ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«Χαίρε ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί, χαίρε ότι εμαράνθησαν οι των
μύθων ποιηταί».
Η χριστιανική πίστη, ξεκινώντας από το πρόσωπο της
Υπεραγίας Θεοτόκου, μώρανε και μάρανε, τόσο τους συζητητές του λόγου, όσο και
τους ποιητές των μύθων, απέδειξε δηλαδή ότι όταν ο τρόπος της ζωής στηρίζεται
μόνο στη δύναμη της λογικής ή στη δύναμη του ανθρώπινου ασυνείδητου, της εγκόσμιας θρησκευτικότητας και του μύθου, δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο
νόημα και περιεχόμενο ζωής. Η ζωή δεν βρίσκει νόημα, όταν στηρίζεται μόνο στη
συζήτηση, δηλαδή στα λόγια. Ούτε όταν μένει
προσκολλημένη στο λόγο, δηλαδή στον
ορθολογισμό.
Η χριστιανική πίστη, δια του προσώπου της Υπεραγίας
Θεοτόκου, μας δίνει μία άλλη διάσταση, η οποία αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του
λόγου και του μύθου, και νοηματοδοτεί την σωτηριολογική ζωή, τουλάχιστον
εκείνων που πιστεύουν και αγωνίζονται, να ζουν τη ζωή της Εκκλησίας.
Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκαλύπτει τη δυναμική
της ταπείνωσης, της απλότητας, της πραότητας και της υπακοής, σε παραγγέλματα,
που δεν προέρχονται από τον ορθό λόγο, αλλά από την αδιάσειστη σχέση ανθρώπου - Θεού και την ελεύθερη βούληση
του συγκεκριμένου προσώπου, ήτοι της Παρθένου. Η αποδοχή του Ευαγγελισμού καθιστά
την νεαρή κόρη, ως μητέρα του Θεού, ως
χώρα του αχωρήτου δια της αγνής συγκαταθέσεώς της, συντρίβεται κάθε έννοια
ορθολογισμού και μύθου.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης, από τον Θεό, δεν ήταν
απλώς μια μεταμόρφωση του Θεού σε άνθρωπο. Ο Θεός κατήλθε εις τη γη
προσλαμβάνοντας ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε με αυτήν οντολογικά και «υποστατικά». Γι’ αυτό ο Θεός
πεθαίνει πάνω στο Σταυρό, ο οποίος εξελήφθη από την ορθολογική σκέψη, ως
«μωρία». Συνεπώς η Παναγία ανέτρεψε τη λογική του μύθου και τη μυθολογία, η
οποία δεν μπορεί, να αντιληφθεί, ότι ένας Θεός πεθαίνει στο Σταυρό, από αγάπη
για τον άνθρωπο. Διότι οι μύθοι απαιτούσαν μόνο την υποταγή και την υπακοή των
ανθρώπων στις θεότητες, που δημιουργούσαν. Αιτία του Μυστηρίου της «μωρίας του
Σταυρού» γίνεται Παναγία.
Μυστήριο είναι κάθε τι, που ξεπερνά το όριο της αντίληψης
και της λογικής. Το μυστήριο της Σαρκώσεως του Θεού, φανερώνει το ασύλληπτο και
αδιανόητο της κενώσεως της Θείας Αγάπης. Σ’ αυτό το Μυστήριο συνεργεί τόσο η
αγάπη του Θεού, ως υπέρβαση του λόγου και του μύθου, όσο και η συγκατάθεση του
ανθρώπου.
Εξ’ αιτίας του
Μυστηρίου της Ενανθρωπίσεως, μωραίνονται οι δεινοί συζητητές, δηλαδή οι
φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι, διότι αδυνατούν, παρά τη σοφία τους, να
ερμηνεύσουν το θαύμα του τόκου της Παναγίας. Μαραίνονται, επίσης και οι ποιητές
των μύθων, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την αγάπη, η οποία υπερβαίνει κάθε
έννοια λόγου και λογικής. Δηλαδή, ενώπιον του Θείου και απερίγραπτου Λόγου του
Θεού, ουδείς άλλος λόγος ή λογική του κόσμου, μπορεί να συγκριθεί.
Παρά ταύτα η χριστιανική πίστη δεν κατάργησε ούτε τον
λόγο, ούτε τη λογική, αλλά, βέβαια,
φανέρωσε την ανεπάρκεια τόσο του λόγου, όσο και του μύθου, που αδυνατούν, να
δώσουν πληρότητα και νόημα ζωής στους ανθρώπους, τους οποίους μόνο ο Υιός και
Λόγος του Θεού, ζωοποιεί, δια του δικού Του θανάτου, μετά των εκείνων θάνατο.
Η Θεοτόκος με την συνέργειά της, στο θέλημα του Θεού, λειτουργώντας
σαν «γέφυρα μετάγουσα» δημιούργησε
μία μόνιμη σχέση ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο. Βέβαια, η σχέση του ανθρώπου
με τον Θεό, δεν είναι πλήρης, αλλά δύναται να γίνει πλήρης. Και θα γίνει
πλήρης, όταν, η πίστη εγκαθίσταται, μέσα από την πνευματικότητα και την
πνευματική ζωή του ανθρώπου. Θα γίνει πλήρης, όταν ο άνθρωπος απαρνηθεί το «Εγώ» του, και κατορθώσει να βρει την, όχι
μόνο την ύπαρξή του, αλλά και την αξία της. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η
σχέση του με τον Θεό και αρχίζει ο άνθρωπος, να αισθάνεται την αυτοσυνειδησία
του και την αμαρτωλότητά του. Η αυτοσυνειδησία στην οποία οδηγεί τον άνθρωπο η
πίστη, είναι η προϋπόθεση της οντολογικής του απελευθέρωσης. Η πίστη είναι το όριο
της επίγειας προσωρινής μας ύπαρξης. Η πίστη, όμως «ανοίγει την πόρτα» της αιωνιότητας.
Η πίστη, βεβαίως δεν είναι θέωση, αλλά προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσει,
κανείς, τη «κατά χάρη» θέωση.
Η ολοκληρωμένη πίστη φθάνει στη λογική του υπέρλογου Θεού,
και εκδηλώνεται, ως υπακοή. Δεν είναι ερευνητική, ούτε αμφιβάλλει, αλλά γίνεται
συναρπαγή. Δεν είναι κατάληξη συλλογισμού, αλλά συνειδητή
απόφαση ευθύνης.
Αυτήν την πίστη απόκτησε, η Παρθένος Μαρία, η οποία χωρίς
να ερευνήσει, χωρίς να δυσανασχετήσει, χωρίς να αρνηθεί, αποδέχεται το Θείο Μήνυμα,
που της παρέδωσε ο Αρχάγγελος του Θεού
και γίνεται αυτόχρημα συνεργός στο σχέδιο της Θειας Οικονομίας και Ενανθρωπίσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Ένα
σχέδιο, που έκανε να μωραθούν οι «δεινοί συζητηταί», δηλαδή οι λόγιοι και οι φιλόσοφοι
και να μαραθούν κάθε μορφής μύθος ή φαντασία.
Εμείς θαυμάζοντας το Μυστήριο
πιστώς βοώμεν.
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε!