Ἡ πεῖρα τῶν δεκαετιῶν, πού κουβαλῶ στούς ὢμους μου, ἡ ἐπί 42 συναπτά ἒτη διακονία μου στόν χῶρο τῆς Παιδείας καί, κυρίως, ἡ κατά
τήν τριετία τῆς κοσμητείας μου (2004-2007) συνεχής ἐπαφή καί -συνήθως- θηριομαχία μου μέ ὑπεύθυνα στελέχη τῆς διανόησης καί τῆς πολιτικῆς, μέ ἒχουν πείσει, ὃτι ὑπάρχει, κυρίως στούς χώρους αὐτούς, μόνιμη ἡ διάθεση νά διακοπεῖ κάθε σχέση τοῦ Λαοῦ μας μέ τήν παράδοση καί τήν ταυτότητά μας. Στὀ
πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἐπιδίωξης ἐντάσσεται καί ἡ ἒξωση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό τά Προγράμματα τῆς Ἐκπαίδευσής μας. Αὐτό δηλαδή, πού οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, ἒζησαν στό Σοβιετικό καθεστώς τους, ἀπειλεῖ ἐμᾶς μέσα στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη τοῦ ἐνθεΐζοντος Φραγκισμοῦ.
τήν τριετία τῆς κοσμητείας μου (2004-2007) συνεχής ἐπαφή καί -συνήθως- θηριομαχία μου μέ ὑπεύθυνα στελέχη τῆς διανόησης καί τῆς πολιτικῆς, μέ ἒχουν πείσει, ὃτι ὑπάρχει, κυρίως στούς χώρους αὐτούς, μόνιμη ἡ διάθεση νά διακοπεῖ κάθε σχέση τοῦ Λαοῦ μας μέ τήν παράδοση καί τήν ταυτότητά μας. Στὀ
πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἐπιδίωξης ἐντάσσεται καί ἡ ἒξωση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό τά Προγράμματα τῆς Ἐκπαίδευσής μας. Αὐτό δηλαδή, πού οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, ἒζησαν στό Σοβιετικό καθεστώς τους, ἀπειλεῖ ἐμᾶς μέσα στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη τοῦ ἐνθεΐζοντος Φραγκισμοῦ.
Εἰς πεῖσμα ὃμως ὃλων τῶν τεκταινομένων εἰς βάρος τοῦ Μ.τ.Θ., ἀκόμη καί ἀπό ἐπαγγελματίες Θεολόγους, θά τολμήσω νά μιλήσω γιά τήν ἐθνική σημασία τοῦ μαθήματος, γνωρίζοντας ὃτι ἰσχύει καί γιά τόν ὁμιλοῦντα, ὁ σχετιζόμενος μέ παρόμοιες περιπτώσεις λόγος τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Καί δόξω καταγέλαστος εἶναι τῶν τοιούτων ἐπιλαμβανόμενος». Ὃπως ὃμως ἐκεῖνος, θά συγχωρηθεῖ νά ἐπαναλάβω καί ἐγώ: «Ἀλλ᾿ ὃμως οὐ παύσομαι λέγων»...
1. Οἱ στρεφόμενοι κατά τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἰσχυρίζονται, ὃτι λειτουργεῖ ὡς «θρησκευτική κατήχηση βιωματικοῦ χαρακτήρα», «ἱκανοποιεῖ ἐν πρώτοις τήν στοχοθεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέσω ἑνός κρατικοῦ μηχανισμοῦ μεταδίδει τίς θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ἀναζητώντας ἀκροατήριο» καί «κατά δεύτερον ἱκανοποιεῖ τό κράτος, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ τήν θρησκεία [... } γιά τόν κοινωνικό ἒλεγχο μέσῳ τῆς ἠθικοποίησης τῶν πολιτῶν του». Ποιά εἶναι ἡ λύση; ἐρωτοῦν. Καί ἀπαντοῦν: «Κατάργηση τώρα»! (Ἀλ. Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ἐλευθεροτυπία», 8.1.2009). Πρόκειται γιά συνθηματολογία φυσικά, προσδιοριζόμενη ἀπό τό πνεῦμα καί τίς στοχοθεσίες τῆς εὐρωπαϊκῆς μετανεωτερικότητας καί τῆς σύμφυτης μέ αὐτήν Νέας Ἐποχῆς.
