Όντως
η γυναίκα είναι στο επίκεντρο της αυθεντικής ύπαρξης του καθενός μας, με
διαφορετικό κάθε φορά ρόλο και διαπιστώνουμε ότι ομωνυμοποιεί την ετερωνυμική
κλασματική σκέψη των Λογίων Πατέρων της Εκκλησίας, συντελώντας
αποφασιστικά στην ανάπλαση και
αναβάπτιση της θεολογικής αντίληψης και σκέψης, αφού η πατερική θεολογία πηγάζει
μέσα από τη μελέτη της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής ∆ιαθήκης,
παραδίδοντας την αντίληψη αυτή στον κόσμο και στη χριστιανική ηθική, ως πράξη
ανάγκης, για να πορευθεί η κοινωνία και
ο κόσμος, τελεολογικά στον προορισµό
του, που είναι η σωτηρία του.
Στα κείµενα των Πατέρων ο λόγος
για τη γυναίκα είναι συνεχής, όπως και στην εκκλησιαστική πράξη, διότι οι
Πατέρες θεωρούν θετικό τον ρόλο της γυναίκας στην εξελικτική πορεία της
Εκκλησίας. Αυτό μας το δηλώνουν με τις συνεχείς αναφορές τους στα βιβλικά
κείµενα, αναφέροντες μάλιστα και τα ονόµατα των γυναικών της Παλαιάς ∆ιαθήκης,
που συνέβαλαν θετικά σε διάφορα θέµατα σε σχέση με την κοινωνία, το ήθος, καθώς επίσης και σχετικά
µε τη διαπαιδαγώγηση και την ανατροφή των τέκνων. Οι Πατέρες με το διορατικό
τους χάρισμα, έκαναν υπέρβαση της περιρρέουσας αντίληψης στο ρόλο της γυναίκας
και στην ισοτιμία της με τον άνδρα, γι’ αυτό ήταν ενισχυτικοί σε σύγκριση µε
την απτή πραγματικότητα της εποχής τους.
Έργο και σκοπός της Εκκλησίας
μέσα στον κόσµο είναι να καταργήσει την παρά φύση κατάσταση και να οδηγήσει τον
άνθρωπο να ζήσει την υπέρ φύση κατάσταση. Στο Άσµα Ασµάτων, όπου περιγράφεται η
σχέση μεταξύ του Θεού και της ανθρώπινης ψυχής, ο Θεός παριστάνεται, ως
νυµφίος, ενώ η ψυχή του ανθρώπου, ως νύµφη και η μεταξύ τους σχέση, ως γάµος,
όπου είναι εμφανής η ισοτιµία των δύο φύλων και όπου αποκαθιστάται η κατάσταση
της τιµωρίας της Εύας.
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Πράγματι, στους χρόνους της
Παλαιάς ∆ιαθήκης, η πράξη και η νοµοθεσία δεν απέδωσαν ισοτιµία
μεταξύ των δύο
φύλων, όπως ήταν
αρχικά το σχέδιο
του Θεού. Η νοµοθεσία
τοποθέτησε τη γυναίκα
σε κατώτερη θέση, αφού της στερούσε όλα τα δικαιώματα,
ακόμα και τα κληρονοµικά. Ενώ η συμμαρτυρία
της, όχι δεν γίνεται αποδεκτή,
αλλά θεωρείται ανίερη ακόµα
και από πλευράς θρησκευτικών δικαιωµάτων. Υπάρχουν ισχυρά τεκµήρια τα οποία πείθουν
ότι ο μωσαϊκός νόµος δεν εξισώνει τη γυναίκα
µε τον άνδρα, ούτε θρησκευτικώς, ούτε κοινωνικώς. Ο Νόµος την
περιόριζε σε δεύτερη
μοίρα. Η γυναίκα δεν
συμμετείχε στη λατρεία,
δεν ασκούσε ιερατικό λειτούργηµα.
