Η δυσπερίγραπτη δύναμις του αυτεξουσίου έχει εμπρός της πάντοτε δύο ενδεχόμενα, όπως είδαμε προ ολίγου. Μπορεί να οδηγήση στην τελειότητα, όσο αυτή η κατάστασις είναι κατορθωτή από κτιστά όντα, αλλ ' επίσης μπορεί να οδηγήση και στην πτώσι του· ή στο ύψος ή στο βάθος. Μπορεί δηλαδή κανείς να εκλέξη να καταστή πράγμα· και αυτό ακριβώς είναι το ύψιστο δείγμα ελευθερίας του αυτεξουσίου, το ν' αρνήται κανείς την ύπαρξί του και αντί προσώπου να γίνεται πράγμα (1).
Η πτώσις είναι φαινόμενο που κατά την μία ή την άλλη μορφή της απαντάται στα περισσότερα θρησκεύματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπως επίσης και σε μερικά δυαρχικών τάσεων φιλοσοφήματα. Οι Γνωστικοί την τοποθετούν στον χώρο του α ϊ δίου πνευματικού κόσμου, ακολουθώντας όσα δίδαξαν παλαιότερα ο Πλάτων και ο Φίλων. Πτώσις είναι κατ' αυτούς η έκπτωσις από το κύκλωμα των ιδεών προς την ύλη. Η χριστιανική θεολογία την τοποθετεί σταθερά στο πεδίο της εσωτερικής πάλης του αρχεγόνου ανθρώπου μεταξύ μηδενισμού και τελειότητος.
Η κτίσις βέβαια έχει εγγενή την τάσι και τη δυνατότητα αλλοιώσεως, αφού άλλωστε η ίδια η ύπαρξίς της προήλθε από μία ριζική μεταβολή, την ανάδυσι του όντος από το μη ον (2). Ο αρχέγονος άνθρωπος επί ένα χρονικό διάστημα άγνωστης διαρκείας εζούσε ελευθέρως και ενσυνειδήτως, και εβάδιζε στην πορεία της πνευματικής αναπτύξεως, ισχυροποιώντας την θέλησί του και καλλιεργώντας τις πνευματικές του δυνάμεις. Όχι απλώς διατηρούσε την φύσι του ανέπαφη, αλλά και την εμόρφωνε συνεχώς σε ωλοκληρωμένο ψυχικοσωματικό ον, και δεν αφηνόταν να κυριαρχηθή από δυνάμεις της άλογης φύσεως, τις δυνάμεις του χώρου και του χρόνου (3). Σ' αυτήν την προσπάθειά του κάποια στιγμή υπερπήδησε τα όρια, εκτροχιάστηκε και ευρέθηκε έξω από την πορεία προς την τελείωσι. Υπήρξε τότε νέα αξιόλογη μεταβολή, που αποτέλεσε συνδυασμό στην ιστορία του ανθρώπου και είχε φοβερές συνέπειες για το μέλλον του. Πρώτος είχε υποστή διαστροφή ο Διάβολος, αφού απέρριψε την θεία χάρι, και αυτός από φθόνο υπέδειξε και στον άνθρωπο τον ίδιο δρόμο· αλλά βεβαίως η πηγή της διαστροφής του τελευταίου ευρίσκεται αλλού, μέσα του, στο αυτεξούσιο.
Ο Ωριγένης ευρίσκει το αίτιο της παρεκκλίσεως στον κόρο του ανθρώπου, στο συναίσθημα του υπερχορτασμού δηλαδή, που προέρχεται από την πληθωρική συνεχή απόλαυσι των πνευματικών αγαθών. Αυτή η εύλογη για τον Ωριγένη άποψις προσαρμόζεται ομαλώς στη δοξασία του περί προϋπάρξεως των νόων σε μία προαιώνια κατάστασης τελειότητος, η οποία τους προκάλεσε ανία και κόρο, αλλά συγχρόνως καθιστά αμφίβολη τέτοια κατάστασι, διό της προσδίδει ένα στοιχείο ατελείας. Τέτοια άποψη όμως δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή από τους πατέρες της Ορθοδοξίας, οι οποίοι τοποθετούν τον άνθρωπο επί της τροχιάς προς τη τελειότητα και όχι μέσα στην τελειότητα. Και σ' αυτό το στάδιο πορείας δεν παρατηρείται φυσικά περίσσεια πνευματικών αγαθών, που θα μπορούσε να προκαλέση κόρο, αλλά επιζήτησις αγαθών.