Εἶναι βέβαια γεγονός, ὃτι καί τό Μ.τ.Θ. ἀνήκει στόν ἐκπαιδευτικό προγραμματισμό τῆς Πολιτείας καί τῶν ἐπιδιώξεών της καί ὂχι στό ποιμαντικό ἒργο τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῶν «διακριτῶν ρόλων» τους. Ποιό ὃμως ἦταν μέχρι πρόσφατα τό πνεῦμα τῆς Πολιτείας; Ὁ σκοπός τοῦ μαθήματος, ὃπως προσδιορίσθηκε μέ τόν Ν. 1566/1985 καί τίς ἀποφάσεις 3338/1995 καί 2176/1998 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας εἶναι: «Ἡ φανέρωση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστοῦ γιά τόν Θεό, γιά τόν κόσμο καί γιά τόν ἂνθρωπο, ἡ μ ύ η σ η (σημ. Γ.Δ.Μ., αὐτό σημαίνει βιωματική συμμετοχή) τῶν μαθητῶν στίς σωτήριες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή... ἡ βίωση τῶν ἀληθειῶν τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως στίς συγκεκριμένες περιστάσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ μαθητῆ, γιά νά βελτιώνεται συνεχῶς «ἐν σοφίᾳ, ἡλικίᾳ καί χάριτι (Λουκ. 2, 52)», ὣστε νά καταξιωθεῖ «εἰς ἂνθρωπον τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. (πρβλ. Ἐφεσ. 4, 13)». Αὐτά φυσικά, γράφθηκαν καί ἰσχύουν γιά τούς ὀρθόδοξους Μαθητές, γιά τούς ὁποίους -καί κατά τό Ὑπουργεῖο- τό Μάθημα εἶναι «ὑποχρεωτικό».
Ἐξ ἂλλου, ἡ ἀναφορά στό παύλειο χωρίο τῆς πρός Ἐφεσίους, βεβαιώνει ὃτι τό μάθημα ἐντάχθηκε ἒμμεσα μέν, ἀλλά δραστικά, καί ἀπό τήν Πολιτεία, στό κλίμα τῆς ποιμαντικῆς προοπτικῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατήχησης, ἀναγνωριζόμενο tacite ὡς προέκταση τοῦ κατηχητικοῦ ἒργου τῆς Ἐκκλησίας στόν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, μέ τίς προϋποθέσεις καί δυνατότητες τοῦ σχολείου.
Ἀλλά τό 2003 ἒγινε ἀναδιατύπωση τοῦ «σκοποῦ» τοῦ Μ.τ.Θ., καθοριζόμενο –καί πάλι- ἀπό τήν Πολιτεία (ΦΕΚ 303/13.3.2003). Διαβάζουμε λοιπόν: «Ἡ διδασκαλία τοῦ Μ.τ.Θ. συμβάλλει Στήν ἀπόκτηση γνώσεων γύρω ἀπό τή χριστιανική πίστη καί τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στήν προβολή τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας ὡς ἀτομικοῦ καί συλλογικοῦ βιώματος. Στήν κατανόηση τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὡς μέσου νοηματοδότησης τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς. Στήν παροχή εὐκαιριῶν στούς μαθητές γιά θρησκευτικό προβληματισμό καί στοχασμό. Στήν κριτική ἐπεξεργασία τῶν θρησκευτικῶν παραδοχῶν, ἀξιῶν, στάσεων. Στήν διερεύνηση τοῦ ρόλου πού ἔπαιξε καί παίζει ὁ Χριστιανισμός στόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης. Στήν κατανόηση τῆς θρησκείας ὡς παράγοντα πού συντελεῖ στήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Στήν ἐπίγνωση τῆς ὓπαρξης διαφορετικῶν ἐκφράσεων τῆς θρησκευτικότητας. Στήν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων καί τῶν μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στήν ἀνάπτυξη ἀνεξάρτητης σκέψης καί ἐλεύθερης ἒκφρασης. Στήν ἀξιολόγηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς παράγοντα βελτίωσης τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων».
