Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Ο ενάρετος βίος στη καθημερινή μας ζωή θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση, αλλά και εγγύηση, της ελευθέριας και της ποιότητας της ζωής μας. Ως άνθρωποι εκ της υποστάσεώς μας φέρουμε ηθικές αρχές και αξίες, που μας επιτρέπουν να διαμορφώνουμε το αξιακό μας περιβάλλον με ευπρέπεια και πολιτισμό.
Είναι εξαιρετικά προνομιακή η δυνατότητα του ανθρώπου, να μπορεί μέσα από τις γνώσεις και το μορφωτικό του επίπεδο να χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με τους άλλους επιχειρήματα, που μπορούν να πείθουν ή να προβληματίζουν, έχοντας ως απαράβατη αρχή τον σεβασμό της προσωπικότητας και των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις αρχές κοσμιότητας και ευπρεπούς συμπεριφοράς, σε κάθε συνάνθρωπο γενικά και ειδικά στους νέους, στους ηλικιωμένους, με γνώμονα τις πανανθρώπινες αξίες. Ο Σεβασμός είναι ανάγκη να επεκτείνεται προς την ιστορία μας, προς τους ήρωές μας, προς την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη, προς την ελληνική γλώσσα, στη σωστή χρήση της και τέλος σεβασμός προς κάθε κατεύθυνση.
Συνεπώς, αφού τα παραπάνω είναι απαραίτητα συστατικά του κοινωνικού προφίλ, για όλους, σε καμία περίπτωση δεν εξαιρούνται εκείνοι που ζητούν την εξουσιοδότηση των άλλων για να κυβερνούν ή να συγκυβερνούν μία χώρα και το λαό της. Το ήθος και η ηθική στην πολιτική στρατόσφαιρα είναι «εκ των ων ουκ άνευ» και αποτελεί, όχι μόνο προϋπόθεση, αλλά και δέσμευση, για αυτούς που την ασκούν, αφού η συμπεριφορά τους και οι πράξεις τους διοχετεύονται και αντανακλώνται στη συμπεριφορά της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς
Όποιοι επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί θα πρέπει, εκτός από το να λένε πάντοτε την αλήθεια στους πολίτες, να είναι εξόχως προσεκτικοί στις πράξεις τους, στο λόγο τους και στις ενέργειές τους, ανεξάρτητα αν μιλούν σε στενό ή σε ευρύ περιβάλλον ή αν είναι on air ή of air στα Μέσα Επικοινωνίας. Να τους διακατέχει η αίσθηση και η συναίσθηση της υψηλής εθνικής τους αποστολής, οι οποίοι με το ήθος τους, θα γίνουν τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία θα είναι πρότυπα, προς μίμηση και όχι προς αποφυγή, για να αυξάνουν συνεχώς την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του λαού προς αυτούς, που υπουργούν του θεσμούς της πολιτείας με συνέπεια, με ειλικρίνεια, με αίσθηση του μέτρου, της ανθρωπιάς, για τη στήριξη του κοινωνικού συνόλου.
Δυστυχώς γεγονότα και ενέργειες, όχι μόνο των πρόσφατων ημερών, αλλά των πρόσφατων χρόνων, δεν μας επιτρέπουν, να είμαστε ευτυχείς και ευχαριστημένοι με το πολιτικό προσωπικό της πατρίδας μας, πλην μερικών εξαιρέσεων.
Η συμπτωματολογία της νεωτερικής αντίληψης επηρέασε σταδιακά το πολιτικό γίγνεσθαι, δημιουργώντας κοινωνική αντιπαλότητα ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο. Αφετηρία της ρήξης θεωρείται το πνεύμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, με συνέπεια να επέλθει διάρρηξη των σχέσεων κράτους και κοινωνίας, που επηρέασε, ακόμα, και τη θρησκευτική δοξασία των ανθρώπων.
