Η σημερινή
Κυριακή πέρα από την αριθμητική της ονομασία (Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου), έχει
ονοματοποιηθεί, ως Κυριακή της «Χαναναίας»,
που προέρχεται από τον τόπο προέλευσης της ταλαιπωρημένης και πονεμένης
μητέρας, της οποίας το όνομά της, ήταν μάλλον Ιούστα,
σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας.
σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας.
Αρκεί μόνο
μία απλή ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής, για να διαπιστώσουμε την βαθειά
και ακλόνητη πίστη της γυναικός, η οποία με όπλο την ακλόνητη πίστη της, πολεμά
τις ενέργειες του διαβόλου, ο οποίος ταλαιπωρεί την θυγατέρα της, η οποία «κακώς δαιμονίζεται». Όλα αυτά τα χρόνια η ζωή της, η ικετεύουσα Χαναναία, εμφορείται από
καρτερία και υπομονή, από πίστη και ελπίδα. Ακολουθεί το παράδειγμα του Αβραάμ,
ο οποίος «επίστευσε και τούτο του
λογαριάστηκε για την δικαίωσή του» (Ρωμ. 4, 3). Ακολουθεί την πίστη του πολλαπλώς δοκιμαζομένου
Ιώβ, που αφέθηκε κυριολεκτικά στην πρόνοια του Θεού. Ακολουθεί την πίστη του Μωϋσή που δοκιμάστηκε, για
σαράντα χρόνια, στην έρημο δίχως γογγυσμό, αλλά αντίθετα ζούσε δοξάζοντας τον
Θεό.
Η Χαναναία του
σημερινού Ευαγγελίου έχοντας, ως πρότυπα στη ζωή της τέτοιες μεγάλες
φυσιογνωμίες, ακολούθησε το παράδειγμά τους και άντεξε τον άνισο πόλεμο κατά
του διαβόλου. Και όπως εκείνοι απευθύνθηκαν στον Φιλεύσπλαχνο Θεό, για να δώσει
λύση στα προβλήματά τους, έτσι και η Χαναναία, τώρα, απευθύνεται προς τον μοναδικό Σωτήρα, διότι
πιστεύει αταλάντευτα ότι θα την ακούσει και ότι τελικά θα παράσχει την ίαση, τη
θεραπεία στη δαιμονιζόμενη κόρη της. Για αυτήν, λοιπόν την εδραιωμένη πίστη
της, ανταμείφθηκε και άκουσε από τον Σωτήρα
και Λυτρωτή, αυτό που υπομονετικά περίμενε τόσον καιρό: «Γενηθήτω σοι, ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής απο της ώρας εκείνης». Τα λόγια του Χριστού επισφραγίζουν
την πορεία της δοκιμαζόμενης πίστεως και τελικά αναδεικνύεται νικήτρια. Ναι, νικά,
γιατὶ έμαθε να υπομένει. Έμαθε να ελπίζει στη σωτήρια φιλανθρωπία και αγάπη του
Χριστού.
Ο Απ. Παύλος
μας δίνει εύστοχα τον ορισμό της πίστης: «Έστι
δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος, ου βλεπομένων (Εβρ.11,
1). Η πίστη είναι μεγάλη εσωτερική δύναμη, το ισχυρό αντίδοτο στα αρνητικά
συναισθήματα, που παραλύουν τη ζωή μας κι εμποδίζουν την ανάπτυξή μας. «Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που
ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που
δεν βλέπουμε» (Εβραίους 11:1). Όσοι
εγκαταλείπουν την πίστη τους ομολογούν πως έχουν ένα εσωτερικό κενό, που τίποτα
δεν μπορεί να καλύψει. Όταν έλθουν οι
καταιγίδες παραλύουν, διαλύονται.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ορίζει την πίστη ως εξής: «Έστι γαρ πίστις εξ ακοής». Γιατί ακούγοντας τις θειες Γραφές,
πιστεύουμε στη διδασκαλία του Πνεύματος. Και αυτή τελειοποιείται με όλα που
νομοθετήθηκαν από τον Χριστό, αφού εκδηλώνεται με έργα, παρουσιάζοντας ευσέβεια
και εφαρμόζοντας τις εντολές αυτού που μας ανακαίνισε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει για την πίστη: « Η πίστις είναι το μέσο με το
οποίο βλέπουμε τα μη φανερά και κάμνει εξ ίσου βέβαια τα μη βλεπόμενα, με τα
βλεπόμενα. Ούτε είναι δυνατό να μη πιστεύση κανείς σε εκείνα που βλέπει, ούτε
πάλι είναι δυνατό να πιστεύση, εάν δεν έχει σαφέστερη βεβαιότητα για τα αόρατα
από ό,τι για τα ορατά. Επειδή δηλαδή τα ελπιζόμενα θεωρούνται ανυπόστατα, η
πίστις δίνει σε αυτά υπόσταση ή καλύτερα δεν δίνει, αλλά αυτό είναι η ουσία
τους. Για παράδειγμα, η ανάστασις δεν έχει γίνει, ούτε υπάρχει ως υπόστασις,
αλλά η ελπίδα την τοποθετεί μέσα στην ψυχή μας. Αυτό σημαίνει υπόστασις ελπιζομένων πραγμάτων».