Αντιθέτως η Παλαιά ∆ιαθήκη
άνοιξε στη γυναίκα την πύλη εισόδου της στα Άγια των Αγίων, άνοιξε την πύλη του ιερού, δίδοντας τη δυνατότητα συµµετοχής
στη λατρεία. Η κατάσταση της γυναίκας
υπήρξε όντως καλύτερη κατά την περίοδο της Παλαιάς ∆ιαθήκης, σε
σύγκριση µε τους
γειτονικούς πολιτισμούς, όπως
ο βαβυλωνιακός κ.ά. Η
Παλαιά ∆ιαθήκη γνωρίζει αρκετές
εξαιρέσεις, όπως οι
προφήτιδες και οι κριτές.
Ακόµη, διάφορες γυναίκες διεδραμάτισαν
πρωταρχικό ρόλο, όπως π.χ. η Σάρρα, η Ρεβέκκα, η Ραχήλ, η Μηριάµ η αδελφή του Μωυσή,
η Άννα η μητέρα του Σαµουήλ, η Ρουθ, η Εσθήρ, η Ιουδίθ, κ.α.
Στη σοφιολογική
γραμματεία, περιγράφονται οι
ενάρετες γυναίκες µε θαυμαστό και εξαιρετικό τρόπο. Αυτές αποτελούν αφορµή,
για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ώστε να εξάρουν το ρόλο της
γυναίκας στην ιστορία
της σωτηρίας.
Η χριστιανική κριτική εις ό, τι
αφορά τη νοµοθεσία των χρόνων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν είναι αρνητική, επειδή
αυτή η νοµοθεσία θεωρείται ως παιδαγωγός σε σχέση µε την Καινή ∆ιαθήκη, και
αυτή αύτη η νοµοθεσία, ως παιδαγωγική. Η έννοια της παιδαγωγίας περιέχει την
κίνηση και τη μεταβολή μέσα στο χρόνο. Έτσι, η Καινή ∆ιαθήκη μπορούσε να
διδάσκει ανώτερα ηθικά διδάγματα χάρη της παιδαγωγίας της Παλαιάς ∆ιαθήκης. Η
ανωτερότητα της ηθικής διδασκαλίας της Καινής ∆ιαθήκης οφείλεται στη μακρόχρονη
παιδαγωγία της παλαιάς νοµοθεσίας.
Επομένως, πρέπει
να μελετάμε την
παλαιά νοµοθεσία μέσα
από το πρίσµα
της παιδαγωγίας των διαφόρων παραγόντων του χρόνου, του πολιτισμού και
του περιβάλλοντος. Μια τέτοια θεώρηση μπορεί να βεβαιώσει ότι η παλαιά
νοµοθεσία βελτίωσε ριζικά την κατάσταση της γυναίκας από εκείνη που κατείχε
στην ειδωλολατρία.
Ακόµη, η Παλαιά ∆ιαθήκη δε
θεωρούσε τη γυναίκα ιδιοκτησία του άνδρα, όπως συνέβαινε στη Ρωµαϊκή
Αυτοκρατορία. Η γυναίκα είναι κύριο πρόσωπο. Αν και η Παλαιά ∆ιαθήκη δεχόταν
την πολυγαµία, δε θεωρούσε όµως τη γυναίκα, ως
δούλη. Η ευχή
της μητέρας, όπως
και του πατέρα, η ευχή των γονέων, εκλαμβανόταν σαν το
στήριγμα της ζωής των νεόνυμφων, «ότι
ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλεια οίκων», εξακολουθούμε να ευχόμεθα έως και
σήμερον.
