ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ 2013
Του
Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε
την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν»
Την
Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού», αναφέρει το Συναξάρι της ημέρας, το οποίο μας βεβαιώνει, ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού,
βιώνει στη λατρεία της, τη Δεύτερη ένδοξη Παρουσία του Χριστού στη γη, ως
οντολογικό γεγονός και όχι ως κάτι το ιστορικό αναμενόμενο. Αυτή η προοπτική εμφαίνεται
μέσα από το περιεχόμενο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Στην οποία ο Χριστός διδάσκει τον
τρόπο και τη μέθοδο, που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία και στην «αιώνια Βασιλεία του». Λέγει
χαρακτηριστικά: «Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με»
χαρακτηριστικά: «Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με»
Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου
παραπέμπουν στην ουσία του Χριστιανικού μηνύματος, που συνδέεται τόσο στενά με
την υποσχόμενη Βασιλεία των Ουρανών και τα άξια τέκνα, που θα την
κληρονομήσουν. Και πραγματικά, η επισήμανση αυτή του Κυρίου, μάς δίνει το
στίγμα του μεγαλείου του ανθρώπου, που συνίσταται στην δημιουργία του, ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Ο
παράδεισος και η κόλαση δεν είναι απλώς η ανταμοιβή ή η καταδίκη, αλλά ο τρόπος
με τον οποίο θα βιώνει ο κάθε άνθρωπος τη θέα του Θεού. Το πρόβλημα είναι, πώς
ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Θεό, ως παράδεισο και όχι ως κόλαση; Πώς θα
μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία»
Του και πώς τελικά θα κατορθώσει, να μετανοήσει, για να φθάσει στη «θέωση», που είναι ο μοναδικός
προορισμός του ανθρώπου;
Ο Χριστός, όταν λέγει «Επείνασα
γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με…», διδάσκει, ότι
πρέπει να βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, Εκείνον. Συνεπώς μιλά για τη συμπεριφορά του ανθρώπου, προς τον συνάνθρωπο και ότι αυτή η ενέργεια θα
είναι το ουσιαστικό κριτήριο της Κρίσεως, κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η απάντηση,
που έδωσε ο Χριστός, με τη φράση ότι «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών
μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. Κεφ. 25), στην απορία τόσο των
δικαίων, όσο και των αδίκων, για το πότε σε είδαμε πεινασμένο ή διψασμένο και
σε φροντίσαμε ή δεν σε φροντίσαμε, είναι μία σαφής απάντηση υπέρ της αγάπης,
προς τον συνάνθρωπο. Βεβαίως, η προτροπή του Χριστού, για αγάπη προς τον
συνάνθρωπο, δεν σημαίνει ότι παραθεωρείται η πίστη στον Χριστό και στην
Εκκλησία Του, διότι η πίστη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας, ενώ η αγάπη στον συνάνθρωπο, είναι η
ενεργοποίηση των δωρεών της Θείας Χάριτος εντός μας.
Η
σημερινή Κυριακή της Απόκρεω μιλά, για τη συμπεριφορά του ανθρώπου, προς τον
συνάνθρωπο, η οποία είναι το καταλυτικό μέσο και κριτήριο δυνατότητας στη θέαση
του Θεού, δηλαδή στην αγιότητα και στα αγαθά της αιώνιας ζωής.
Εάν κατορθώσει ο άνθρωπος,
να φθάσει στο υψηλό πνευματικό επίπεδο αγάπης, που θα βλέπει στο πρόσωπο του
κάθε συνανθρώπου του, τον ίδιο τον Χριστό, είναι βέβαιο, ότι θα σταθεί την
στιγμή της Κρίσεως, «εκ δεξιών αυτού» και «τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου,
κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου»
Αγάπη,
γράφει ο π. Σμέμαν μεταξύ άλλων, είναι η «δυνατή
αδυνατότητα», ώστε να εμφανίζεται
ο Χριστός στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, όποιος κι αν είναι αυτός. Αγάπη οντολογική
και αυθεντική είναι, όταν πλησιάζει κανείς τον συνάνθρωπό του, όχι σαν μια
ευκαιρία, για «καλή πράξη» ή για «εξάσκηση
της φιλανθρωπίας του», αλλά, σαν να κοινωνεί με τον ίδιο το Θεό. Η αγάπη δεν
εξετάζει στον «πλησίον», δεν
εξετάζει στον συνάνθρωπο την εξωτερική
του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, την διανοητική
του ικανότητα, αλλά τον εκλαμβάνει και τον αποδέχεται, ως «πρόσωπο», δηλαδή, ως «εικόνα Θεού».
Η διαβεβαίωση του Χριστού,
ότι «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των
αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», είναι οδοδείκτης, για κάθε άνθρωπο, διότι για
να είναι ο άνθρωπος σε άμεση κοινωνία με τον Θεό και τις άκτιστες ενέργειές
Του, επιβάλλεται πρώτα να έλθει σε επικοινωνία με τον συνάνθρωπό του και τότε ο
Θεός τον ανταμείβει και του αντιπροσφέρει τη δική Του Αγάπη και ευλογία,
καθιστώντας τον κληρονόμο της «από καταβολής κόσμου
ητοιμασμένην βασιλείαν», ως στοργικός Πατέρας, αλλά και ως δίκαιος Κριτής. «Ούτε ο έλεος αυτού άκριτος, ούτε η κρίσις
ανελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος.
Η σημερινή
περικοπή, μάς εισάγει ενώπιον του «οντολογικού γεγονότος» της Θείας Κρίσεως.
Και είναι «οντολογικό γεγονός», διότι μας βεβαιώνει σήμερα ο Χριστός ότι
θα «έλθῃ ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξῃ
αυτού» στη γη. Αυτή η διαβεβαίωση είναι πολλαπλώς διατυπωμένη, τόσο στην
Αγία Γραφή, όσο και στα κείμενα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς και σε
όλη την υμνολογία, εξόχως δε της παρούσης ημέρας. Στο Σύμβολο της Πίστεώς μας, ομολογούμε: «Και πάλιν ερχόμενον, μετά δόξης,
κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Επίσης στην ακολουθία του Εσπερινού της σημερινής Κυριακής, ψάλλουμε: «Όταν μέλλῃς έρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν
ποιήσαι, Κριτά δικαιότατε, τότε Βίβλοι ανοιγήσονται και φανερωθήσονται πράξεις,
ανθρώπων επίπροσθεν. Αλλά φιλάνθρωπε Σωτήρ, πριν το τέλος φθάσῃ, δια της μετανοίας,
επιστρέψας, ελέησόν με».
Δια
να ελεήσει, ο φιλάνθρωπος Σωτήρ την ψυχή μας, πρέπει αυτή «ευρεθήναι καθαρά, εν τη ώρᾳ της ετάσεως». Για να είναι όμως η ψυχή
μας καθαρή την ώρα της εξετάσεως, πρέπει
να πολιτευθούμε, σύμφωνα με τη διδαχή του
υμνωδού, που λέγει: «Τας του Κυρίου γνόντες εντολάς, ούτω πολιτευθώμεν· πεινώντας
διαθρέψωμεν, διψώντας ποτίσωμεν, γυμνούς περιβαλώμεθα, ξένους συνεισαγάγωμεν,
ασθενούντας και τους εν φυλακή επισκεψώμεθα, ίνα είπῃ και προς ημάς, ο μέλλων
κρίναι πάσαν την γην· Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε, την
ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν». (Ιδιόμελο Λιτής).