ΠΕΡΙ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑΣ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου
Σούλου
Ο Αριστοτέλης πριν από αιώνες στο έργο του «Μετά τα Φυσικά» έλεγε: «Όλοι
οι άνθρωποι έχουν μια φυσική επιθυμία για γνώση». Αυτή η επιβλητική δήλωση
επικράτησε στο πέρασμα των χρόνων βρίσκοντας την απόλυτη έκφρασή της στη συγκαιρινή πραγματικότητα. Και αυτή η
επιθυμία για γνώση όχι μόνο του εαυτού μας αλλά και του κόσμου που μας
περιβάλλει αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα δημιουργίας πολιτισμού και
καλλιέργειας της λογικής μας ικανότητας. Ωστόσο, παρά τα πολύ σημαντικά βήματα
που έχουν γίνει ως σήμερα προς την κατάκτηση της ουσιαστικής γνώσης, δεν παύουν
να ισχύουν έννοιες όπως η «ημιμάθεια» ή η «αμάθεια» για πάρα
πολλούς ανθρώπους.
Στην καθημερινή μας ζωή ερχόμαστε αντιμέτωποι και
με ημιμαθείς αλλά και με αμαθείς. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον που
είναι αμαθής, ενώ έναν ημιμαθή πολλοί θα ήθελαν να τον αποφύγουν.
Ημιμάθεια
λέγεται η
ιδιότητα που χαρακτηρίζει τις ανολοκλήρωτες και ατελείς γνώσεις ή ελλειμματική
μάθηση ενός ατόμου (Μπριτάννικα 26, 409). Η ημιμάθεια σχετίζεται με την ημιμόρφωση
(T. Adorno 1990), δηλ. την εκπαίδευση αλλ’
όχι την παιδεία· τη δεξιότητα αλλ’ όχι τη μόρφωση. Μία ημιμαθής
«παιδεία» όχι μόνο μπορεί να διαστρεβλώσει μια αλήθεια, αλλά και δεν μπορεί να
παράσχει πρωτογενή γνώση, αφού συνήθως στέκεται στις επαναλήψεις, στις
αντιγραφές, στον σχολιασμό, στον μιμητισμό και στον φορμαλισμό. Τόσο οι αρχαίοι
Έλληνες, όσο και η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία γνωρίζουν και στηλιτεύουν αυτό
το φαινόμενο. Σύμφωνα με τον π. G. Florovsky, οι Πατέρες της Εκκλησίας για την
ημιμάθεια χρησιμοποιούσαν τον όρο «ψευδομόρφωσις». Ειδικότερα, ο ιερός
Χρυσόστομος παρατηρεί: «Βέλτιον γάρ αγνοείν καλώς ή ειδέναι κακώς» (MG
50, 768).
Η
ημιμάθεια είναι η αποσπασματική γνώση, όταν ο εγκέφαλος δεν μπορεί να απορροφήσει
αποτελεσματικά όλα τα ερεθίσματα που δέχεται. Η ημιμάθεια είναι η επιφανειακή
γνώση, η επιδερμική επαφή με κάποιον γνωστικό τομέα ή την άτακτη, μη συστηματική
και μεθοδική γνώση κάποιων επιμέρους στοιχείων του συγκεκριμένου αντικειμένου.
Ταυτόχρονα, η ημιμάθεια συνοδεύεται από την αδυναμία του φορέα της να
ταξινομήσει τις γνώσεις του, να οργανώσει τη σκέψη του, να συνειδητοποιήσει
πλήρως τί γνωρίζει και τί δεν γνωρίζει. Βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση γνώσης
και άγνοιας, προσεγγίζει λανθασμένα το αντικείμενο της γνώσης, καθώς δεν έχει
βέβαια γνώση, έχει συγκεχυμένες απόψεις και έλλειψη αυτογνωσίας.
Η ημιμάθεια παρέχει διαστρεβλωμένη προσέγγιση
της γνώσης που αποπροσανατολίζει, κάνει πιο δύσκολη την κατάκτησή της, απαιτεί
επανατοποθέτηση του ατόμου απέναντι σ’ αυτή, κάτι που δεν είναι βέβαια εύκολο,
ιδιαίτερα όταν λείπει η αυτογνωσία, χαρακτηριστικό κι αυτό της ημιμάθειας. Ο
Πίνδαρος έλεγε: «Γένοι’ οίος, εσσί μαθών», δηλαδή «μάθε ποιος είσαι και γίνε
τέτοιος»!