Αυτό το νέο ρεύμα οδήγησε τους επιστήμονες και ιδιαίτερα τους κοινωνιολόγους, όπως τον Dr. Durkheim, να στραφούν προς την επιστημονική αναζήτηση μίας κανονιστικής ηθικής της Νεωτερικότητας, που θα διατηρούσε την κοινωνική συνοχή και θα έλυνε τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.
Όμως η νεωτερικότητα μας ενέπαιξε με την υπόσχεση της ελευθερίας και της ικανοποίησης της επιθυμίας μέσα σε ένα κύκλο διευρυνόμενης συνεχούς ανάπτυξης, που παρουσιάστηκε ως φυσική και νομοτελειακή. Η νεωτερικότητα μας υποσχέθηκε ταυτόχρονα το τεχνολογικό και το αναπτυξιακό μέρισμα της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, μαζί με το κοινωνικό μέρισμα της πολιτικής. Μια υπόσχεση από την οποία απουσίαζε κάθε στοχασμός για τα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου, καθώς στο παρελθόν είχαν πλεονάσει τόσο τα προβλήματα της ένδειας και του αναλφαβητισμού, όσο και της πνευματικής δουλείας, που κορυφώθηκε με τα έργα και τις ημέρες της Ιεράς Εξέτασης και των θρησκευτικών πολέμων, που μετέβαλαν τον άνθρωπο σε ένα ανελεύθερο ενεργούμενο, υπό το καθεστώς ενός αστόχαστου και ανεύθυνου καταναγκασμού. Η μερική επιτυχία της νεωτερικότητας στους πολιτικούς θεσμούς, στην περιπέτεια της γνώσης, της ελευθερίας και της απελευθέρωσης, αλλά και στις απολαβές των τεχνολογικών υπηρεσιών και του οικονομικού μερίσματος, μας ξεγέλασε. Έκρυψε πολύ καλά τον στοχασμό των φιλοσόφων και των στοχαστών της λεγόμενης κοινωνικής δικαιοσύνης. Μας ελλόχευσε ένα βίαιο εγχείρημα συγκάλυψης της πνευματικής, υπαρξιακής και οντολογικής ανασφάλειας του ανθρώπου αλλά και της τραγικότητας της ίδιας της νεωτερικότητας και του συστήματος. Υπήρχε μια εσωτερική και εξωτερική αποξένωση του ανθρώπινου παράγοντα από την ανάγκη για στοχασμό, ανάληψη ευθύνης και δράσης.
Τώρα συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι, όλο και πιο πολύ, ότι δεν υπάρχει σοφία στο δρόμο της καθημερινής μας ζωής και ότι είμαστε στην δύσκολη θέση να επιδιώκουμε τελείως αντιφατικά πράγματα και ότι μόνο με την εθελούσια απάρνηση, ή λιτότητα θα μας διασώσει από την φενάκη, τις χίμαιρες και τις κρίσεις του οικονομικού συστήματος που έχουν οδηγηθεί σε σημείο ακραίου περιβαλλοντικού αδιεξόδου.
Τελικά, ως καταναλωτές πρέπει να απελευθερωθούμε από την κατανάλωση προϊόντων που δεν τα έχουμε πραγματικά ανάγκη, διότι στην ουσία επιδιώκεται η αλλοτρίωση της ίδιας μας της ελευθερίας, μέσω υποσχέσεων, για μια ανεύθυνη και αέναα εκπληρούμενη καταναλωτική επιθυμία. Να επικρατήσει το πνεύμα της ομαδικότητας, που χρειαζόμαστε και για την θεραπεία μας από τον ατομικισμό της αλλοτρίωσης, για τη βιωματική νοητικότητα και υπερβατικότητα, που χρειαζόμαστε απέναντι στην ανεξέλεγκτα παραγωγική, νοησιαρχική και καταναλωτική μαζική κοινωνία. Είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, να γίνουμε ο εαυτός μας, στο καθεστώς της ομαδικότητας, του πνευματικού και πολιτισμικού μερισμού, καθώς και της βαθιάς ψυχολογικής μαθητείας και ανέλιξης, της καλής θέλησης και της βιωματικής εσωτερικότητας επέκεινα της επιθυμίας.