Ἐπικροτοῦμε ἐξ ἂλλου καί τά ὑπογραμμισμένα «βασικά κριτήρια» γιά τήν ἒκθεση τῆς διδακτικῆς ὓλης: Ἀπαιτούμενη στάση ἀπέναντι στούς ἀλλόπιστους, τούς ἑτερόδοξους, τίς προβληματικές ἰδεολογίες καί τά ἀντίστοιχα κινήματα: «Ἒγκυρη ἐνημέρωση, ἀνάλυση, ἑρμηνεία. Συμπαράθεση ἀπόψεων (ἀμερόληπτη καί ἀντικειμενική). Σεβασμός τῶν ἐκπροσώπων τους. Ἀγωγή γιά μαρτυρία καί ὁμολογία ἢ διάλογο (ὃπου αὐτός εἶναι δυνατός), καθώς καί γιά ἂμυνα (ὃπου εἶναι ἀναπόφευκτο). Ἀποφυγή προσβλητικῶν χαρακτηρισμῶν, ὑποτίμησης, περιφρόνησης, γελοιοποίησης, πολεμικῆς καί φανατικῆς ἀντίθεσης».
Σημασία, λοιπόν, ἒχει ὃτι ἡ Πολιτεία ἀποδέχεται μέ αὐτά καί συνιστᾶ τόν «ὁμολογιακό» χαρακτήρα τοῦ Μαθήματος, ἀκόμη δέ καί ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη (Διαμεσολάβηση, ἀρ. 2141/2005 περί τῆς Ἐξομολογήσεως στά Σχολεῖα), πού παραδέχεται ὃτι βάσει τοῦ Συντάγματος «δέν ὑπάρχει λόγος νά εἶναι θρησκειολογικό, ἀλλά μπορεῖ κάλλιστα νά εἶναι ὁμολογιακό, ἀρκεῖ νά ἀφήνει περιθώρια γιά τήν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τῶν μαθητῶν».
2. Ἡ ἐκκλησιαστική, λοιπόν, «κατήχηση» ὡς προσφορά τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί παράδοσης γιά τήν ἐμπέδωση τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν σ᾿ αὐτήν, προϋποτίθεται καί στήν Ἐκπαίδευση. Αὐτό ὃμως ὀφείλει νά γίνεται μέ τήν ἀντικειμενικότητα καί κριτική μέθοδο τῆς ἐπιστήμης, ὡς προέκταση ὂχι τῆς ἐνοριακῆς κατήχησης, ἀλλά τῆς καλλιεργούμενης στά Πανεπιστήμια θεολογικῆς ἐπιστήμης. Τά πορίσματα τῆς ἀδέσμευτης ἀκαδημαϊκῆς ἒρευνας μεταφέρονται ἒτσι, στόν χῶρο τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, μέ τήν ἐλευθερία καί νηφαλιότητα τοῦ ἐπιστημονικοῦ λόγου.
Τό Μάθημα προσφέρει τήν ἱστορική πορεία καί παρουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί εἰδικά τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν λατρεία, τήν τέχνη καί τήν ζωή της. Ἡ προοπτική του εἶναι οἰκουμενική, ἀλλ᾿ ὂχι οἰκουμενιστική, στό πνεῦμα δηλαδή τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Πανθρησκείας της. Τί σημαίνει οἰκουμενική; Αὐτονόητα τό Μάθημα θά παρουσιάσει, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεροληψία, τό ὀδυνηρό σχίσμα καί τήν διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τή μία καί ἀδιαίρετη χριστιανική ἀρχαιότητα, τόν Παπισμό, καί ὃ,τι αὐτός σημαίνει, ὡς καί τήν προτεσταντική πολυδιάσπαση, χωρίς νά λείπει, φυσικά καί ἡ αὐτοκριτική γιά ὑπερβάσεις ἢ παραλείψεις ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ἡ ὑποστηριζόμενη καί ἀπό Ὀρθοδόξους ἐμμονή στά ἑνοῦντα (αὐτό συμβαίνει καί στόν οἰκουμενικό Διάλογο) εἶναι παραπλανητική, διότι παραθεωρεῖ τήν θλιβερή τραγικότητα τοῦ σχίσματος, ἡ ἂρση καί θεραπεία τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατή, ὃταν συνειδητοποιηθοῦν τά χωρίζοντα πού, ἐξελικτικά, ἐπέφεραν τήν πνευματική καί πολιτιστική ἀλλοτρίωση μεγάλου μέρους τῆς Χριστιανοσύνης καί τήν δημιουργία τῆς σημερινῆς Εὐρώπης. Ἡ ἐφαρμογή τῆς μεθόδου τῆς ἀποσιώπησης τῆς διαφορᾶς, ὃπως ἐνσαρκώθηκε στό διαβόητο βιβλίο τῆς ἱστορίας τῆς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ, ὂχι μόνο εἶναι ἀντιεπιστημονική, ἀλλά καί παραπειστική, εἰσάγοντας κλίμα ἐξωπραγματικῆς μυθοπλασίας καί οἰκοδομώντας γνώση ἀναληθῆ καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνη.