Τα
συνηθέστερα αίτια της ημιμάθειας είναι η άγνοια του εαυτού και των ορίων του
ημιμαθούς, η επιδίωξη για κοινωνική αναγνώριση, η ματαιοδοξία και φιλοδοξία, η
προβολή, η αλαζονεία, ο εγωισμός, ο ναρκισσισμός, η στενή και περιορισμένη επιστημονική
εξειδίκευση, ή, αντίθετα, η γενικευμένη και η πνευματική ελεφαντίαση, το
εντεταλμένο καθήκον, η νομιζόμενη ιεραποστολή, η παρανόηση του Χαρίσματος ομολογίας
της Πίστεως, το σύνδρομο του «σωτήρα» κ.ά., τα οποία του προξενούν σύνδρομο
κατωτερότητας,
Παρακολουθούμε
συζητήσεις στις οποίες συνήθως συμμετέχουν ιερωμένοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές,
χορευτές, ζωγράφοι, μανεκέν, μάγειροι, κομμωτές, ποδοσφαιριστές κ.ά., να
συζητούν κάθε φορά για διαφορετικά θέματα Πολιτικής, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας,
Κοινωνικής Ηθικής, Θρησκείας, Μεταφυσικής κ.λπ., εκφράζοντας δημόσια τις
προσωπικές και εμπειρικές πεποιθήσεις τους. Έτσι, για παράδειγμα η τηλεόραση ή
το Διαδίκτυο, που πληροφορούν μαζικά, διαδίδουν ραγδαία αυτή την πρόχειρη, επιφανειακή,
επιπόλαια, αντεπιστημονική, λαϊκή, γενικευτική και επικίνδυνη ψευδογνώση.
Τόσο
η αρχαιοελληνική διανόηση «μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας» και οι μεγαλύτεροι
σοφοί, όπως ο Σωκράτης «ένα οίδα ότι ουδέν οίδα», αλλά και ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι,
έχουν διαγνώσει το πάθος αυτό, συνιστώντας αυτογνωσία, αυτοέλεγχο και αυτοκριτική,
σοβαρή προετοιμασία και εξέταση των πραγμάτων σε βάθος και πλάτος, όχι
βεβιασμένες αποφάσεις, σκληρή άσκηση για την απόκτηση της αληθινής σοφίας,
κυρίως κριτική, αφαιρετική και συνθετική ικανότητα και όχι απλά πληθώρας
πληροφοριών, λακωνικότητα, μετριοπάθεια, ταπεινό και συμπαθητικό γενικά
φρόνημα, ησυχία και σιωπή, όπου και όποτε επιβάλλεται: «Κρείττον σιωπάν ή λαλείν
μάτην».
Το
ίδιο για τη σιωπή συμβουλεύουν και όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ποιητές και ρήτορες
της Αρχαιότητας: Πυθαγόρας, Ευριπίδης, Μένανδρος, Επίκτητος, Ισοκράτης κ.ά. Και
ο Αυστροβρετανός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein (1889–1951) λέει σχετικά: «για
ό,τι δεν μπορούμε να συλλάβουμε καθαρά με τη σκέψη μας, είναι καλύτερα να σιωπούμε».
Για
να φθάσουμε, όμως, σε αυτό το επίπεδο, απαιτείται προηγουμένως να αποκτήσουμε
το Πατερικό ήθος της «διακρίσεως»: «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν»,
όπως κηρύττει ο Εκκλησιαστής (3, 7). Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε: «μηδέ κληθείτε
καθηγηταί, ότι καθηγητής υμών εστίν ο Χριστός. ο δε μείζων υμών εσταί υμών διάκονος.
όστις δε υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται»
(Ματθ. 23, 10-12). Εδώ ο Χριστός εννοεί την ψυχοπαθολογική εμμονή κάποιων στο
ανθρωπίνως Αλάθητο.
Μπορούμε
να καταπολεμήσουμε την ημιμάθεια και αυτό
μπορεί να γίνει κυρίως με ένα τρόπο. Με μια παιδεία που θα λειτουργεί μεθοδικά
και καλά οργανωμένα από τις πρώτες της βαθμίδες και θα ταξινομεί έτσι το χάος
των πληροφοριών που εισρέουν καθημερινά στη ζωή μας. Ακόμη θα οδηγεί σταδιακά
τον μαθητή στο να οικοδομεί μόνος του τη γνώση, μια γνώση σίγουρη και
εμπεριστατωμένη, όχι δογματική, αλλά στηριγμένη σε ένα βασικό σύστημα εννοιών
και μεθόδων καθαρά ανθρωπιστικών. Με ένα τέτοιο σύστημα ως αφετηρία μπορεί ο
νέος να κινηθεί προς την κατάκτηση της γνώσης, όσο δύσκολη κι αν φαντάζει η
πορεία προς αυτήν, αποκτώντας σφαιρική καλλιέργεια, ευρύτητα πνεύματος,
οργανωμένη σκέψη.