Η νεωτερικότητα έκρυψε το ανθρωπολογικό πρόβλημα της εξέλιξης, της μαθητείας, της πνευματικής μύησης του ανθρώπου και της εσωτερικότητάς του, παρά το γεγονός, ότι συνεργοί της νεωτερικότητας υπήρξαν μεγάλοι στοχαστές, ξεκινώντας από τον «Διαφωτισμό» και φτάνοντας μέχρι τη «Φαινομενολογία» και τον «Υπαρξισμό».
Χρειαζόμαστε καθαρή έκφραση αλήθειας, που να φωτίζει τις βαθιές και τις πνευματικές μας ανάγκες και να απαγκιστρώνει την ελευθερία από το μαζικό αγοραίο της κύκλο. Χρειαζόμαστε μια οικονομία που να υποστηρίζει το ανθρωπιστικό αίτημα της βιωματικής εξέλιξης και απελευθέρωσης του ομαδικού μερισμού και της οικολογικής εξέλιξης και βιωσιμότητας.
Χρειαζόμαστε όλη την πνευματική διάσταση και όλη την πνευματική δυναμική της ελευθερίας, όχι πια της ελευθερίας, ως ιδιοτέλεια, ως ατιμώρητη απληστία, αλαζονεία, ατελεύτητο θάνατο και απεχθή λαγνεία. Το θεμελιώδες αυτό κακό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και να το σφραγίσουμε. Να κλείσουμε την πύλη του και αντί αυτού να προσεγγίσουμε ξανά το αγαθό, το ωραίο και το αληθινό, τη σύνθεση του μοναδικού και του παγκόσμιου μέσα μας, την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη με δικαιοσύνη και μερισμό.
Ο ρόλος των ανθρώπων στις κοινωνικές εξελίξεις είναι ζήτημα οντολογικής μεταμόρφωσης, του ανθρώπου, όταν ο ίδιος συντελεί στη μεταβολή της κοινωνίας του. Η νέα κοινωνία οφείλει να είναι αυτόνομη γιατί η κοινωνική εξέλιξη είναι δημιούργημα των ατόμων και είναι θέμα παιδείας και εκπαίδευσης των ατόμων στο να αποδέχονται, ότι αυτά ορίζουν τους κανόνες, τις αξίες, τις σημασίες που δίνουν νόημα στην ατομική και κοινωνική ζωή. Μόνον έτσι επιτυγχάνεται η σύγκλιση του «θεωρείν» με το «ζειν».
Ο ελληνικός τρόπος ζωής περιέχει την ποιητική ικανότητα ανασυνθέσεως νοημάτων, που επιβεβαιώνεται με το «κοινωνείν» και κληροδοτείται στη κοινωνία της νεολαίας, που είναι αναμφισβήτητα, το ευοίωνο μέλλον της πατρίδας μας.
Είναι γεγονός ότι οι αντιλήψεις της νέας γενιάς δεν συνδέονται με την αλλαγή αντίληψης για τον κοινωνικό χρόνο αλλά και τη αναδιάταξη του κοινωνικού χώρου. Γι’ αυτό απαιτείται καλύτερη συνθετική προσέγγιση στο ζήτημα της νέας γενιάς στο βαθμό που οι παραδοσιακές και νεωτερικές κοινωνικές δομές, όπως αυτές της οικογένειας, του φύλου, της τάξης, του έθνους, της θρησκείας, κ.ά., οι οποίες έχουν χάσει την οικουμενική τους ισχύ, ωστόσο παραμένουν ενεργοί συντελεστές στο πλαίσιο διαμόρφωσης της νεανικής ταυτότητας. Χρειάζεται εφαρμογή συστηματικότερης μελέτης του νεανικού habitus, δηλαδή των πρακτικών απόκτησης και εφαρμογής της γνώσης στα καθημερινά περιβάλλοντα, που θα συνδυάζουν δυναμικά τις προσωπικές επιλογές με τις κοινωνικές καταβολές και τις παρούσες γενεαλογικές και κοινωνικές απόψεις του νέου ανθρώπου. Για την καλύτερη κατανόηση των πολλαπλών ταυτίσεων του νεανικού πληθυσμού με το κοινωνικό σύνολο, χρειάζεται η συνάρθρωση ενός διεπιστημονικού σώματος γνωστικών επιστημονικών πεδίων, που θα συνθέτει αναλυτικά προγράμματα και μεθόδους έρευνας, προκειμένου, να καταγράψει και να μελετήσει αφενός τις γενικότερες τάσεις και αφετέρου τις διαφοροποιούμενες υφές της νέας γενιάς.