Ένας από τους πλέον σημαντικούς
παράγοντες, που επηρέασαν την ιουδαϊκή νοµοθεσία, υπήρξε ο ρωμαϊκός νόµος, ο
οποίος είχε πλατωνικό υπόβαθρο, που φαινόταν στη θεώρησή του, τόσο του σώµατος,
όσο και της ύλης, γεγονός το οποίο οδήγησε στη διαφοροποίηση δικαιωµάτων μεταξύ
ανδρών και γυναικών στη ζωή. Η ιουδαϊκή κοινωνία υπήρξε πατριαρχική και όχι μητριαρχική,
όπως ήταν όλες οι γειτονικές κοινωνίες, της τότε εποχής. Έτσι, η Εύα, δηλαδή η «Μήτηρ
της Ζωής», αφοσιωμένη στη γέννηση των τέκνων, τη διαπαιδαγώγηση και την
ανατροφή τους, και µε το ασθενέστερό της σώµα κατείχε κατώτερη κοινωνική θέση
από εκείνη του άνδρα, ο οποίος ασχολείτο µε την εργασία και την εξασφάλιση των
αναγκών. Γεγονός που ανάγκαζε τη γυναίκα να στηρίζεται πάντοτε στον άνδρα της
και να αναφέρεται σ’ αυτόν. Έτσι ο άνδρας
κατείχε την ηγετική
θέση στην πατριαρχική
κοινωνία. Η θρησκεία
δεν υπήρξε ποτέ ανεπηρέαστη από την κοινωνία, ακριβώς
επειδή προσλαμβάνει τα δεδομένα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και μιας ορισμένης
εποχής, και όχι σε ιστορικό - κοινωνικό κενό. Γι’ αυτό, πρέπει να διακρίνουµε
την χριστιανική σκέψη και τη βιβλική περί της γυναίκας θεώρηση, από τη
νοµοθεσία η οποία συνδέεται άρρηκτα µε το χρόνο και τον τόπο.
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ.
Ο συνδετικός
κρίκος που µας μεταφέρει από
την Παλαιά ∆ιαθήκη στην
Καινή ∆ιαθήκη, σχετικά
µε την κατάσταση
της γυναίκας, είναι ο
ίδιος ο Χριστός, λέγων «ότι Μωσής προς
τη σκληροκαρδίαν υµών επέτρεψεν υµίν απολύσαι τας γυναίκας υµών, απ’ αρχής δε
ου γέγονεν ούτω». Εδώ
ο Χριστός προσθέτει
βελτιώσεις στον ιουδαϊκό νόµο,
κάτι το οποίο τεκµηριώνει, ότι η νοµοθεσία αλλάζει χωρίς να επηρεάζεται η ίδια
η Διαθήκη. Η ∆ιαθήκη
είναι µία, η
Παλαιά και η
Καινή, αλλά η
νοµοθεσία αλλάζει χάρη
της παιδαγωγικής δυναμικής του νόµου και της προόδου του ανθρώπινου
πολιτισµού και των αλλαγών στην ανθρώπινη συµπεριφορά. Έτσι, ο Χριστός
εµφανίζεται, ως μεταρρυθμιστής της Παλαιάς ∆ιαθήκης.
Οι
Πατέρες κάνουν συχνή
χρήση του παραδείγματος
της Παναγίας, ιδιαιτέρως
στο γεγονός του ευαγγελισµού Της, και συγκρίνουν την υπακοή της Παναγίας,
ως δεύτερης Εύας, «ιδού η δούλη Κυρίου»,
µε την παρακοή της πρώτης Εύας. Η Πρώτη πλάστηκε από την πλευρά του πρώτου
Αδάµ, ενώ ο
δεύτερος Αδάµ, ο
Χριστός, γεννιέται από
τη δεύτερη Εύα,
την Παναγία. Αυτές οι συγκριτικές αναφορές
δείχνουν την τάση
της χριστιανικής ομολογίας
σχετικά µε την αποτίµηση του ρόλου της γυναίκας στην εποχή της Καινής ∆ιαθήκης,
όπου έχουµε µια νέα νοµοθεσία και µια
καινή προσέγγιση του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία.
