ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν (ο
Πέτρος) εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με»
Ένα εξαιρετικά θαυμαστό γεγονός περιγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα,
το οποίο κάνει τους μαθητές του Κυρίου να μείνουν έκθαμβοι για μία ακόμη φορά
μπροστά στη θεϊκή ενέργεια του Διδασκάλου τους.
Ο Κύριος έχει διαλύσει τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν, έχει στείλει τους
μαθητές Του με πλοιάριο, παρ᾽ όλη τη θαλασσοταραχή, στην απέναντι όχθη από εκεί
που βρίσκονταν, έχει αποσυρθεί σε πολύωρη προσευχή στο όρος, και ξαφνικά
εμφανίζεται ξημερώματα στους ταλαιπωρημένους από την ταραγμένη θάλασσα μαθητές
Του, περπατώντας πάνω στα κύματα.
Ο Πέτρος βιώνει διπλή αντιθετική εμπειρία: τη μία στιγμή μετέχει στο θάμβος
του θαύματος - να περπατά πάνω στα κύματα, αμέσως μετά βιώνει την αγωνία του
θανάτου - καταποντίζεται μέσα σε αυτά. Ζει κάτι που θα το ζήσει και αργότερα,
όταν τη μία στιγμή θα ομολογεί με φωτισμό του Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Υιός
του Θεού του ζώντος, κάτι που θα το επιβεβαιώσει και ο Κύριος, και την άλλη
στιγμή θα δέχεται τον αυστηρότατο έλεγχο του Ίδιου ότι αποτελεί σκάνδαλο για
Εκείνον, διότι «φρονεί τα των ανθρώπων
και ου τα του Θεού».
Αιτία για την εναλλαγή αυτή είναι η αστάθεια στην πίστη προς τον Διδάσκαλο
Χριστό, που τον κάνει να κυμαίνεται άλλοτε στην πίστη και άλλοτε στην ολιγοπιστία. Στην πρώτη περίπτωση περπατά πάνω
στα κύματα και δεικνύει την πίστη του στην δια λόγου διαβεβαίωση και στην
παρουσία του Κυρίου, ενώ στην άλλη, βυθίζεται στο νερό και φανερώνεται η ελλιπής
πίστη του στον Ιησού. Βέβαια, να
θυμίσουμε ότι το περιστατικό αυτό συμβαίνει, πριν την Πεντηκοστή, κατά την οποία όλοι οι Μαθητές και
μετέπειτα Απόστολοι έλαβαν τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος.
Η ευαγγελική διήγηση με σαφήνεια περιγράφει τον φόβο του Πέτρου, ο οποίος από την πίστη,
ξαφνικά πέρασε στην ολιγοπιστία. Τούτο συνέβη, διότι όσο η προσοχή του ήταν
προς τον Χριστό, που τον καλούσε κοντά Του, τόσο μπορούσε και περπατούσε επάνω
στο νερό με αυτοκυριαρχία, σαν να περπατούσε στην ξηρά. Όταν, όμως, η προσοχή
του αποσπάσθηκε, από τον Χριστό και «βλέπων
δε τον άνεμον ισχυρὸν εφοβήθη» και κλονίσθηκε η πίστη του. Κάτω από αυτή
την κατάσταση ο καταποντισμός του, ήταν αναπόφευκτο γεγονός.
Συνεπώς αντιλαμβανόμαστε, ότι την πίστη την προσδιορίζει η προσήλωση στον
Χριστό και η θέαση του προσώπου Του, που οδηγεί στην υπέρβαση κάθε δυσκολίας
μας. «Πιστεύεις ότι δύναμαι ποιήσαι
τούτο», ρωτά σε πολλές περιπτώσεις τελέσεως θαύματος.
Όταν, όμως, ο άνθρωπος χάσει την θέαση του προσώπου του Χριστού και καταλαμβάνεται
από αρνητικές σκέψεις, για την υπαρξιακή του υπόσταση, όπως ο Πέτρος, τότε
κυριαρχείται από φόβο και βιώνει, την αγωνία του «πνιγμού», ως αποτέλεσμα
ολιγοπιστίας.
