ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
«Νεανίσκε,
σοι λέγω, εγέρθητι»
Ο
Ιησούς κατευθύνεται προς την πόλη της Ναΐν, μαζί με τους μαθητές του, ενώ τους
ακολουθούσε και πολύ πλήθος. Καθώς πλησίαζαν την πύλη της πόλης, συναντά μια
μεγάλη ανθρώπινη πομπή που συνόδευε νεκρό, το μονάκριβο υιό μιας χήρας μάνας. Όταν
είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε «μην κλαις», έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και, αφού στο
μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν είπε, «νεανίσκε, σοι λέγω,
εγέρθητι» και ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον
παρέδωσε στη μητέρα του. Τότε όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν το Θεό
λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας! Ο Θεός ήρθε να σώσει το
λαό του»!
Οι
αναστάσεις των νεκρών, δεικνύουν αφ’ ενός την προτύπωση της δικής Του Αγίας
Ανάστασης και αφ’ ετέρου αποκαλύπτουν στους ανθρώπους, ότι ο θάνατος δεν έχει
καμία κυριαρχική δύναμη ή εξουσία, όταν είναι ο Χριστός παρών. Η ανάσταση
λοιπόν του Χριστού σημαίνει κατάργηση του θανάτου, κατάργηση του άδη. «Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου άδη το
νίκος;» διαλαλεί θριαμβευτικά ο ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του
Λόγο.
Για
την ανθρώπινη, όμως, αντίληψη ο θάνατος παραμένει ακόμα ένα φοβερό μυστήριο, σύμφωνα
με τον υμνωδό, που λέγει ότι είναι «Όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριο»,
διότι εξακολουθεί να συνδέεται με τον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα και
από την αρμονία της ενώσεώς της με αυτό. Ο θάνατος είναι επίσης λυπηρό γεγονός,
διότι συνδέεται με την φθαρτότητα και τη θνητότητα του ανθρώπου, εξ’ αιτίας της
παρακοής των πρωτοπλάστων στο θέλημα του Θεού, που άλλαξε τὴν πορεία της ζωής
τους. Άμεση συνέπεια αυτής της ηθικής παρεκτροπής υπήρξε ο φόβος, μετά την παρακοή,
σύμφωνα με την απάντηση του Αδάμ, ότι «της φωνής σου ήκουσα και εφοβήθην, ότι
γυμνός ειμί και εκρύβην» (Γεν. 3,10).
Έκτοτε
ο άνθρωπος νεκρώθηκε, έχασε τη γνησιότητα της ανθρωπιάς του, την αθωότητα και
τη μοναδικότητά του μέσα στη δημιουργία. Ουδέποτε
είχε νοιώσει την αίσθηση του φόβου και
της ντροπής. Είναι η πρώτη φορά που
συναισθάνεται την γυμνότητά του ενώπιον του Θεού, διότι καθώς αναφέρει η Γραφή,
έως τότε «ήσαν οι δύο γυμνοί, και ουκ ησχύνοντο», διότι ήσαν αθώοι. (Γένεσις. 2,
25). Έφθασαν σε αυτή την ψυχική διαταραχή, διότι επέδρασε μέσα τους το
αποτέλεσμα της αμαρτίας, η οποία τους αφαίρεσε την αθανασία. Εκείνο το αίσθημα
του φόβου, τους ακολουθεί και στη νέα μεταπτωτική τους ζωή, στην οποία
αγωνίζονται να απαλλαγούν από την κυριαρχία του θανάτου, ο οποίος έγινε
συνώνυμος με τον πόνο και τον φόβο.