Επομένως θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι κάτι αντίθετο από τον κόρο συνέβηκε εδώ: απληστία, επιζήτησις αγαθών περισσοτέρων από τα αναγκαία και τα χρήσιμα. Ο αρχέγονος άνθρωπος κατά την πορεία του βίου του απελάμβανε ωρισμένα πνευματικά αγαθά, ανάλογα πάντοτε με τον βαθμό προαγωγής του, αλλά σε κάποια χρονική στιγμή εζήτησε ν' απόκτηση αγαθά που δεν εδικαιούτο κι' έσπευσε να υφαρπάση αγαθά που δεν του άνηκαν και δεν προορίζονταν γι' αυτόν, τουλάχιστο σ' εκείνο το στάδιο της πορείας (4). Και το υπερβολικό που εζήτησε ήταν η ισοθεΐα.
Αν όμως κατά την γραμμή σκέψεως που διέπει την παρούσα έκθεσι η μεγάλη επιδίωξις του ανθρώπου και ο τελικός προορισμός του πρέπει να είναι η ισοθεΐα, γιατί τώρα αυτή η ενέργεια είχε τέτοιες συνέπειες; Είχε, διότι η επιζήτησις εκδηλώθηκε έξω από την θεόδοτη τάξι. Το πάθος της απληστίας του προεκάλεσε πρόωρες επιθυμίες αποκτήσεως πολυτίμων αγαθών χωρίς προσωπικό αντίκρυσμα. Κι' έτσι επεζήτησε να φθάση αποτόμως στο ακρότατο στάδιο, ενώ η κανονική πορεία ήταν, με την συνεχή καλλιέργεια των ικανοτήτων του, να προχωρή σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα αρετής. Κατάντησε λοιπόν στο σημείο να καταστρατήγηση και καταστρέψη τους νόμους που διέπουν τη φυσική και πνευματική του εξέλιξι. Το δένδρο της γνώσεως, παρατηρεί ο Γρηγόριος Θεολόγος, ήταν η θεωρία του Θεού, στην κορυφή της οποίας μπορεί κανείς να ανέλθη, αν έχη ησκημένο και ώριμο το φρόνημα (5).
Το γεγονός της πτώσεως του ανθρώπου έχει δύο όψεις, την εσωτερική και την εξωτερική, ή κατ' άλλη διατύπωσι την προσωπική και τη διαπροσωπική. Φυσικά δεν είναι δυνατός ο πλήρης χωρισμός τους, διότι η μία φέρει την άλλη και δεν μπορεί να νοηθή χωρίς την άλλη (6).
Η διαπροσωπική πλευρά ανάγεται στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Η παραβίασις της θεόδοτης τάξεως επέφερε την αλλοτρίωσι του Θεού που είναι το φοβερώτερο όλων των κακών. Αλλ ' ο θείος νόμος δεν ήταν μόνο εξωτερικός, ήταν ήδη εντεταγμένος στην φύσι του ανθρώπου. Έτσι η παραβίασίς του, πλην της διαλύσεως των διαπροσωπικών σχέσεων του, έφερε επίσης την προσωπική του κατάρρευσι, και αυτή η κατάστασις με την σειρά της έφερε περισσότερη διατάραξι. Τούτο ήταν συγχρόνως έγκλημα και τιμωρία.
