Συναθροιζόμαστε και εφέτος εις τους ιερούς ναούς, με τη Χάρη της Παναγίας Τριάδος και τις πρεσβείες της «Παναγίας αχράντου», δια να τιμήσουμε την αειπάρθενο κόρη, την υπερένδοξος Δέσποινα του κόσμου, την κεχαριτωμένη Μαρία, την ανύμφευτη θεόνυμφη Μητέρα του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία αδιακόπως βρίσκεται στο κέντρο της ζωής και της
συνείδησης των Ορθοδόξων χριστιανών και όπου το πανίερο πρόσωπό της, κατέχει υπέρλαμπρον και περίοπτη θέση στο σώμα της Εκκλησίας.
συνείδησης των Ορθοδόξων χριστιανών και όπου το πανίερο πρόσωπό της, κατέχει υπέρλαμπρον και περίοπτη θέση στο σώμα της Εκκλησίας.
Μια θέση που δεν την υψώνει υπερβαλλόντως, προκαλώντας αντεγκλήσεις, αλλά την καθιστά αυτή που ακριβώς είναι, σε σχέση πάντοτε με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό και Θεό της. Γι’ αυτό, λέγει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, «η τιμή που αποδίδουμε στην Θεοτόκο, όχι μόνο δε μειώνει την λατρεία μας προς τον Θεό, αλλά έχει ακριβώς τον αντίθετο σκοπό. Διότι, όσο περισσότερο τιμούμε την Θεοτόκο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την μεγαλειότητα του Υιού της. Τιμούμε, δηλαδή, την Μητέρα λόγω του Υιού της και Θεού μας».
Η Ορθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, έρχεται να συνεχίσει και να εμπλουτίσει την Ορθόδοξη παράδοση. Μια παράδοση, που το ένα και μοναδικό πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, το πολλαπλασιάζει και το μετασχηματίζει αποδίδοντας σ’ αυτό ονόματα και ιδιότητες, ανάλογα με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα κάθε περιοχής. Παράλληλα, η Θεολογική συνείδηση και η Εκκλησιολογική εμπειρία, μέσα από τον πλούτο της γνώσης και της σοφίας των Αγίων Πατέρων, θεολογεί για την αειπάρθενον Μαρία και την εγκαθιστά στην ζωή της Εκκλησίας, ως Μητέρα της, ως Θεοτόκο και ως Παναγία.
Η Παρθένος Μαρία απέκτησε την Μητρική ιδιότητα και αναγνώριση, γιατί αποδέχθηκε να γίνει «το σκεύος της εκλογής και το δοχείο της Χάριτος», διά του οποίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο της Θείας Οικονομίας του Τριαδικού Θεού. Ήταν το πρόσωπο εκείνο που συγκέντρωνε πάνω του όλα τα χαρίσματα και τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις, για να κυοφορήσει τον «Άχρονο και τον Αχώρητο Θεό», ώστε να γεννήσει τον Θεάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου.
Η Θεοτόκος μετουσιώνει διαρκώς τις ελπίδες και τους πόθους του ανθρωπίνου γένους, και πρεσβεύει υπέρ των ανθρωπίνων δεήσεων και παρακλήσεων. Έγινε «η μεταβολή των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων, η προστάτις των αδικουμένων, των πενομένων η τροφή, των ξένων παράκλησις, η βακτηρία των τυφλών, των καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις και ορφανών βοηθός…»
Η αειπάρθενος Μαρία, ορθά ονομάσθηκε Θεοτόκος, γιατί δεν γέννησε άνθρωπο φθαρτόν, κτιστόν ή θνητόν. Γέννησε «τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Γέννησε «Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών». Γέννησε τον «σαρκωθέντα εκ πνεύματος Αγίου». Γέννησε τον «Σταυρωθέντα, παθόντα, ταφέντα και αναστάντα» Ιησούν Χριστόν. Η σημαντική αυτή διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στο Ιερό Σύμβολο της Πίστεως, πολεμήθηκε συστηματικά στη διάρκεια και εξέλιξη της Χριστιανικής πίστεως.
Όμως, σε εκείνους που αρνούνται, ότι η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απαντά: «Ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της Θεότητος.» ( PG 37, 177 C).
Συνεπώς η Ορθόδοξος Εκκλησία, επειδή «υπολαμβάνει» την Παρθένο Μαρία, ως Θεοτόκον, υπεισέρχεται στην ουσία και στο νόημα του θανάτου της, συσχετίζοντας τον θάνατόν της, με τον θάνατο του Υιού της και Θεού ημών, ο οποίος νικώντας τον θάνατον, «θανάτω θάνατον πατήσας», αναστήθηκε εκ των νεκρών και έδωσε σε μας την δυνατότητα και της δικής μας ανάστασης, καθώς και την αιώνια ζωή.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει, ότι η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, περιέχει όλο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας της σωτηρίας του ανθρώπου. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην Κοίμηση και στη Μετάσταση της Θεοτόκου διδάσκει «ότι η Παναγία κοιμήθηκε, όπως κάθε θνητός άνθρωπος». Όμως, ο θάνατός της υπερβαίνει την έννοια του «θανάτου», ώστε δεν ονομάζεται «θάνατος», αλλά «κοίμησις» ή «θεία μετάστασις», καθώς και «εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριον». Αλλά, και εάν ακόμη λεχθεί «θάνατος», συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης, αυτός είναι «θάνατος ζωηφόρος». «Σήμερον ο της ζωής θησαυρός, η της χάριτος άβυσσος, θανάτω ζωηφόρω καλύπτεται», μας λέγει και ο υμνωδός.