Η πραγμάτωση των παραπάνω θέσεων προϋποθέτει μια οργανωμένη κοινωνία, ένα σοβαρό και αποτελεσματικό κράτος, του οποίου οι θεσμικοί του λειτουργοί, (πολιτικοί, θρησκευτικοί, εκπαιδευτικοί, κ.ά.), θα αποδεικνύουν καθημερινά, με τον βίο και το ήθος τους την επάρκεια και την αποτελεσματικότητά τους. Δυστυχώς σήμερα κυριαρχεί η εικόνα της διάχυτης δυσπιστίας, με έξαρση με τον χώρο της πολιτικής και τους πολιτικούς.
Η δυσπιστία απέναντι του πολιτικού συστήματος και των μελών του, αποτελεί μια σταθερά, που σηματοδοτεί πλέον τη θέση των νέων έναντι της πολιτικής και της λειτουργίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο λαός αποστρέφεται τα πολιτικά κόμματα σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Public Issue, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό ελληνικής κυριακάτικης εφημερίδας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, οι πολίτες εμπιστεύονται μόνο το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς ο βαθμός εμπιστοσύνης τους, προς τα πολιτικά κόμματα και την κρατική μηχανή, είναι χαμηλός.
Σχετική είναι η ακόλουθη θέση που διατυπώνει ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Αιδεσιμολογιώτατος Ιστορικός και Συγγραφέας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός: «Οι αξίες που γέννησε αυτός ο τόπος, και ως αρχαίος και ως χριστιανικός, έχουν υποτιμηθεί απελπιστικά. Το ειδικό όμως, εδώ, πρόβλημα είναι πώς αναδεικνύονται -(ορθότερα «κατασκευάζονται»)- οι πνευματικοί και οι πολιτικοί διάκονοι του λαού μας. Το στοιχείο της διακονίας συνδέει στη λειτουργία τους, τους δύο αυτούς χώρους. Οι «υπουργοί» (υπηρέτες) του πολιτικού βίου και οι «διάκονοι» (υπηρέτες) του πνευματικού βίου, δεν «γίνονται» (με κάποιο εξωτερικό χρίσμα), αλλά «γεννώνται». Μιλώντας ο ι. Χρυσόστομος για την χειροτονία του πρωτομάρτυρα Στεφάνου παρατηρεί: «προσθήκη Πνεύματος εγένετο». Η «έξωθεν» δηλαδή Χάρη προϋποθέτει την εσωτερική. Το ίδιο και με τον πολιτικό. Η αγάπη για τον Λαό και η συνείδηση της διακονίας είναι οι αδιαφιλονίκητες προϋποθέσεις. Κληρικός και Πολιτικός στην παράδοσή μας εισέρχονται στη δημόσια «λειτουργία» τους, την διακονία του Λαού, με την εσωτερική τους αξία ή απαξία τους. Και στην μεν περίπτωση των Πολιτικών η ευθύνη δεν είναι μόνο του Λαού που «εκλέγει», αλλά και των προσώπων και μηχανισμών, που προωθούν τους υποψηφίους, με τις γνωστές μεθόδους, για να «εκλεγούν» από ένα κατάλληλα «χειραγωγούμενο» λαϊκό σώμα, που συνήθως αυτοχαρακτηρίζονται μετά τις εκλογές «κοψοχέρηδες».
