της οργής η της μικρότητος για να σιγήσει. Έτσι προχωρεί ανεμπόδιστα το σχέδιο για την συρρίκνωση και τον εξανδραποδισμό μας.
Αυτό ήθελαν και πάνω σ’ αυτό στηρίχθηκαν οι... αναμορφωτές μας. Μοιάζουμε μελλοθάνατοι υπό προθεσμία, καθώς η κρίσι, σαν λειτουργία του νου έχει ατονήσει, και οι πολλοί άγονται και φέρονται παρορμητικά και ασυναίσθητα προς το χάος.
Αυτό είναι φαινόμενο που φοβούμαι ότι για πρώτη φορά εμφανίζεται στον ορίζοντα, προδικάζοντας την αμετάκλητη καθίζησή μας, τις συνέπειες της οποίας, όπως και της ακρισίας θα πληρώσουν πιο ακριβά από εμάς τα παιδιά μας» (σελ. 181-182)
Μέσα από τα κείμενα της πρώτης ενότητας διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, τρία σημεία της προσωπικότητας του τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος:
Πρώτον την ευρυμάθειά του και την παιδεία του, που τον έκαναν να μην ενδιαφέρεται μόνο για τα της Εκκλησίας και της πνευματικότητάς της, αλλά να διακρίνει και να κρίνει, χωρίς να εκμηδενίζει, τα του κόσμου.
Αφουγκραζόταν τι ένιωθε ο κόσμος για την Εκκλησία, τι τον προβλημάτιζε, πάνω σε ποιά θέματα θα ήθελε ο λαός να πάρει η Εκκλησία θέση και έσπευδε να τοποθετηθεί.
Δεύτερον, την στέρεα εκκλησιοκεντρική βάση του στοχασμού του.
Ο Χριστόδουλος ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας, την αγαπούσε και την πονούσε.
Ήξερε την θεολογία της, αλλά και ένιωθε ότι η Εκκλησία έπρεπε να αναστοχαστεί τα του οίκου της, όχι για να μιμηθεί τον εκσυγχρονισμό του κόσμου, αλλά για να μπορέσει να μιλήσει τη γλώσσα που ο κόσμος χρειαζόταν. Και το πρόβλημα της Εκκλησίας δεν ήταν τόσο θεσμικό, αλλά έχει να κάνει με τα πρόσωπα και τα χαρίσματά τους.
Ο Χριστόδουλος ήθελε να εμπνέονται οι νέοι, ώστε με ζήλο και διάθεση να προσφέρουν στην Εκκλησία, να αφιερώσουν τα χαρίσματά τους σ’ αυτήν και να μετατρέψουν ό,τι έλαβαν δωρεάν σε δωρεάν προσφορά στο λαό.
Το τρίτο η μεγάλη του έγνοια για την νεολαία, για τα προβλήματά της, για τα ναρκωτικά, την ανεργία, την αφασία της παιδείας, την παράδοση σε μία νοοτροπία που είχε να κάνει μόνο με δικαιώματα, χωρίς καθήκοντα και υποχρεώσεις.
Είχε όμως εμπιστοσύνη στους νέους, είχε ιδιαίτερη αγάπη και η αγωνία του γι’ αυτούς δεν τον έκανε κινδυνολόγο και απορριπτικό. Και αυτό αποδεικνυόταν από την επικοινωνία και την χαρά που ένιωθε όταν έγραφε γι’ αυτούς και όταν βρισκόταν ανάμεσά τους.
Το ίδιο πνεύμα αποτυπώνεται και στα κείμενα της τέταρτης αντιαιρετικής ενότητας του τόμου.
Ο μαχητικός Χριστόδουλος, ο οποίος δεν διστάζει να ξεκαθαρίσει την θέση της Εκκλησίας, χωρίς να επιλέγει να είναι ευχάριστος, αλλά αληθινός, σε θέματα όπως η στάση της πίστης έναντι της Μασονίας, των μαρτύρων του Ιεχωβά, του Σατανισμού και της Παραθρησκείας, της Σαηεντολογίας, αλλά και έναντι του διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και των προβλημάτων που δημιουργούνται από την παρέμβαση της ουνίας η από κάποιες υπερβολικές αξιώσεις εκείνων.
Ο Χριστόδουλος δεν ήταν ρατσιστής η μισαλλόδοξος. Ήθελε να προστατεύσει το ποίμνιό του από αλλότριες παρεμβάσεις, χωρίς να υπολογίζει αντιδράσεις και προσωπικό κόστος.
Και αυτό καλώς γνωρίζουμε ότι το πέτυχε στα χρόνια της ποιμαντορίας του στο Βόλο, με αγωνιστικότητα, υπομονή, αλλά και αγάπη για τους χριστιανούς.
Θέλουμε, κλείνοντας, να συγχαρούμε τον αγαπητό εν Χριστώ αδελφό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, ο οποίος συνέχισε το έργο του μακαριστού πνευματικού μας πατρός, του από Δημητριάδος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, και ο οποίος θέλησε να έρθει στα χέρια ενός ευρύτερου κοινού η γραπτή παρακαταθήκη που ο μακαριστός μας άφησε.
Να συγχαρούμε τον επιμελητή των εκδόσεων αυτών και πνευματικό παιδί του Αρχιεπισκόπου Αρχιμανδρίτη Επιφάνιο Οικονόμου, τον εκδοτικό οίκο Πέτρου Κυριακίδη-ΑΚΡΙΤΑΣ, για την πρωτοβουλία και να προτρέψουμε όσους πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο να το μελετήσουν με προσοχή.
Θα διαπιστώσουν την επικαιρότητα του στοχασμού του, αλλά και θα διδαχθούν, ότι υπάρχει η ελπίδα να ξαναβρούμε προσανατολισμό και νόημα. Αρκεί να εμπιστευθούμε την Εκκλησία.
Διότι, όπως έλεγε και πάλι ο Χριστόδουλος:
«Αν άλλοι διχάζουν, η Εκκλησία ενώνει. Είναι κοινωνία αγάπης η Εκκλησία. Το κλίμα της τρέφει την ανοχή των σφαλμάτων, μεθοδεύει τη συγγνώμη, απεχθάνεται τις διακρίσεις. Μέσα στην Εκκλησία όλοι είμαστε αδέλφια, όλοι.
Τίποτε δεν μας χωρίζει μπροστά στο Θεό. Εκεί οι καρδιές ανυψώνονται, οι μικρότητες εγκαταλείπονται, τα πάθη αδρανούν. Η γεύση της Ορθοδοξίας είναι κατάφαση της ενότητας, του συνδέσμου της ειρήνης, της ανθρωπιάς. Ανήκοντας συνειδητά στην Εκκλησία ξεπερνάμε τις συμπληγάδες του χωρισμού.
Στους καιρούς μας είναι πολυτέλεια απαράδεκτη η διχόνοια. Ιθύνοντες και ιθυνόμενοι έχουμε στα χέρια μας τη δυνατότητα για μια ευλογημένη και ενωμένη πορεία. Αρκεί να τη χρησιμοποιήσουμε. Για να σωθούμε και να ζήσουμε» (σελ. 86-87).
Σας ευχαριστώ.
Αθήνα 26 Μαρτίου 2012