Ο φόβος
του θανάτου σε κάθε άνθρωπο εκφράζεται και ερμηνεύεται διαφορετικά. Για τους
κοσμικούς και άθεους ανθρώπους έχει σχέση με την πορεία προς το «μηδέν», διότι
νομίζουν ότι φεύγουν από τον μόνον και υπαρκτό κόσμο και καταλήγουν στο μηδέν
της ανυπαρξίας. Για τους Χριστιανούς ο φόβος του θανάτου συνδέεται με την έξοδο
της ψυχής από τον κόσμο που γνωρίζουν, τους φίλους, τους συγγενείς και την
είσοδό της σε έναν άλλο κόσμο τον οποίον δεν γνωρίζουν, ούτε γνωρίζουν με ποιον
τρόπο θα ζουν και τι θα γίνει με την κρίση του Θεού που ακολουθεί τον θάνατο.
Γι' αυτό χρειάζεται προσδοκία και προετοιμασία κατάλληλη.
Ο
θάνατος, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, είναι απευθείας συνδεδεμένος με την
απουσία της αγάπης. Η αγάπη είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής, με τον
τρόπο που ο Θεός έφτιαξε τη ζωή να λειτουργεί. Ο θάνατος βρίσκεται εκεί που
λείπει η αγάπη. (Ρωμαίους 13:10).
H
αγάπη του Θεού συνθέτει το δομικό στοιχείο της ζωής. Η αγάπη είναι ζωή και η
ζωή είναι αγάπη, εξ’ ορισμού. Η αγάπη του Θεού είναι ο κανόνας της ζωής και συνεπώς
είναι το έναυσμα για τη ζωή.
Αντιθέτως,
όλες οι σκέψεις, όλα τα συναισθήματα και όλες οι συμπεριφορές, που είναι
αντίθετες προς την αγάπη, κατευθύνουν τον
άνθρωπο, προς την αμαρτία και συνεπώς, προς τον θάνατο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει
κατηγορηματικά, ότι «ο μισθός της αμαρτίας είναι ο Θάνατος» (Ρωμαίους 6:23)
Η
αμαρτία οδηγεί στον θάνατο ακριβώς γιατί είναι σε διαρκή σύγκρουση με το Θεό
και το νόμο Του. Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι η αμαρτία κάνει κακό στους
άλλους, διότι υπηρετεί το «εγώ» εις βάρος των άλλων. Λέγει ακόμη, ότι «η αγάπη
είναι η εκπλήρωση του νόμου» και πως αυτοί που ζουν εντός των ορίων του νόμου
του Θεού, ζουν για το Θεό και για τους άλλους, πριν και πάνω από τους εαυτούς
τους. Έτσι, η αμαρτία φανερώνει το νόμο του θανάτου, ενώ η αγάπη μαρτυρεί το
νόμο της ζωής.
Όταν
η ζωή του ανθρώπου ξεπερνά τη φθορά της αμαρτίας και το θάνατο τότε γίνεται
αιώνια, αφού η ζωή του Θεού είναι αιωνία, διότι είναι προσωπική, δηλαδή
πραγματώνεται ως έκφραση ελεύθερης κοινωνίας, ως αγάπη. Ζωή και αγάπη
ταυτίζονται εις ένα πρόσωπο, το οποίο δεν αποθνήσκει, διότι αγαπάται και αγαπά.
Έξω από την κοινωνία της αγάπης το πρόσωπο χάνει την μοναδικότητά του, γίνεται κοινό
ον όπως και τα άλλα. Μεταποιείται σε «πράγμα» χωρίς «ταυτότητα» και «όνομα»,
χωρίς προσωπικότητα.
Θάνατος
δια το πρόσωπον σημαίνει, ότι παύει να αγαπάται και να αγαπά, να είναι μοναδικό
και ανεπανάληπτο. Ενώ «ζωή δια το πρόσωπον σημαίνει την επιβίωση της μοναδικότητας
της υποστάσεώς του, την οποίαν βεβαιώνει και συντηρεί η αγάπη». Έτσι, η αγάπη
ελευθερώνει τον άνθρωπο ως πρόσωπο από τη φθορά και το θάνατο. Ο άνθρωπος με
την αγάπη υπερβαίνει την κτιστότητά του, αφού η κτιστή του φύση γίνεται ένα με
την άκτιστη φύση του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη και μάλιστα απεριόριστη.
Κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης μέσα στο χώρο της
Εκκλησίας, που είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος και τόπος υπάρξεως, επειδή
ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο οποίο βιώνουμε απρόσκοπτα
την ελευθερία μας από τα πάθη.
Αυτό,
λοιπόν, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπερβεί το θάνατο είναι μόνο αγάπη,
«γιατί η αγάπη είναι ακαταμάχητος σαν το θάνατο» όπως μας βεβαιώνει το βιβλικό
χωρίο, Η οντολογία της αγάπης είναι η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα της
ανθρώπινης ύπαρξης. Μια αγάπη για όλους και για όλα «υπέρ πάσης της κτίσεως,
ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και
υπέρ παντός κτίσματος». Αγάπη ακόμη και για το θάνατο, αφού για τον άνθρωπο της
πίστης αποτελεί κέρδος και πέρασμα «εις την εν αυτώ ζωήν».
Ο
σύγχρονος άνθρωπος, εξ’ αιτίας της οικονομικής απορρύθμισης σε παγκόσμιο
επίπεδο, αντιμετωπίζει έντονα και δυσεπίλυτα προβλήματα βιοτικού επιπέδου.
Αντιμετωπίζει τη ζωή μέσα σε συνθήκες που δημιουργούν αγωνία, σύγχυση, απόγνωση
και έντονο αίσθημα αδιεξόδου από τα προβλήματα της ζωής. Η συμβολή της
χριστιανικής πίστεως στην αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων μπορεί να
προσφέρει λύση στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί από τις καταστάσεις που τον
καταπιέζουν και τον αποδιοργανώνουν, δια να μην καταβάλλεται από αισθήματα
απελπισίας και προβαίνει σε απονενοημένα
διαβήματα, όπως αυτοκτονία κ.ά.
Στη
σημερινή, εποχή, όχι μόνο των βαθύτατων υπαρξιακών προκλήσεων, προβληματισμών
και αναζητήσεων, αλλά κυρίως των πνευματικών, κοινωνικών και οικονομικών
αρνητικών ανακατατάξεων, η οντολογία της αγάπης, όπως την βιώνει η Εκκλησία του
Αναστημένου Χριστού και την κηρύττει η θεολογική έκφρασή της, έχει τη
δυνατότητα να βοηθήσει αποτελεσματικά στην τραγικότητα του θανάτου, διδάσκοντας
στους ανθρώπους την αναστάσιμη ελπίδα και προοπτική, ότι «ο Θεός είναι Αγάπη
και η Αγάπη είναι Ζωή».
Η
Αγάπη δημιουργεί ζωή ή μάλλον επαναφέρει τη ζωή, όπως την επανέφερε ο Χριστός
στον τεθνηκότα υιό της χήρας της Ναΐν, διότι «ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη
επ’ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε».
Όντως
ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα που συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι του
ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή του. Το τραγικό γεγονός του θανάτου παραμένει
το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι ο άρχων της
φρίκης και εξακολουθεί να είναι το κύριο και βασικό πρόβλημα της ανθρώπινης
ύπαρξης. Ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μελετητής των Πατέρων της
Εκκλησίας, σημειώνει ότι «η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθεί,
έχει όμως αποκαλυφθεί η αδυναμία του. Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος κηρύττει ότι εξακολουθούμε
να πεθαίνουμε, όπως και πριν, αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο θάνατο, και τούτο
σημαίνει ότι δεν πεθαίνουμε. Η δύναμη και η απόλυτη αλήθεια του θανάτου, συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι το γεγονός, ότι ένας
νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη ζωή. Όμως μετά το θάνατο μπορεί
να ζωοποιηθεί και, ακόμη περισσότερο, να αποκτήσει μια καλλίτερη, ανώτερη και αιώνια
ζωή και τότε η νέα του αυτή υπαρξιακή διάσταση δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά «ύπνος
ελαφρύς, από πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένος» και επηρεασμένος.