ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ
(Μάρκ. Η΄ 34 – 38 & Θ΄1)
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
Τί γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;
Η Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αναφέρεται στην πρόσκληση του Χριστού προς τον άνθρωπο, για τη σωτηρία του, «προσκαλεσάμενος ο Ιησούς τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού…», μεταξύ των άλλων λέγει: «σε τί θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, αλλά χάσει την ψυχή του; Ή με τί μπορεί να ανταλλάξει ο άνθρωπος την ψυχή του;»
Είναι προφανές και αντιληπτό ότι ο Χριστός με τη διδασκαλία Του, καθοδηγεί τον πεπτωκότα άνθρωπο, ως εκ του σκοπού της Θείας Ενανθρώπισης, ίνα δηλαδή, «άρη την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α', 29), στην υπόθεση της σωτηριολογικής τους εκκρεμότητας, ώστε να εκπληρώσει το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώσει τον άνθρωπον με τον Θεόν, χωρίς να παραβιάσει καθόλου το αυτεξούσιον του ανθρώπου, να γεφυρώσει το ρήγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπου, με υπαίτιο τον άνθρωπο, ο οποίος προτίμησε την ύλη, αντί του πνεύματος, δελεασθείς από την παρουσία της και από τη θέασή της, με αποτέλεσμα να ανταλλάξει την πνευματική του ύπαρξη με την υλική. Γι’ αυτό ο Χριστός, διδάσκει ότι τίποτε στον κόσμο δεν είναι πολυτιμότερο αγαθό από την ψυχή και την αιώνια μακαριότητα, διότι «τί θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει τον κόσμο όλον και να ζημιώσει την ψυχή του;». Κατά συνέπεια ο άνθρωπος, που ζει πια σε τούτο τον κόσμο, χρειάζεται να ασχολείται παράλληλα με τα αγαθά και με τη φροντίδα της ψυχής του. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα, αλλά και ψυχή και ενδεχομένως ασχολείται ολοκληρωτικά με το σώμα, αγνοώντας το άλλο μέρος της φύσης του, που είναι η ψυχή του, η οποία δεν ανταλλάσσεται με κανένα άλλο στοιχείο ή «προϊόν» .
Είναι προφανές και αντιληπτό ότι ο Χριστός με τη διδασκαλία Του, καθοδηγεί τον πεπτωκότα άνθρωπο, ως εκ του σκοπού της Θείας Ενανθρώπισης, ίνα δηλαδή, «άρη την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α', 29), στην υπόθεση της σωτηριολογικής τους εκκρεμότητας, ώστε να εκπληρώσει το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώσει τον άνθρωπον με τον Θεόν, χωρίς να παραβιάσει καθόλου το αυτεξούσιον του ανθρώπου, να γεφυρώσει το ρήγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπου, με υπαίτιο τον άνθρωπο, ο οποίος προτίμησε την ύλη, αντί του πνεύματος, δελεασθείς από την παρουσία της και από τη θέασή της, με αποτέλεσμα να ανταλλάξει την πνευματική του ύπαρξη με την υλική. Γι’ αυτό ο Χριστός, διδάσκει ότι τίποτε στον κόσμο δεν είναι πολυτιμότερο αγαθό από την ψυχή και την αιώνια μακαριότητα, διότι «τί θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει τον κόσμο όλον και να ζημιώσει την ψυχή του;». Κατά συνέπεια ο άνθρωπος, που ζει πια σε τούτο τον κόσμο, χρειάζεται να ασχολείται παράλληλα με τα αγαθά και με τη φροντίδα της ψυχής του. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα, αλλά και ψυχή και ενδεχομένως ασχολείται ολοκληρωτικά με το σώμα, αγνοώντας το άλλο μέρος της φύσης του, που είναι η ψυχή του, η οποία δεν ανταλλάσσεται με κανένα άλλο στοιχείο ή «προϊόν» .
Ως γνωστό, ο άνθρωπος πλάσθηκε, ως ον υλικοπνευματικό, όπου μέσα του εμφανίζονται δύο θελήσεις με την ίδια μορφή, ως ενδόμυχη έκφραση του ενιαίου προσώπου, το οποίο θέλει να απολαύσει κάποιο πράγμα. Ως προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν όμως πολύ εξ’ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες λαμβάνουν την αρχή. Διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σαρξ τα της σαρκός. Γι’ αυτό η μία θέληση εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεση των φρονημάτων γεννά αμοιβαία αντίσταση και σφοδρή διαπάλη, κατά την οποία η κάθε μία επιδιώκει να υπερισχύσει και να επιβάλει την δική της εξουσία. Στον αγώνα αυτό, ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, ο δε έξω την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίο είναι θάνατος. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η', 6). Δηλαδή, σάρκα και πνεύμα συγκρούονται μεταξύ τους, γι' αυτό και ο Παύλος λέγει «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός» (Γαλ., ε', 17)· και «το μεν φρόνημα της σαρκός» είναι έχθρα προς τον Θεόν «τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται... το δε φρόνημα του Πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων» (Ρωμ. η', 7 και 27).
Συνεπώς ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, έχει τον θαυμάσιο οργανισμό του σώματος, όμως η αξία και η δύναμις έγκειται στην πνευματική και αθάνατο ψυχή. Το σώμα είναι όργανο και ναός της ψυχής.
Τι είναι όμως η ψυχή;
Το ερώτημα αυτό πιστεύουμε ότι είναι σπουδαιότατο και απαραίτητο για την γνώση της εσωτερικής καθάρσεως και θεραπείας της ψυχής μας.
Η λέξη ψυχή «είναι από τις πιο δύσκολες και στη Βίβλο και στη χριστιανική γραμματεία. Η ψυχή είναι πολυσήμαντη μέσα στην Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία. Φανερώνει πολλά πράγματα. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Χρηστός Γιανναράς, οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με την λέξη ψυχή το εβραϊκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστατα όμως μέσα στην Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή, το πνευματικό σε αντίθεση προς το υλικό, αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε τη ζωή. Ψυχή είναι ένας άνθρωπος, είναι κάποιος...». Η ψυχή δεν είναι η αιτία της ζωής, αλλά είναι κυρίως ο φορέας της ζωής.
Ψυχή είναι η ζωή που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, όπως στα φυτά και τα ζώα, ψυχή είναι και η ζωή που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, είναι και ο κάθε άνθρωπος που έχει ζωή, ψυχή είναι και η ζωή που εκφράζεται μέσα από το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, είναι αυτό το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας. Επειδή είναι πολυσήμαντος ο όρος ψυχή, γι’ αυτό και σε πολλά σημεία δεν είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα.
Στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές προεκτάσεις του όρου ψυχή από τα κείμενα των αρχαίων κλασσικών φιλοσόφων, και από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Αριστοτέλης λέγει ότι «η ψυχή είναι τρόπον τινά η αρχή των όντων», ενώ ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος λέγουν, ότι «η ψυχή είναι πυρ και θερμόν τι». Επίσης και οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν την ίδια έννοια, λέγοντες, ότι «ψυχή είναι τα εν τω αέρι σμικρά σώματα», άλλοι δε ότι «ψυχή είναι η αιτία η κινούσα αυτά». Το ίδιο σημαίνει και όσοι λέγουν ότι «η ψυχή είναι το κινούν εαυτό». Ο Αναξαγόρας λέγει, ότι «η ψυχή είναι η αιτία της κινήσεως, και ει τις άλλος είπεν, ότι το παν ο νους κινεί». Ο Δημοκρίτου λέγει, ότι «απολύτως η ψυχή και ο νους είναι το αυτό πράγμα και ότι το μέτρον του αληθούς είναι το αισθητόν φαινόμενον».
Όσοι λοιπόν απέβλεψαν εις το ότι το «έμψυχον κινείται αφ' εαυτού», γράφει ο Αριστοτέλης, «ούτοι υπέλαβον ότι η ψυχή είναι το κινητικώτατον ον, όσοι όμως απέβλεψαν εις το ότι η ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα όντα, ούτοι λέγουσιν ότι η ψυχή είναι αυταί αι αρχαί των πραγμάτων, τας οποίας άλλοι μεν παραδέχονται ότι είναι περισσότεραι, άλλοι δε ότι είναι μία μόνη αρχή». Ο Εμπεδοκλής έλεγε ότι η ψυχή αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων, και ότι καθένα από αυτά είναι ψυχή: «Διά της γης βλέπομεν την γην, δια του ύδατος το ύδωρ, δια του αιθέρος τον θείον αιθέρα, διά του πυρός το καταστρεπτικόν πυρ, δια της στοργής την στοργήν, δια της έριδος την ολεθρίαν έριδα». Και ο Πλάτωνας έλεγε «ότι δια του ομοίου γινώσκεται το όμοιον, και ότι τα πράγματα αποτελούνται εκ των αρχών».
Επειδή η ψυχή εθεωρείτο ότι είναι κάτι το οποίο και κινεί και γινώσκει, μερικοί συνδύασαν και τα δύο χαρακτηριστικά και όρισαν ότι «η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν». Διαφωνούν όμως οι φιλόσοφοι περί των γενικών αρχών, για το ποίες και πόσες είναι αυτές. Μάλιστα οι θεωρούντες αυτές σωματικές διαφωνούν προς τους θεωρούντες αυτές ασωμάτους, προς τούτους δε διαφωνούσαν εκείνοι, που συνδύασαν αυτά και είπαν «ότι αι αρχαί είναι εξ αμφοτέρων, σωματικαί και ασώματοι».
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει, «ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό ή το δυνάμενον να κινή εαυτό, αλλ' είναι των αδυνάτων να έχη κίνησιν». Επειδή, λέγει «κατά δύο τρόπους δύναται παν πράγμα να κινείται, δηλαδή ή υπ' άλλου (καθ' έτερον), ή υφ' εαυτού (καθ' εαυτό), καθ' έτερον λέγοντες εννοούμεν ότι πράγμα τι κινείται, διότι ευρίσκεται εντός άλλου κινουμένου». Λέγει δε, «ότι η ψυχή του κόσμου είναι σχεδόν τοιαύτη, οποίος είναι ο καλούμενος νους, είς και συνεχής, όπως και η νόησις». Επίσης λέγει ότι, «πάσχει και η εξήγησις της ψυχής, ην δίδουσι τα καλούμενα ορφικά έπη· λέγουσι δηλ. “ότι η ψυχή εκ του σύμπαντος εισέρχεται εις τα ζώα, όταν αναπνέωσι, φερομένη υπό των ανέμων”. Αλλά τούτο βέβαια δεν συμβαίνει εις τα φυτά ουδέ είς τινα ζώα, αφού δεν αναπνέουσι πάντα. Τούτο όμως διέφυγε τους έχοντας τας δοξασίας ταύτας». Απορρίπτει ακόμη ότι, «ότι η ψυχή είναι διακεχυμένη εις το σύμπαν», και ότι πάντα είναι πλήρη θεών». Διαφωνεί με όσους λέγουν «ότι η ψυχή είναι διαιρετή, και άλλο μεν μέρος νοεί, άλλο δε επιθυμεί. Αλλά τί λοιπόν τότε συνέχει τα μέρη της ψυχής, εάν είναι φύσει διηρημένη; Βεβαίως ουχί το σώμα· διότι τουναντίον η ψυχή πιστεύεται μάλλον ότι συνέχει το σώμα, και άμα εξέλθη η ψυχή εκπνέει το σώμα και σήπεται. Εάν λοιπόν άλλο τι κάμνη αυτήν μίαν, το άλλο τούτο βεβαίως θα ήτο αυτή η ψυχή». Και διερωτάται λέγων: «είναι και τούτο έν ή έχει πολλά μέρη; Και αν είναι έν, διατί δεν είναι αμέσως και η ψυχή έν; εάν δε είναι διηρημένον, πάλιν ο λόγος θα ζητήση τί συνέχει τα μέρη αυτού, και ούτω θα προχωρή επ' άπειρον η πρόοδος».
Στα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, διακρίνουμε ότι η ψυχή χρησιμοποιείται από τον Κύριο και τους αγίους Αποστόλους, ως ζωή. Ο άγγελος Κυρίου είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ∙ τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. β’, 20). Ο Κύριος, περιγράφοντας τον Εαυτό Του ως καλόν ποιμένα, λέγει: «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων...» (Ιω. ι’, 11). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφοντας για την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα λέγει: «οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτόν τράχηλον υπέθηκαν» (Ρωμ. Ιστ’, 4). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο όρος ψυχή σημαίνει την ζωή.
Η ψυχή χρησιμοποιείται ακόμη, για τη δήλωση του πνευματικού στοιχείου της υπάρξεώς μας. Ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του: «μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι. φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεένη» (Ματθ. ι’, 28). Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φονεύουν την ψυχή, ενώ ο διάβολος μπορεί να το κάνη, με την έννοια ότι η ψυχή, εάν δεν έχη το Πνεύμα το Άγιο, είναι νεκρά. Ο διάβολος είναι νεκρό πνεύμα, γιατί δεν μετέχει του Θεού και μεταδίδει την νέκρωση και σ’ αυτούς που συνδέονται μαζί του. Είναι ζωντανή οντότης, αλλά δεν υπάρχει κατά Θεόν. Ο Κύριος στην παραβολή του άφρονος πλουσίου παρουσιάζει τον Θεό να λέγη στον άφρονα πλούσιο: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’, 20).
Η διαφορά μεταξύ της ψυχής, ως του πνευματικού στοιχείου της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι φύσει θνητή αλλά Χάριτι αθάνατη, και της ζωής φαίνεται και από μια άλλη διδασκαλία του Χριστού: «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν∙ ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’, 25). Στην μία περίπτωση με τον όρο ψυχή εννοεί ο Κύριος το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας και στην άλλη περίπτωση εννοεί την ζωή. Ο Απόστολος Παύλος εύχεται στους Θεσσαλονικείς: «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α’ Θεσ. Ε’, 23). Δεν πρόκειται εδώ για το λεγόμενο τρισύνθετο του ανθρώπου, αλλά με τον όρο πνεύμα εννοεί την Χάρη του Θεού που δέχεται η ψυχή, το χάρισμα. Πάντως εκείνο που θέλουμε εδώ να εντοπίσουμε είναι ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην Αποκάλυψή του: «...είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του αρνίου» (Αποκ. στ’, 9). Το σώμα εσφάγη, αλλά η ψυχή βρίσκεται πλησίον του Θεού και μάλιστα συνομιλεί με τον Θεό, όπως αναφέρει στην συνέχεια ο Ευαγγελιστής. Ακόμη η λέξη ψυχή χρησιμοποιείται για να δηλώση τον όλο άνθρωπο. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω...» (Ρωμ. ιγ’, 1).
Η παραπάνω θεολογική ανάλυση είναι του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι γίνεται φανερό ο πολυσήμαντος όρος «ψυχή» μέσα στην Αγία Γραφή. Με αυτόν τον όρο εννοείται και ολόκληρος ο άνθρωπος και το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς του και η ζωή που υπάρχει στον άνθρωπο, στα φυτά και στα ζώα, σ’ όλα εκείνα που μετέχουν της ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για το άκτιστο Φως, το οποίο εγγίνεται στην θεοφόρο ψυχή «υπό του ενοικούντος Θεού», λέγει ότι αυτό είναι η ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία του Θεού και όπως λέγεται Φως η ουσία, έτσι λέγεται Φως και η ενέργεια. Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Ψυχή λέγεται και η πνευματική και η βιολογική (ζωή), αλλά γνωρίζουμε καλά ότι άλλο η πνευματική και άλλο η βιολογική (ζωή): «ώσπερ υπό της ψυχής η ζωή εγγίνεται τω εμψύχω σώματι, λέγομεν δε και την ζωήν αυτήν ψυχήν, αλλ’ ίσμεν άλλο τι παρά ταύτην ούσαν την εν ημίν ούσαν και παρεκτικήν ζωής ψυχήν, ούτω και τη θεοφόρω ψυχή υπό του ενοικούντος Θεού εγγίνεται το φως».
Οι Πατέρες, γράφει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, γνωρίζουν καλά ότι ο όρος ψυχή αποδίδεται και στο πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, αλλά και σ’ αυτήν την ίδια την ζωή και ακόμη ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγει ότι η ψυχή είναι ζώσα, απλή, ασώματη, αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, λογική και νοερά, ασχημάτιστη, ενώ χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα και του δίδει ζωή, αυτεξούσια, θελητική και ενεργητική, τρεπτή δηλαδή εθελότρεπτη, κτιστή: «Ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα, απλή, ασώματος, σωματικοίς οφθαλμοίς κατ’ οικείαν φύσιν αόρατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και τούτω ζωής αυξήσεώς τε και αισθήσεως και γεννήσεως παρεκτική... αυτεξούσιος, θελητική τε και ενεργητική, τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή, πάντα ταύτα κατά φύσιν εκ της του δημιουργήσαντος αυτήν χάριτος ειληφυία, εξ ης και το είναι και το φύσει ούτως είναι είληφεν». Η ψυχή είναι απλή και αγαθή «υπό του Δεσπότου αυτής κτισθείσα».
Τον ίδιο σχεδόν ορισμό με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό δίδει και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος βεβαίως προηγήθηκε του πρώτου: «ψυχή εστιν ουσία γεννητή, ουσία ζώσα, νοερά, σώματι οργανικώ και αισθητικώ δύναμιν ζωτικήν και των αισθητών αντιληπτικήν δι’ εαυτής ενιούσα, έως αν η δεκτική τούτων συνέστηκε φύσις». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» (Α’ Κορ. ιε’, 45), λέγει ότι ψυχή ζώσα σημαίνει «αείζωον, αθάνατον, ταυτόν δ’ ειπείν λογικήν∙ η γαρ αθάνατος λογική∙ και ου τούτο μόνον, αλλά και κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτην γαρ η όντως ζώσα ψυχήν».
Λέγεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Γνωρίζουμε καλά ότι αυτή η έννοια της αθανασίας της ψυχής δεν είναι χριστιανικής προελεύσεως, αλλά οι Χριστιανοί την δέχθηκαν με μερικούς όρους και μερικές απαραίτητες προϋποθέσεις. Ο Μητροπολίτης Περγάμου και καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιδέα της αθανασίας της ψυχής, αν και δεν είναι χριστιανικής προελεύσεως, πέρασε μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας, διαποτίζοντας και αυτήν την υμνογραφία μας. Κανείς δεν μπορεί να την αρνηθεί, χωρίς να βρεθεί έξω από το κλίμα της ίδιας της λατρείας της Εκκλησίας... Η Εκκλησία δεν δέχθηκε την πλατωνική αυτή ιδέα χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τρία βασικά πράγματα. Το ένα είναι ότι οι ψυχές δεν είναι αιώνιες, αλλά κτιστές. Το άλλο ότι η ψυχή επ’ ουδενί λόγω πρέπει να ταυτισθεί με τον άνθρωπο (η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι ο άνθρωπος). Άλλο ψυχή και άλλο άνθρωπος, ο οποίος είναι ψυχοσωματική οντότητα). Και το τρίτο (το σπουδαιότατο) είναι ότι η αθανασία του ανθρώπου δεν στηρίζεται στην αθανασία της ψυχής, αλλά στην Ανάσταση του Χριστού και στην μελλοντική ανάσταση των σωμάτων».
Η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν και ακόμη πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση αθανασία του ανθρώπου δεν είναι η ζωή της ψυχής πέραν του τάφου, αλλά η υπέρβαση του θανάτου με την Χάρη του Χριστού. Η ζωή εν Χριστώ είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο αθάνατο, γιατί χωρίς την εν Χριστώ ζωή υπάρχει νέκρωση, αφού η Χάρη του Θεού δίδει ζωή στην ψυχή.
Η ψυχή είναι κτιστή, αφού δημιουργήθηκε από τον Θεό. Βασική πηγή μας είναι η αποκάλυψη που δόθηκε στον Μωϋσή: «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β’, 7). Αυτό το χωρίο μας περιγράφει την δημιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Ερμηνεύοντας το ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι είναι απαραίτητο να δη κανείς τα λεγόμενα με τους οφθαλμούς της πίστεως, και ότι λέγονται «μετά πολλής της συγκαταβάσεως και δια την ασθένειαν την ημετέραν». Το «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον και ενεφύσησεν» είναι «ανάξιον Θεού∙ αλλά δι’ ημάς και το ασθενές το ημέτερον ούτω ταύτα διηγείται η θεία Γραφή, ημίν συγκαταβαίνουσα, ίνα ταύτης αξιωθέντες της συγκαταβάσεως, ανελθείν προς το ύψος εκείνο ισχύσωμεν». Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός έπλασε το σώμα του ανθρώπου και το έκανε εις ψυχήν ζώσαν, που περιγράφει η Αγία Γραφή, είναι συγκαταβατικός. Περιγράφεται έτσι για την δική μας ασθένεια.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι όσα λέγονται περί του Θεού ανθρωποπαθώς «συμβολικώς εστι λελεγμένα», έχουν δε υψηλότερο νόημα, αφού «απλούν το θείον και ασχημάτιστον». Και επειδή η Γραφή λέγει ότι ενεφύσησεν ο Θεός στο πρόσωπο του ανθρώπου, ας δούμε την ερμηνεία περί του στόματος του Θεού, που κάνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Στόμα δε και λαλιάν το ενδεικτικόν της βουλήσεως αυτού εκ του παρ’ ημίν δια στόματος και λαλιάς σημαίνεσθαι τα εγκάρδια νοήματα». Βέβαια άλλο είναι το στόμα και άλλο το εμφύσημα, αλλά το αναφέρω σαν ενδεικτικό, αφού υπάρχει μια σχέση και συνάφεια. Γενικά, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όλα όσα σωματικώς έχουν διατυπωθή για τον Θεό, εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί για την σωματική επιδημία του Λόγου, «κεκρυμμένην έχει τινά έννοιαν εκ των καθ’ ημάς τα υπέρ ημάς εκδιδάσκουσαν».
Επομένως η ψυχή, όπως και το σώμα, είναι κτίσμα Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού, λέγει ότι είναι «ου μόνον ανοίας αλλά και ατοπίας μεστός ο λόγος» ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού. Αν αυτό ήταν αληθινό τότε δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη, ούτε στον έναν θα ήταν ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη. Η ουσία του Θεού «ου μερίζεται ουδέ αλλοιούται, αλλ’ εστιν αναλλοίωτος». Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η «του αγίου Πνεύματος ενέργεια». Όπως ο Χριστός είπε «λάβετε Πνεύμα άγιον», έτσι και το θείο εμφύσημα «ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και άγιον». Κατά τον άγιον, δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού, αλλά η ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, που έκτισε και δημιούργησε ψυχή, χωρίς να γίνει αυτό ψυχή. «Τούτο το Πνεύμα προελθόν, ουκ αυτό γέγονε ψυχή, αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό εις ψυχήν μετεβλήθη, αλλά ψυχήν εδημιούργησε∙ δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το Άγιον, κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής. Πατήρ γαρ και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα».
Ένα άλλο σημαντικό σημείο, που τονίζουν οι άγιοι Πατέρες, είναι ότι δεν έχουμε ύπαρξη του σώματος άνευ ψυχής ούτε και ύπαρξη ψυχής άνευ του σώματος. Αμέσως μόλις δημιουργεί το σώμα ο Θεός, κτίζει και την ψυχή. Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης γράφει: «Ούτε γαρ σώμα προ της ψυχής υφίστατο, ούτε ψυχή προ του σώματος». Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιγραμματικά τονίζει, αντικρούοντας την άποψη του Ωριγένη, ότι «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον». Η ψυχή και το σώμα δημιουργούνται ταυτόχρονα. Η ψυχή δεν υφίσταται προ της δημιουργίας του σώματος, αλλά κτίζεται μαζί με αυτό: «Την ψυχήν ούτε γαρ προϋφίσταται του σώματος∙ ούτε μεθυφίσταται∙ αλλ’ άμα τη τούτου γενέσει κτίζεται και αυτή».
Συνεπώς, ο άνθρωπος είναι καιρός να κατανοήσει την ανυπολόγιστο αξία της ψυχής, πρέπει, όχι μόνο να κατανοήσει, αλλά κυρίως να αντιληφθεί το τί χρειάστηκε για να εξαγοραστεί και να ελευθερωθεί από την δουλεία της αμαρτίας η ψυχή του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δίδαξε, φώτισε και τέλος έπαθε επάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου Του, ο απαθής την θεότητα, χύνοντας το Τίμιο και Πανάγιο Αίμα Του, λύτρο αντί πολλών, προς εξαγορά και σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής.
Πράγματι, έχει ανεκτίμητη αξία η ψυχή ενός εκάστου εξ ημών, τόση αξία έχει που δια την σωτηρία της αξίζει η ζωή και το αίμα ενός Θεανθρώπου, γιατί ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, αλλά μόνο αυτός ο Κύριος θα μπορούσε να εξαγοράσει τον άνθρωπο και να τον ελευθερώσει από τα δεσμά του Διαβόλου και εκ της κατάρας του Νόμου. Ως εκ τούτου του μεγάλου και σωτηριώδους δια τον άνθρωπο γεγονότος, της Σταυρικής θυσίας Εκείνου, η ζωή μας επί της γης ας είναι ζωή χριστιανική, ας είναι παλαίστρα και στάδιο πνευματικών αγώνων, προετοιμασία και προπαρασκευή δια την άλλη ζωή, την ουράνιο ζωή, την ουράνιο βασιλεία, την οποία μάς ετοίμασε ο υπέρ ημών Σταυρωθείς και Αναστάς Κύριος.
Χάρη της θείας του Θεού συγκατάβασης η αξία της ψυχής μας είναι αληθινά ανυπολόγιστος, το κέρδος αυτής είναι ανεκτίμητο και αιώνιο και δια τούτο πρέπει και οφείλουμε , όσον χρόνο έχουμε επί της γης, να ζούμε την κατά Χριστό ζωή και να μη προσβλέπουμε στα μάταια και πρόσκαιρα αγαθά του κόσμου τούτου, «όπου σής και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι», διότι «τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;»