Η προσωπική λοιπόν πλευρά συνίσταται βασικώς στην διάσπασι της προσωπικότητος, διότι η υπερπήδησις του φυσικού ρυθμού της ζωής απέληξε σε διατάραξι των ψυχοσωματικών σχέσεων μέσα στον άνθρωπο, οπότε τα αρμονικώς συνεργαζόμενα στοιχεία του, η ψυχή και το σώμα, διασπάσθηκαν και κατέστησαν αντίπαλα ή ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Πρωτύτερα το σώμα, ακολουθώντας την σύνοικο ψυχή, εφερόταν προς την απάθεια και την αφθαρσία, ενώ τώρα βαδίζει προς την φθορά και τον θάνατο, έλκοντας προς τα κάτω και την ίδια την ψυχή(7). Η διεσπασμένη προσωπικότης έχει φυσικά και διχασμένες λειτουργίες. Η διάσπασις των δύο συνηρμοσμένων σ' ενιαία σύνθεσι στοιχείων ακολουθείται από μία σειρά άλλων διασπάσεων. Διασπάται η ενιαία και «ολόκληρη» έως τότε αίσθησις σε σωματική και πνευματική· και η μεν πρώτη, πενταμερής πλέον, αναφέρεται στο εμπαθές μέρος του ανθρώπου, η δε δεύτερη στο νοερό μέρος (8). Έπειτα διασπάται και ο νους· « εἰς τό διπλοῦν τῆς γνώσεως ἀπωλίσθησεν » (9), απέκτησε δύο ξεχωριστές γνώσεις, εγκόσμια και πνευματική. Τέλος διασπάται το φρόνημα σε δύο αντιμαχόμενα μέρη, το σαρκικό και το πνευματικό, των οποίων τον τραγικό ανταγωνισμό διαζωγραφίζει τόσο ζωηρά ο Παύλος.
« Οἱ γάρ κατά σάρκα ὄντες τά τῆς σαρκός φρονοῦσιν, οἱ δέ κατά πνεῦμα τά τοῦ πνεύματος. Τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωή καί εἰρήνη. Τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός ἔχθρα εἰς Θεόν τῷ γάρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται...» (10).
Τι πρόκειται να εκλέξη ο άνθρωπος; Για εκλογή ευρίσκονται ενώπιόν του δύο πράγματα: αυτό που αρέσει στην ψυχή κι' αυτό που αρέσει στο σώμα. Σ' ένα αγώνα επικρατεί πάντοτε το ισχυρότερο, και είναι γνωστό ότι σε όλες τις περιπτώσεις διαταραχής ισχυροτέρα αποδεικνύεται η δύναμις της φθοράς.
«Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος ; Τίς μέ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (11)
Η απομάκρυνσις του ανθρώπου από την τελειότητα είναι απομάκρυνσις από το αγαθό· και αυτό ακριβώς είναι το κακό, το οποίο έτσι ταυτίζεται με την στέρησι του αγαθού που επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του με την πτώσι. Επομένως το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξι ή κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό του Γρηγορίου Νύσσης έχει ύπαρξι στην ανυπαρξία του, « ἐν τῷ μή εἶναι τό εἶναι ἔχει » (12). Όπως η δράσις είναι φυσική λειτουργία και η τυφλότης δεν είναι λειτουργία αλλ ' απλώς στέρησις αυτής της λειτουργίας, έτσι είναι και το κακό απέναντι στο αγαθό· είναι στέρησίς του. Αυτή η αντίληψις περί οντολογικής ανυπαρξίας του κακού συνιστά το θεμέλιο της ορθόδοξης ανθρωπολογίας και σωτηριολογίας. Το κακό, ως γέννημα των λογικών όντων, δεν μπορεί να τα εμποδίση από τον δρόμο τους προς την προοδευτική τελείωσι.
Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει αυτό που χαρακτηρίζομε φυσικό κακό, ως ανεξάρτητο από την ανθρωπίνη βούλησι. Εάν, σύμφωνα με όσα ελέχθηκαν ανωτέρω, το ηθικό κακό έχη την ρίζα του στην ελευθερία του ανθρώπου, το φυσικό κακό έχει την ρίζα του στην κτιστότητα των όντων. Με το κτιστό είναι σύμφυτη η ατέλεια. Τα όντα προήλθαν εκ του μηδενός και κατά την άλογη κατάστασί τους τείνουν να επιστρέψουν στο μηδέν. Αυτή η τάσις προκαλεί το φυσικό κακό. Μέσα όμως στα όρια του προορισμού που έχει τεθή στην κτίσι από τον Θεό ούτε το φυσικό κακό δεν εμποδίζει την κτίσι να βαδίζη προς την τελείωσί της.
Το ηθικό κακό, ενώ δεν είναι ούτε ουσία ούτε ον, έχει καταστή ουσιώδης κατάστασις, ουσιώδης πραγματικότης τόσο μέσα στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους γενικά, όσο και στην προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου ειδικά. Είναι βέβαια κατάστασις κατά τούτο μόνο, ότι η πτώσις επέφερε αποτελέσματα που φθείρουν τον άνθρωπο και προκαλούν πόνο και καταστροφή. Δημιούργημα του ανθρώπου λοιπόν, και γενικώτερα του λογικού όντος, το κακό κατέστη πλέον μόνιμος συνοδός του στο πάθος, τον πόνο και τον θάνατο. Διότι η κατάρρευσις επιφέρει και τον θάνατο, που είναι αποτέλεσμα του χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό, κατά τον Ειρηναίο.
« Ὅσα τήν πρός αὐτόν τηρεῖ φιλίαν, τούτοις τήν ἰδίαν παρέχει κοινωνίαν. Κοινωνία δέ Θεοῦ ζωή καί φῶς καί ἀπόλαυσις τῶν παρ ' αὐτοῦ ἀγαθῶν. Ὅσα δέ ἀφίσταται κατά τήν γνώμην αὐτῶν ἀπ ' αὐτοῦ, τούτοις τόν προηρημένον ὑπ ' αὐτῶν χωρισμόν ἐπάγει. Χωρισμός δέ Θεοῦ θάνατος, καί χωρισμός φωτός σκότος, καί χωρισμός Θεοῦ ἀποβολή πάντων τῶν παρ ' αὐτοῦ ἀγαθῶν... Αἰώνια δέ καί ἀτελεύτητα τά παρά τοῦ Θεοῦ ἀγαθά, καί διά τοῦτο καί ἡ στέρησις αὐτῶν αἰώνιος καί ἀτελεύτητος » (13).
Ο φυσικός θάνατος που αποτελεί την τυπική λύσι του συνδέσμου μεταξύ σώματος και ψυχής είναι επεισόδιο πολύ μικρής σημασίας συγκριτικά με τον πνευματικό, διότι συντελείται μέσα στα πλαίσια του χωροχρονικοΰ διαστήματος. Η αθεράπευτη συμφορά είναι ο πνευματικός θάνατος, ο οποίος δεν δίδεται, αλλά είναι αφύτευτος και έρχεται μόνος του, όπως το κακό, όταν διακοπή η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό· είναι έκφρασις και αποτέλεσμα της αλλοτριώσεως του Θεού και της απορρίψεως της παρουσίας του.
Η αλήθεια είναι ότι και ο φυσικός επίσης θάνατος δεν δίδεται, δεν επιβάλλεται αλλ ' έρχεται μόνος του, ομαλώς και αναποφεύκτως. Αφού διασπάται η αρμονία των δύο στοιχείων, η διάλυσις του ανθρώπου είναι εντελώς φυσική. Ο Θεός απλώς επιτρέπει την επέλευσι αύυτού του θανάτου, αλλά συγχρόνως μετατρέπει τον χαρακτήρα του και έως ένα βαθμό τον καθιστά ευεργετικό, έστω και αν φέρη την όψι του κακού. Όπως το ραγισμένο σκεύος, για ν' ανακαινισθή, πρέπει ν' αναχωνευθή, ο άνθρωπος χρειάζεται να διαλυθή, για να υποβληθή στην διαδικασία της αναπλάσεως, να πεθάνη για να ανακτισθή, παίρνοντας πλέον την οριστική του μορφή. ʼλλοιώς θα διαιωνιζόταν η αμαρτωλή ύπαρξίς του (14). Είναι μία άποψις που έχει τις ρίζες της στην διδασκαλία τοΰ αποστόλου Παύλου.
« Οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ · σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ - σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει - σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν » (15).
Αφήνεται λοιπόν ο θάνατος να επιτέλεση το έργο του επί του ανθρώπου και, παραδόξως, χάριν του ανθρώπου αφήνεται δηλαδή να καταστρέψη τον άχαρι τούτον βίο, για να μη καταστή η ασθένεια του αιωνία, ώστε στον κατάλληλο καιρό να επιτευχθή η ανασυγκρότησίς του (16). Δεν είναι τιμωρία για την ενοχή, αλλά καρπός της διαγωγής και σε τελευταία ανάλυσι ευεργέτημα. Οι απόγονοι του Αδάμ κληρονομούν αυτόν τον ίδιο με την φύσι του και τις αδυναμίες του. Δεν κληρονομούν την ενοχή του Αδάμ, όπως εδογμάτισε στην Δύσι ο ιερός Αυγουστίνος, διότι κατά την ελληνική ορθόδοξη άποψι η αμαρτία είναι θέμα προσωπικό (17). Ο Αδάμ και η Εύα από το ένα μέρος και οι απόγονοι τους από το άλλο αλληλοπεριχωρούνται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε άνθρωπος που γεννάται φέρει αυτήν την φύσι, όπως την έφθειραν εκείνοι. Μέσα μας φωληάζει κάποια Εύα η οποία μας χορταίνει με τα πράγματα της ιοβόλου γνώσεως, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στους στίχους του Μεγάλου Κανόνος (18).
« Ἀντί Εὔας αἰσθητῆς
ἡ νοητή μοι κατέστη Εὔα
ὁ ἐν τῇ σαρκί ἐμπαθής λογισμός,
δεικνύς τά ἡδέα
καί χορτάζων μέ ἀεί
τῆς ἰοβόλου βρώσεως».
ἡ νοητή μοι κατέστη Εὔα
ὁ ἐν τῇ σαρκί ἐμπαθής λογισμός,
δεικνύς τά ἡδέα
καί χορτάζων μέ ἀεί
τῆς ἰοβόλου βρώσεως».
Έτσι βεβαίως η ανθρωπότης από τον δρόμο προς την ζωή κατάντησε στον δρόμο προς τον θάνατο, από την αφθαρσία στην φθορά, από την αιωνιότητα στα δεσμά του χώρου και του χρόνου, τα οποία ματαίως αγωνίζεται να αποσείση και τα οποία αντιθέτως καθιστά βαρύτερα. Εκείνο όμως που δίνει τον χαρακτήρα στην ζωή του πεπτωκότος είναι η αποδιοργάνωσις την οποία έχει υποστή η προσωπικότης του και από την οποία χαλκεύονται τα δεσμά. Επομένως εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος είναι μία αναδιοργάνωσις που μπορεί να επιτευχθή μόνο με μία ανάκτισι. Αλλά, εφ ' όσον η αποργάνωσις έχει καταστή σ' αυτόν φυσική πλέον κατάστασις, είναι εύλογο ότι, όσο και αν κοπιάση ο ίδιος να εναρμόνιση τις διεσπασμένες λειτουργίες του και να ανασυγκρότηση την ζωή του, δεν θα το κατορθώση.