Ἐξ ἂλλου, ἀναφερόμενο τό Μάθημα στά θρησκεύματα (θρησκεῖες, ὃπως συνήθως λέμε), δέν εἶναι δυνατόν νά μή διαφοροποιήσει τήν χριστιανική αὐθεντικότητα (πατερική Ὀρθοδοξία) ἀπό τήν θρησκεία. Βέβαια, πάντα κρίσιμος παραμένει ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας, πού εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά ἐκτρέπεται σέ «θρησκευτικό ρητορισμό» θριαμβολογίας καί αὐτοδικαίωσης. Προσφέρουμε ἂλλωστε, τήν πίστη καί παράδοση τῶν Ἁγίων καί ὂχι τίς δικές μας ἀλλοτριωμένες συχνά πεποιθήσεις καί ἀπόψεις ὡς «ὀρθόδοξη» ἰδεολογία.
Μετά λοιπόν ἀπό αὐτά ἀναδύεται τό ἐρώτημα: Γιατί οἱ πρόσφατες παλινωδίες τῆς Πολιτείας; Ἂς μή λησμονοῦμε ὃμως τήν εὒστοχη ἐπισήμανση τοῦ σοφοῦ Λάϊμπνιτς, ὃτι «ἂν ἡ Γεωμετρία ἀπαιτοῦσε τρόπο ζωῆς, θά τήν εἲχαμε ἀποβάλει ἀπό τήν σχολική ἐκπαίδευση»! Αὐτό εἶναι τό πρίσμα θεώρησης τοῦ Μ.τ.Θ. ἀπό τούς πολεμίους του. Ἡ πολεμική –συνεπῶς- κατά τοῦ ὁμολογιακοῦ, κατά τά παραπάνω, χαρακτήρα τοῦ Μαθήματος ἀντιμάχεται τήν ἲδια τήν πατερική Ὀρθοδοξία, διότι ἀνατρέπει αὐτόχρημα κάθε ἀλλοτριωμένη χριστιανικότητα καί τήν στοχοθεσία τῆς Νέας Ἐποχῆς, τήν ὁποία διακονοῦν ἀκόμη καί Κληρικοί καί Θεολόγοι μας, ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ. Ἡ καθαρά Ὀρθοδοξία ὃμως, προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες εἰλικρινοῦς συνάντησης καί διαλόγου μέ τά θρησκεύματα, π.χ. τό Ἰσλάμ, ἀπό ὃσο ἡ ἐκκοσμικευμένη δυτική χριστιανοσύνη.
3. Σ’ αὐτό τό σημεῖο προσκρούει, ἀκριβῶς, ἡ προτεινόμενη, ἒντονα μάλιστα, θρησκειολογική μετασκευή τοῦ μαθήματός μας, δῆθεν γιά τήν πλουραλιστική κοινωνία μας. Ἂλλωστε, σέ ὀρθοδόξους μαθητές ἀπευθύνεται τό μάθημα. Λησμονεῖται ἒτσι, ἡ ἐπιστημονική ἀρχή, ὃτι ἡ κατανόηση τῆς ἑτερότητας προϋποθέτει καλή γνώση τοῦ ἰδίου καί οἰκείου, μέ βάση τήν ἀριστοτελική θεμελίωση τῆς γνωσιολογίας στίς ἀρχές τῆς ὁμοιότητας καί τῆς ἀντίθεσης/διαφορᾶς.