Ο ολιγόπιστος παρουσιάζει διαφορά, τόσο από τον πιστό, όσο και από τον
άπιστο. Ο ολιγόπιστος διαθέτει πίστη, αλλά ελάχιστη, γι’ αυτό και διστάζει να
προχωρήσει προς τον Χριστό. Ο ολιγόπιστος, αμφιβάλλει ακόμα και στην διαβεβαίωση
του Θεού και εύκολα περιφρονεί τις θείες εντολές Του.
Ο ολιγόπιστος δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός, σε κάθε δυσκολία ενώπιόν
του. Τα όμματα της ψυχής του είναι θολά και εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του,
εύκολα ανεμοδέρνεται από τα κύματα των
παθών, τα οποία ξεβράζουν στην ξέρα της αμαρτίας.
Συνεπώς πρέπει, να μην απομακρυνόμαστε από Εκείνον. Να έχουμε κατά νου την
παραίνεση των αγίων μας, οι οποίοι παροτρύνουν σε συγκόλληση του ανθρώπου, με
τον Θεό, και ιδιαίτερα με το πρόσωπο του
Χριστού, καθώς λέγει ο ψαλμωδός, ότι «εκολλήθη
η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά Σου» Η «συγκόλληση» αυτή
είναι ακριβώς η αδιάκοπη, ενόραση του προσώπου του Χριστού, που μας κρατά
πιστούς και σταθερούς σε κάθε βήμα της ζωής μας.
«Η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα, αλλά ριψοκινδύνευμα, όχι απομόνωση από
το άγνωστο, αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε». Στην εποχή μας επικρατεί
μια σύγχυση, ως προς το «είδος» της χριστιανικής μας πίστης και τις θεμελιώδεις
προϋποθέσεις της, που επηρεάζει και κατευθύνει τη ζωή και την πορεία του πιστού
στην Εκκλησία. Την σύγχυση αυτή αποδίδει συνοπτικά ο Μητροπολίτης Διοκλείας
Κάλλιστος Γουέαρ, καθώς αποφαίνεται «αποφατικά», περί πίστεως: Η πίστη στο Θεό
γράφει, «δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών ή λύση σε ένα
μαθηματικό πρόβλημα». (Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ).
Πράγματι, η πίστη δεν σημαίνει την βαθιά πεποίθηση, αλλά υποδηλώνει κάτι
πολύ βαθύτερο και αμεσότερο. Η πίστη δεν είναι παθητική έννοια, αλλά κατεξοχήν
ενεργητική. Δεν είναι στάση αλλά «κίνηση».
Είναι «γίγνεσθαι» που προϋποθέτει
επαφή, αναφορά, εμπειρία προσωπικής συναντάμωσης. «Η χριστιανική πίστις», λέγει ο Λόσκυ, «είναι προσκόλλησις εις μίαν
προσωπικήν παρουσίαν, εις ένα πρόσωπον, το οποίον δίδει ουσίαν, περιεχόμενο και
βεβαιότητα».
Είναι γεγονός, ότι η ολιγοπιστία είναι η αιτία πολλών δεινών, ενώ
αντίθετα η πίστη είναι η βάση κάθε
αρετής και αγαθοεργίας. Άραγε μπορεί ο
άνθρωπος να θερμάνει την ψυχρή του πίστη; Ναι, διότι η πίστη οδηγεί στην αρετή
και η αρετή πυρώνει την πίστη.
Είναι καιρός, να ριχθούμε όλοι με πραγματική πίστη στον αγώνα, για να
φθάσουμε στο Χριστό. Ο φόβος και η ολιγοπιστία είναι εκδηλώσεις ανθρώπων, που
τους διακρίνει επιφανειακή, χλιαρή και όχι βιωματική πίστη. Κάθε φορά που
διαπιστώνουμε κάποιο φόβο, ας είμαστε πραγματικοί χριστιανοί, ας φέρουμε στο
νου μας τα λόγια του Ιησού: «Θαρσείτε, μη φοβείσθε». Και όταν
αντιλαμβανόμαστε κάποιο είδος ολιγοπιστίας, ας θυμόμαστε το ελεγκτικό ερώτημά
του Κυρίου προς τον Πέτρο. «Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;».