Ο π. Αλεξάντερ Σμέμαν, επικαλούμενος τον στίχο του Ακάθιστου Ύμνου: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας», λέγει, ότι το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση της Θεοτόκου, προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη μυστική ημέρα. Μελετώντας τον θάνατό της και βλέποντάς την στο νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε, ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου της, έγινε γεγονός ζωής, έγινε είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Μελετώντας την Κοίμηση της Θεοτόκου η Εκκλησία, συνεχίζει ο π. Αλεξάντερ Σμέμαν, ανακαλύπτουμε και βιώνουμε τον θάνατο, όχι πλέον ως φόβο, ως τρόμο, ή ως τέλος, αλλά ως λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…».
Ενώ ο θάνατος για κάθε άνθρωπο είναι συνυφασμένος με τον φόβο και την θλίψη, για τον χωρισμό σώματος και ψυχής, καθώς και η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και στο απέραντο σκοτάδι, αυτά δεν ισχύουν για την Υπεραγία Θεοτόκο , διότι η Κοίμησή της, αλλά και ολόκληρη η ζωή της, ήταν διαρκής συνάντηση αγάπης, ήταν αδιάκοπη κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό και καθώς λέγει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης, η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», (Α΄ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου στην άφθορο και αθάνατο Κοίμηση της Παρθένου Μαρίας, διότι ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο θάνατός της γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας».
«Πολλοί άνθρωποι, γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκλαμβάνουν την ημέρα της Κοιμήσεως, ως ημέρα λύπης και αφορμή για δάκρυα, επειδή κοιμήθηκε η Κυρία Θεοτόκος. Εγώ όμως, τονίζει ο Άγιος Ιωάννης, την εκλαμβάνω, ως ημέρα ευφροσύνης. Γιατί, όσο ήταν στη γη, μόνο το χωριό Γεθσημανή την είχε. Όμως όταν μετέστη στον ουρανό, την έχει βοηθό και επιτηρητή, όλος ο κόσμος. Γιατί από την γη πήγε στον ουρανό, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από όλα τα θλιβερά, μετέστη στα χαροποιά και ευφρόσυνα. Για αυτό το λόγο «ευφραίνομαι», τονίζει ο Ιερός Δαμασκηνός.
Ιδού, λοιπόν, γιατί ο θάνατος της Θεοτόκου, γίνεται γιορτή, γιατί η θλίψη γίνεται χαρά. Να, γιατί η Κοίμηση της Υπερενδόξου Δεσποίνης Ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δεν έχει καθόλου πόνο, δεν έχει νεκρώσιμους θρήνους και οδυρμούς, αλλά έχει μόνο πανηγυρικό και εόρτιο φως και χαρά και στη λάμψη αυτού του εκθαμβωτικού εόρτιου φωτός, ο κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, ως σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, καθώς αντηχούν οι ύμνοι της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ΄).
Ο θάνατος δεν υφίσταται πια, διότι καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός, αλλά ένωση. Δεν είναι πια λύπη, αλλά χαρά. Δεν είναι πια ήττα, αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας. Γιορτάζουμε την αληθινή προτύπωση, την πραγματική πρόγευση και το αυθεντικό σκίρτημα χαράς, για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.
Πάσχα του καλοκαιριού, λέμε τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Πάσχα, δηλαδή, το πέρασμα της Παναγίας από τον κόσμο της φθοράς και του θανάτου, στην αληθινή ζωή. Αυτό το μοναδικό πρόσωπο τιμούμε και γιορτάζουμε τον Δεκαπενταύγουστο. Στις Ορθόδοξες Εκκλησιές μας χτυπά η καρδιά όλων των Ορθοδόξων χριστιανών.
Ας καταθέσει ο καθένας μας, στην εικόνα της τους πόνους, τους καημούς και τα βάσανά μας, που τούτον τον καιρό η χώρα μας και εμείς οι πολίτες περνάμε έντονα και δραματικά, έχοντας βεβαία την ελπίδα της αγάπης της και της μεσιτείας της, προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν, να μας βοηθήσει «εν τάχει» και εμείς με ευγνωμοσύνη, για τις πρεσβείες της στον Σωτήρα Χριστό, αναφωνούμε «πάλιν και πολλάκις» «και εις τους αιώνας των αιώνων» τον δοξολογικόν ύμνον: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής»!
Πρωτ. Γεώργιος Σούλος
Δεκαπενταύγουστος 2012