Ὁ συνεχής ὃμως τονισμός, εὐκαίρως ἀκαίρως, ἀπό εἰδικούς, ἀλλά ἀδέξιους ἐρασιτέχνες τοῦ παιδευτικοῦ χώρου, τῆς ἀναγκαίας θρησκειολογικῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μαθήματος ἀποβλέπει βασικά στήν μεταρρύθμιση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τελικά στήν ἔξωσή τους ἀπό τόν χῶρο τῆς Κρατικῆς Ἐκπαίδευσης. Τό πρῶτο βῆμα σ᾿ αὐτήν τήν κατεύθυνση ἒγινε μέ τήν ἀνωτατοποίηση καί ἀνάδειξη σέ πανεπιστημιακές σχολές τῶν τεσσάρων «Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδημιῶν», πού ἂνοιξαν τόν δρόμο στήν ἰδιωτικοποίηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς καί ἐκπαίδευσης. (Καί αὐτό δέν ἒχει σχέση μέ τήν ἱκανότητα τῶν διδασκόντων σ’ αὐτές Συναδέλφων).
Προϋπόθεση τῆς θρησκειολογικῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μ.τ.Θ. εἶναι, ὃπως ἒχει ὑποστηριχθεῖ «ἡ ριζική ἀλλαγή τοῦ χαρακτήρα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν» καί (ζητεῖται) «εἲτε ἡ ὑπαγωγή τους στίς εὐρύτερες παιδαγωγικές, εἲτε ἡ μετεξέλιξή τους σέ σχολές ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν». Αὐτό βέβαια ἐπί δεκαετίες τώρα τό ὑποστηρίζουν καί Καθηγητές τῶν Σχολῶν μας. Πόσο δίκιο, λοιπόν, ἒχει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὃταν λέγει, ὃτι «τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, οὐδείς παραβλάψαι δύναται» (PG 52, 459 ἑπ.)
Ἡ φύση ὃμως καί τό περιεχόμενο τοῦ Μ.τ.Θ. καί ἡ θέση του στό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα σχετίζεται ἂμεσα μέ τόν τύπο ἀνθρώπου, πού ἐπιδιώκει ἡ Παιδεία/Ἐκπαίδευσή μας, πού ἀδιαφορώντας γιά τήν ἱστορική συνέχεια καί συνοχή τῆς κοινωνίας μας, στοχεύει, κατά τά φαινόμενα σέ μιά «κοινωνία οὐδέτερη» χωρίς ταυτότητα, χωρίς παραδόσεις, χωρίς ἱστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα, χωρίς μεταφυσική ἐλπίδα» (Χρ. Γιανναρᾶς).
1. Μετά τόν ὁμολογιακό, ὑπό τίς παραπάνω προϋποθέσεις, ἰδιαίτερη σημασία ἒχει καί ὁ ἐθνικός χαρακτήρας τοῦ Μαθήματος, ἀναγνωριζόμενος καί αὐτός ἀπό τό Σύνταγμά μας, πού ὁρίζει, ὡς βούληση τοῦ Ἒθνους, τήν ἠθική, πνευματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τήν διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους πολίτες (16,2). Τήν πρακτική διεύρυνση αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος προσφέρει τό ἂρθρο 1, παρ. 1α, τοῦ Ν., 1566/1985, μιλώντας γιά τήν δημιουργία πολιτῶν, πού νά «διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης». Ὁ ἐθνικός χαρακτήρας σύνολης τῆς σχολικῆς μας παιδείας προσκρούει βέβαια στό ρεῦμα τοῦ φυλετικοῦ ἐθνικισμοῦ (19ος αἰ.) καί τοῦ διεθνισμοῦ (20ος αἰ.), πού νοθεύουν τόν ἀταξικό καί ἀντιπαραταξιακό πατριωτισμό, στά ὅρια τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας καί τῆς ἐλευθερίας της. Αὐτό εἶναι, ἂλλωστε, τό αὐθεντικό πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν διαιώνιά του πορεία. Σήμερα ἡ ἀπειλή προέρχεται ἀπό τήν καλλιεργούμενη ἀν(τ)εθνικότητα καί τίς σαφῶς ἀντεθνικές θεωρίες, πού εἰσάγονται μεθοδευμένα στόν χῶρο τῆς ἱστορίας καί γενικότερα τῆς παιδείας. Ἡ Ὀρθοδοξία ὃμως συνδέει ἁρμονικά τήν ἐθνικότητα μέ τήν ὑπερεθνικότητα, ἰδιαίτερα στόν χῶρο τῆς λατρείας. Αὐτά πρέπει ἰδιαίτερα νά λαμβάνονται ὑπόψη, γιά τήν κατανόηση τῶν ὁποιωνδήποτε αρνητικῶν συμπεριφορῶν ἒναντι τοῦ Μαθήματός μας.