Βέβαια η διδασκαλία
του Χριστού δεν ασχολείται
µε αυτό, καθαυτό το «γυναικείο
πρόβληµα», διότι δεν χρειάσθηκε και
διότι ο
Ιησούς ποτέ δεν
άφησε τη γυναίκα
εκτός της αγάπης
Του. Η συµπεριφορά του Χριστού
υπήρξε έκδηλη, μέχρι παρεξηγήσεως, εξεταζόμενη υπό το πρίσµα της εποχής Του. Ο
διάλογός Του µε τη Σαμαρίτιδα άφησε έκπληκτους τους μαθητές του. Η συγχώρηση
της αμαρτωλής γυναίκας αποτέλεσε είδος σκανδάλου για τον Συµεών τον Φαρισαίο.
Επίσης, όταν Του έδειξαν την αμαρτωλή γυναίκα, ο Κύριος απαντά: «ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω τον
λίθον επ’ αυτήν». Τούτο
δείχνει ότι ο
Χριστός κρίνει τη
γυναίκα κατανέµοντας ισότιµα, τόση
ευθύνη όση και στον άνδρα. Είναι
χαρακτηριστικό ότι μερικές
γυναίκες ακολουθούσαν τον
Χριστό και Τον υπηρετούσαν. Αρκετοί
Πατέρες τονίζουν αυτό το θάρρος του Χριστού και το παρουσιάζουν, ως νέα
συµπεριφορά. Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου
(9,22) και του Μάρκου (6,34), ο Χριστός αποκαλεί τους μαθητές Του «αδελφούς και αδελφάς». Ο Χριστός, στη διδασκαλία,
όπως και στα θαύµατά Του, δε φαίνεται να συμπεριφέρεται διαφορετικά προς τον
άνδρα από ότι στη γυναίκα και αυτό φαίνεται καθαρότερα στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Η φιλία του µε τις δύο αδελφές του
Λαζάρου είναι λίαν δηλωτική. Είναι
πολύ σημαντικό το γεγονός ότι στις κρίσιµες
στιγµές, λ.χ., της Σταύρωσης,
όταν όλοι οι μαθητές
εγκατέλειψαν τον Χριστό,
µόνο οι γυναίκες
παρέµειναν κοντά Του, γι’ αυτό κι Εκείνος, κατά την Ανάστασή
Του, εµφανίστηκε πρώτα σ’ αυτές, οι οποίες λαμβάνουν το πρώτο αναστάσιμο μήνυμα,
με εντολή να το μεταφέρουν, να το μεταδώσουν στους μαθητές. Όλα αυτά δείχνουν
τον ιδιαίτερο και εξαιρετικό ρόλο της γυναίκας στο Σωτηριολογικό έργο του
Θεανθρώπου.
Τη σκυτάλη, ως παρακαταθήκη,
παραλαμβάνουν οι πεφωτισμένοι Μαθητές και Απόστολοι της Εκκλησίας, καθώς
διακρίνουμε μέσα από τα κείμενα των «Πράξεων
των Αποστόλων», φαίνεται
καθαρά η σπουδαία
θέση που κατείχε, πλέον η γυναίκα στη ζωή της Εκκλησίας των πρώτων
χρόνων. Η Χριστιανική κοινότητα συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Μαριάµ, της μητέρας
του Μάρκου, όπου τελούσαν οι Χριστιανοί την κοινή τους σύναξη και προσευχή. Η
πρώτη χριστιανική κοινότητα μετά από την Πεντηκοστή αναγνώριζε τον ζωντανό ρόλο
της γυναίκας. Στην πατερική παράδοση προβάλλεται πολύ ο ρόλος της γυναίκας µε βαθειά
ριζωμένη εκτίµηση, έτσι ώστε να γίνει σαφές ότι δεν στερείται η γυναίκα σε
τίποτα από τον άνδρα.