Ο πεπτωκός άνθρωπος έπλασε πλήθος θεών, στους οποίους προσέγραψε όλες τις αδυναμίες και όλα τα πάθη του, για να παρηγόρηση τον εαυτό του με την ψευδαίσθησι ότι εκείνο που διέπραξε δεν ήταν κάτι κακό, αφού τάχα και η θεότης είναι μέτοχος της αμαρτίας, και άρα η αμαρτία είναι κάτι που αρμόζει επίσης και στο θείο (19). Η λατρεία των κάθε μορφής ειδώλων, που συνεχίζεται έως τις ημέρες μας, είναι μία ματαία προσπάθεια του ανθρώπου να αποκαταστήση τα πράγματα στην αντίστροφη τάξι : αφού δεν έφθασε αυτός στο άκτιστο, προσπαθεί τώρα να φέρη το θείο στη θέσι του κτιστού.
Με την πτώσι του ανθρώπου συμπαρασύρεται προς την φθορά ολόκληρη η άλογη κτίσις και ο κόσμος καθίσταται αφιλόξενος και εκβάλλει αγκάθια και τριβόλους. Είναι τώρα πλέον φυσικό να αισθάνεται ξένος προς τον κόσμο, να μένη ανέστιος· και η συναίσθησις της ανεστιότητος είναι ένα από τα τιμήματα που πληρώνει για την αποξένωσί του από τον Θεό. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν δεσμώτηριο, αφού ο ίδιος υπέβαλε τον εαυτό του σε δουλεία κάτω από τις φυσικές δυνάμεις. Αλλά διαισθάνεται ότι αλλού είναι γι' αυτόν το πολίτευμα· είναι το ουράνιο πολίτευμα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Κατά την αξιόλογη ανάλυση του J. D. Zizioulas, “ Human capacity and human incapacity: an exploration of personhood”, Scott. Journ . of Theol . 28 (1975), 428. Το ίδιο ελληνικά στα Χαριστήρια εις τιμήν Μελίτωνος Χαλκηδόνος, Θεσσαλονίκη 1977, 287-323 (σ. 307).
(2) Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικός Μέγας 6, PG 45, 28 D.
(3) Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικός Μέγας 6, PG 45, 21 D.
(4) Βασίλειος Μέγας, Περί ταπεινοφροσύνης 1, Ρ G 31, 525 ΑΒ. Βλ. όμως και Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 7, Ρ G 31, 344.
(5) Λόγος 38, 12, Ρ G 36, 324 Β.
(6) Βασίλειος Μέγας, Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 7, Ρ G 31, 345
(7) Βασίλειος Μέγας, Προτρεπτικός εις Βάπτισμα 1, Ρ G 31,424 Β.
(8) Διαδοχοσ Φωτικης, Κεφάλαια γνωστικά 14.30.76.
(9) Αυτόθι 2.11.88.
(10) Ρωμ. 8, 5-7.
(11) Ρωμ. 7, 24.
(12) Περί ψυχής και αναστάσεως, Ρ G 46, 93 Β. Η διδασκαλία των πατέρων είναι ομόφωνος στο σημείο τούτο.
(13) Ἔλεγχος, 5, 27, 2.
(14) Θεόφιλος Αντιόχειας, Πρός Αὐτόλυκον 2, 26. Τα ίδια επαναλαμβάνει ο Ειρηναίος, Ἔλεγχος 3, 23, 5-6. Επίσης βλ. Βαςιλειον Μεγαν, Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 7.
(15) Κ ορ. 15, 42-44.
(16) Πλην των ανωτέρω βλ. και Γρηγοριο Θεολόγο, Λόγος 18, 42, Ρ G 35, 1040.
(17) Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς Ρωμαίους 10, Ρ G 60, 474 ε.
(18) Ανδρέας Κρήτης, Μέγας Κανών, α' ώδή.
(19) Γρηγοριος Θεολόγος, Λόγος 39, 7, Ρ G 36, 564 ε.
ΠΗΓΗ: Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Το μυστήριο του ανθρώπου,
Θεσσαλονίκη 1991, εκδ. Κυρομάνος, σελ. 24-33
Θεσσαλονίκη 1991, εκδ. Κυρομάνος, σελ. 24-33
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