Ἡ ἰδιαίτερη σημασία τοῦ Μ.τ.Θ. στήν καλλιέργεια τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος, πού εἶναι συγχρόνως ὑπερφυλετικό καί οἰκουμενικό, φαίνεται σέ βάθος καί πλάτος στήν προβολή καί ἑρμηνεία ἀπό αὐτό τοῦ πολιτισμοῦ μας σέ ὃλες τίς ὄψεις του. Γι’ αὐτό ἀποκρούεται καί τό Μάθημά μας, μαζί μέ τήν Ἱστορία, ἀπό ἐκείνους πού ἀκολουθοῦν τήν ἒξωθεν χαρασσόμενη γραμμή τοῦ ἀντεθνισμοῦ καί κατεργάζεται τήν ἐκθεμελίωση τοῦ Ἒθνους, ὡς ὃρου καί ὡς φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς πολεμικῆς σχετικοποιοῦνται καί βαθμηδόν ἀπονοηματοδοτοῦνται ἡ πίστη, ἡ ἱστορία, ὁ πολιτισμός, ἡ παράδοση καί κάθε στοιχεῖο τῆς ἐθνότητας καί ἐθνικότητας. Ἡ τεχνητή καί ἒξωθεν προωθούμενη πολυπολιτισμικότητα ἒχει ὡς στόχους τά μαθήματα τῶν Θρησκευτικῶν, τῆς Ἱστορίας καί τῶν Ἑλληνικῶν (γλώσσα), διότι προβάλλουν καί ἐνισχύουν τά κύρια συστατικά τοῦ Ἒθνους καί τῆς ἐθνικότητάς μας. Ἡ στάση, συνεπῶς, ἀπέναντι στά μαθήματα αὐτά, ἰδιαίτερα στό Μ.τ.Θ., ἐλέγχει τήν ποιότητα τῆς πολιτισμικῆς μας συνείδησης.
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, πού προσφέρεται στήν ἐκπαίδευση, εἶναι ἂρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν παγκόσμια ἱστορία καί ἰδιαίτερα τήν ἑλληνική. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ἂλλωστε, εἶναι μέρος τῆς ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ χωρισμός τῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ἱστορία εἶναι ξένος πρός τήν ἑλληνικότητα.
Ἐξ ἂλλου, εἶναι ἀδιανόητος κάθε διαχωρισμός τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τήν Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ τρόπου ζωῆς, πού παράγει. Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Ἒθνους εἶναι διαποτισμένη ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, ἑνωμένα σέ μία θεανθρώπινη ἓνωση, εἶναι μεγέθη ἀσύγχυτα μέν, ἀλλά καί ἀδιαίρετα δέ. Ἡ ἰσχυρότερη ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς εὐεργετικῆς γιά τό Ἒθνος ἑνότητας Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας προκύπτει καί ἀπό τόν θηριώδη ἀγώνα τῶν Νεοεποχιτῶν, ἀκόμη καί ἐπαγγελματιῶν Θεολόγων, γιά τόν διαχωρισμό τους, μέ τήν ἀποσύνδεσή μας ἀπό τό Βυζάντιο καί τήν ἱστορική καί πολιτιστική συνέχειά τους.
Γι᾿ αὐτό τό Μάθημά μας, πράγματι, δέν πρέπει νά ἒχει στενά ὁμολογιακό, οὒτε (ὃμως) καί γενικά θρησκειολογικό χαρακτήρα, ἀλλά κυρίως ἱστορικό. Τό μάθημα ἐνσαρκώνει καί ἐκφράζει σύνολο τόν πολιτισμό μας καί βοηθᾶ στήν κατανόηση τῆς ἐθνικῆς μας παράδοσης. Προσφέρει τά ἀναγκαῖα ἑρμηνευτικά κλειδιά γιά τήν προσέγγιση καί βίωση τοῦ πολιτισμοῦ μας (τοπωνύμια, ἑορτές, πανηγύρεις, ἒθιμα καί ὃλο τό περιεχόμενο τοῦ λαϊκοῦ βίου καί τῆς θρησκείας).