Η γυναίκα πλάστηκε «οµοτίµως τω άρρενι, παρά του κτίσαντος γέγονε», επειδή «οστούν εκ των οστέων» του άνδρα είναι,
«ώστε το στερpόν και εύτονον και υποµονητικόν,
εξίσου τοις ανδράσι». Η γυναίκα συμπορεύεται µε τον άνδρα στον αγώνα της,
και μερικές φορές τον ξεπερνάει στη διακονία της Εκκλησίας και του Χριστού. Επιστημονικές μελέτες
αποδεικνύουν ότι η
γυναίκα διαδραμάτισε ένα σπουδαίο
ρόλο στη ζωή
της Εκκλησίας, κυρίως κατά
τους τέσσερις πρώτους
αιώνες. Αναφέρονται ονόµατα πρεσβυτέρων
και διακονισσών. Οι κανόνες της
Τετάρτης, εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου,
ορίζουν το 40ο
έτος ως το ελάχιστο όριο ηλικίας των διακονισσών.
Ο ρόλος της γυναίκας άρχισε να
περιορίζεται μετά από τον 5ο αιώνα, διότι κάποιες δραστηριότητες γυναικών
έφθασαν σε υπερβολές και πολλές παραχρήσεις, όπως αυτή του γνωστού Μάρκου, όπου
γυναίκες ανήγγελλαν τις ευχές της Θείας Ευχαριστίας και μετέδιδαν στους πιστούς
τον «οίνον». Στην αίρεση του Μαρκίωνος, οι γυναίκες δίδασκαν, εξώρκιζαν και
βάπτιζαν. Στο Μοντανισµό, η Πρίσκιλλα
και η Μαξιµίλα υπήρξαν υπαρχηγοί
παρά τω Μοντανώ,
ως προφήτιδες. Έτσι, η
δράση μερικών γυναικών
σε αιρέσεις διασάλευε
τη ζωή της Εκκλησίας και δημιουργούσε αναστατώσεις. Οι
ιστορικές μεταβολές μετά από τον 6ο αιώνα στην Ανατολή, ιδιαιτέρως μετά την
εξάπλωση του Ισλάµ, συνετέλεσαν, ώστε
η κοινωνία να
γίνει περισσότερο πατριαρχική, και
να περιοριστεί η δυνατότητα της γυναίκας να συμμετέχει, όπως και παλαιότερα
στη ζωή της Εκκλησίας. Ο ιουδαϊκός παράγοντας επηρέασε αποφασιστικά, όχι µόνο
τη χριστιανική λατρεία, αλλά και το κανονικό δίκαιο, διότι η ανάπτυξη των
σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε ως
συνέπεια την ανάθεση στην Εκκλησία τη
θέσπιση νόµων και τη διαμόρφωση κανονικού δικαίου. Τα πρώτα χριστιανικά κείµενα φανερώνουν µία
απλή ζωή της γυναίκας στην Εκκλησία. Οι μετέπειτα διάφοροι κανονισµοί, περί
ακαθάρτου και άλλων, έρχονται εις βάρος
αυτής της μαρτυρίας και του ρόλου που διαδραμάτιζε η γυναίκα προηγουμένως.
Αναμφίβολα τα κείµενα της
Καινής ∆ιαθήκης, οι πράξεις του Χριστού,
καθώς και η ζωή της Εκκλησίας κατά τους τέσσερις πρώτους
αιώνες ανέδειξαν τον ουσιαστικό ρόλο και το πολύτροπο έργο της γυναίκας, εν τω δημιουργικώ γίγνεσθαι του
κόσμου και του ανθρώπου, διότι είναι η «συνοδοιπόρος» του άνδρα από την πρώτη
στιγμή της δημιουργίας, ως ζεύγος πρωτοπλάστων, που στη συνέχεια έγινε σύζυγος,
μητέρα, αδελφή, προσφέροντας όλο τον πλούτο των θείων χαρισμάτων της.
(Αφιερωμένο στη σεπτή μνήμη της μητέρας μου Ουρανίας, που
εκοιμήθη την Κυριακή 12η Φεβρουαρίου 1984, με τη δέηση «αιωνία αυτής η μνήμη»!