Και συνεχίζει παρακάτω: «Η διακονία του δημόσιου, πνευματικού και πολιτικού, βίου είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να αρκούν οι γνωριμίες («σχέσεις»), οι προσωπικές φιλοδοξίες, η ένταξη στα οποιαδήποτε κυκλώματα για την ανάδειξη των αντίστοιχων διακόνων-λειτουργών. Γι’ αυτό και στις δύο περιπτώσεις καταντούμε συχνά αντί «φορείς», «αχθοφόροι» (μεταφορείς) του χαρίσματος-λειτουργήματος, που ο Θεός δια του Λαού Του μας εμπιστεύεται. Οι υπάρχουσες εξαιρέσεις και στις δύο πλευρές παύουν να είναι εξαιρέσεις, όταν δέχονται αδιαμαρτύρητα την κραυγαλέα και στους δύο χώρους δυσλειτουργία.
Ο αληθινός Κληρικός και Πολιτικός είναι αυτός, που δίνει στον δημόσιο βίο πολλά περισσότερα από όσα παίρνει από αυτόν. Αυτό είναι το αυθεντικό αγιοπατερικό πρότυπο, που ενέπνευσε και πολιτικούς μας, όπως ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης, ο Πλαστήρας. Οι Άγιοι –και των δύο χώρων- εισέρχονται στη δημόσια διακονία πλούσιοι, για να βγουν απ’ αυτήν πάμπτωχοι (π.χ. Μ. Βασίλειος, Καποδίστριας). Εμείς, συνήθως, εισερχόμεθα πτωχοί, για να εξέλθουμε πάμπλουτοι! Και είναι ευνόητο, στην εξυπηρέτηση μιας παρόμοιας στοχοθεσίας, όλα τα προσφερόμενα μέσα να θεωρούνται θεμιτά. Έτσι όμως προδίδεται – και στις δύο περιπτώσεις- η εσωτερική μας γυμνότητα και ακαταστασία, αλλά και η ευθύνη των οποιωνδήποτε «χειροτονούντων».
Βρίσκω εξαιρετικά επίκαιρο, όσο και χρήσιμο, το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, των Εκδόσεων «Θεμέλιο», 1992, με θέμα: Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, από το οποίο παραθέτουμε ενδεικτικά αποσπάσματα, προκειμένου να προβληματισθούμε και να φρονηματιστούμε, πολίτες και πολιτικοί, άρχοντες και αρχόμενοι, ψηφοφόροι και εψηφισμένοι.
«Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού, γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας….
Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση, ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον…
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού….
Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση…..
Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Επίσης, η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι»…..»
Εν κατακλείδι επισημαίνουμε ότι οι μέρες και οι ώρες που περνάει ο λαός αυτής της χώρας είναι δύσκολες. Το κράτος (πολιτικοί) χαμένο στα δυσεπίλυτα προβλήματα, που το ίδιο δημιούργησε δεν μπορεί να βρει λύση.
Όμως αν ο καθένας με τις πενιχρές του δυνάμεις και όλοι μαζί ενώσουμε τον νουν και την καρδιά μας, μπορούμε να περιμένουμε εφικτές και λογικές λύσεις, γιατί είναι καιρός να αλλάξουμε όλοι μας νοοτροπία και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο με κατανόηση και εμπιστοσύνη, όχι τόσο για μας, όσο για το ευοίωνο μέλλον των επερχόμενων γενεών, ώστε τούτος ο ιερός τόπος, η Ελλάδα του πνεύματος και της σοφίας, να εκπέμπει ανελλιπώς την αίγλη και τον πολιτισμό.
Βεβαίως το βάρος και την ευθύνη των χειρισμών τη φέρουν οι πολιτικές δυνάμεις, που οφείλουν, να μάχονται για μια θετική προοπτική. Χρειάζεται ενδελεχής προσπάθεια, ώστε η ευρωπαϊκή και η διεθνής κοινή γνώμη να αρχίσει να μας αντιμετωπίζει, ως χώρα που διαθέτει σοβαρότητα και υπευθυνότητα.