2. Παράλληλα ὃμως τό Μ.τ.Θ. συμβάλλει καί στήν παραγωγή πολιτισμοῦ, ὃπως ἂλλωστε καί ὃλη ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ πολιτισμός προϋποθέτει «τόν πολιτισμό τῆς ψυχῆς» κατά τόν Τόϋμπη. Λειτουργώντας σ’ αὐτό τό πλαίσιο, τό Μάθημά μας προβάλλει τίς σταθερές τοῦ πολιτισμοῦ, πού διακρατοῦν τήν ἐθνική ταυτότητα μας καί τήν ἰδιοπροσωπία μας, ὡς προϋπόθεση τῆς ἐθνικῆς συνέχειάς μας στόν ραγδαῖα μεταβαλλόμενο κόσμο τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς ἰσοπεδωτικῆς Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεῖ ἒτσι, στήν ἀποφυγή τῆς ὁλιστικῆς συγχώνευσης καί διάλυσης στή νεοεποχίτικη πλανητική κοινωνία, καί τῆς μεταβολῆς τῶν Νέων μας σέ πλανητικούς ἀνθρώπους, οἰκονομικές δηλ. μονάδες τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς. Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ πολέμιοι τοῦ Μαθήματος. Διότι τό κύριο διαφοροποιητικό στοιχεῖο μας ἀπέναντι στήν κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ὃπως καί ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων φυσικά. Ἡ αὐθεντική δέ, δηλ. ἀποστολική καί ἁγιοπατερική Ὀρθοδοξία, ποτέ δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει πνεῦμα μισαλλοδοξίας καί φανατισμοῦ, διότι ἡ μαρτυρική συνείδηση πού δημιουργεῖ, ἐκφράζεται ὡς θυσία τοῦ Ὀρθοδόξου γιά τούς ἄλλους καί ὂχι τό ἀντίθετο, τό ὁποῖο συνιστᾶ μόνιμη πράξη τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ὃταν καί ὃπου ὑπάρχουν ἀντίθετα δείγματα, ἁπλούστατα, δέν πρόκειται γιά Ὀρθοδοξία!
Τό Μ.τ.Θ. συνεπῶς, εἶναι μία δυνατότητα συνάντησης ὃλης τῆς εὐρωπαϊκῆς νεολαίας στήν ἀρχαία πολιτιστική ἑνότητά της. Συμβάλλει ἒτσι στήν πορεία πρός τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, μέ μιά σταθερή βάση. Οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές, ἐξ ἂλλου, θά σέβονται πολύ περισσότερο τούς πολιτισμούς τῶν εἰσερχομένων στό χῶρο μας Ξένων, ὃσο περισσότερο μάθουν νά σέβονται τόν δικό τους πολιτισμό, ὁδηγούμενοι σέ φιλικές καί φιλάνθρωπες σχέσεις μαζί τους.
Δέν πρέπει δέ νά λησμονεῖται, ὃτι ὁ ἐλληνορθόδοξος πολιτισμός, τόν ὁποῖο ἐνσαρκώνει καί μεταδίδει τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, βρίσκεται στή βάση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, συνδέοντας, ἒτσι, καί τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί ὃλη τήν Εὐρώπη, μέ τήν ταυτότητά της κατά τήν πρό τοῦ σχίσματος (11ος αἰ.) ἐποχή, παραπέμποντας στήν ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη.
Βέβαια, δέν τρέφω ψευδαισθήσεις. Γνωρίζω, ὃτι οἱ ἂγευστοι τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς πατερικότητας, ἀκούοντας τίς ἐπισημάνσεις αὐτές, αἰσθάνονται φρικίαση. Αὐτό ὅμως πού μέ τρομάζει, εἶναι ὃτι ὑπάρχουν καί Θεολόγοι, πού συμμερίζονται αὐτήν τή στάση. Καί γι᾿ αὐτούς μέν εὒχομαι «ὁ Θεός νά τούς φωτίσει», γιά μᾶς δέ «καλόν ἀγώνα»!