Ο Μ. Αθανάσιος
γράφει: Εάν τελώνην λάβῃ πιστεύοντα, ευαγγελιστὴν αποδείκνυσιν· εάν εν αλιεί
γένηται, θεολόγον αποτελεί· εάν διώκτην εύρῃ μετανοούντα, απόστολον εθνών
απεργάζεται, κήρυκα πίστεως, σκεύος εκλογής. Δι’ αυτού οι ασθενείς ισχυροί· οι
πτωχοί πλουτίζουσιν· οι ιδιώται τω λόγῳ σοφότεροί εισί των σοφών.
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης λέει για την πίστη: «Η πίστη είναι
το κλειδί, με το οποίο ανοίγεται ο θείος θησαυρός. Το κατέχουν οι απλές,
αγαθές, όλο αγάπη καρδιές. Η πίστη είναι το πνευματικό στόμα. Ας ανοίγουμε
ελεύθερα αυτό το στόμα, όπως κάνουμε και για το σωματικό. Ας μη σφίγγουν τα
χείλη του η αμφιβολία και η ολιγοπιστία. Αν μένει κλειστό εξ αιτίας τους,
κλειστός θα μένει και ο ουρανός για μας. Όσο πιο πολύ κινείται το στόμα της
πίστεως, όσο πιο αδίστακτα πιστεύουμε στην παντοδυναμία του Θεού, τόσο πιο
πολλοί θα είναι οι θείοι οικτιρμοί απέναντί μας».
Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής μας λέει ότι «πίστη χωρὶς έργα και έργα χωρὶς πίστη θα απορριφθούν εξίσου από
τον Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Θεό πίστη που φανερώνεται με έργα. Ο
Αβραάμ δεν θα δικαιωνόταν από την πίστη του, αν δεν προσέφερε, ως καρπό, στο Θεό
τον γιο του Ισαάκ».
Ο Σολζενίτσιν, στο
έργο του, «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» διηγείται
το πώς έφτασε στην πίστη.
«Από τα χρόνια της
φυλάκισής µου, γράφει, μου παραχωρήθηκε να
αποκοµίσω πάνω στην
τσακισµένη πλάτη µου, που σχεδόν συντρίφθηκε από το φορτίο της, αυτή την ουσιώδη εμπειρία. Το πώς ένα
ανθρώπινο ον γίνεται καλό, και το πώς
γίνεται κακό. Στην παραζάλη των επιτυχιών της νεότητάς µου, θεωρούσα τον εαυτό
µου αλάθητο, και ήµουν γι’ αυτό σκληρός».
(Ήταν λοχίας στο
στρατό.) «Στην κατάχρηση
της δύναµης, ήµουν
ένας δολοφόνος και
ένας τύραννος. Στις πιο κακές µου στιγµές ήµουν πεπεισµένος, πως έκανα
καλό, και ήµουν γερά εφοδιασμένος µε μεθοδικά επιχειρήματα. Όταν, όμως, ξάπλωσα
στο σαπισμένο άχυρο της φυλακής, τότε αισθάνθηκα µέσα µου τα πρώτα σκιρτήµατα
του καλού.
Βαθμιαία µου
φανερώθηκε, ότι η
γραµµή που διαχωρίζει
το καλό από
το κακό, δεν περνά µέσα από καταστάσεις, ούτε µέσα από κοινωνικές
τάξεις, ούτε µέσα από πολιτικά κόµµατα, αλλά κατ’ ευθείαν µέσα από κάθε
ανθρώπινη καρδιά και κατόπιν µέσα από όλες τις ανθρώπινες καρδιές. (Αποσπάσµατα
από το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»).
Πόσο βάθος έχει
αυτή η ομολογία! Έχει βάθος, γιατί
βασίζεται πάνω στον
πόνο, που είναι
η πραγματικότητα της
ανθρώπινης ύπαρξης και η αρχή της γνήσιας πνευματικής ζωής. Έχει βάθος,
γιατί η εμπειρία του πόνου, οδηγεί τον άνθρωπο στην πίστη, την οποία ο Χριστός επαινεί και επιβραβεύει, όπως
επιβράβευσε σήμερα την πονεμένη Χαναναία μητέρα, τον Ιωνά εντός του κήτους, τον Ιώβ, τον
Αβραάμ και κάθε αγωνιζόμενο πιστό, που φωνάζει δυνατά και επίμονα «ελέησόν
με, Κύριε υιέ Δαυίδ» ή «Κύριε, βοήθει μοι».
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου