«Αδάμ ανακαινίσθητι και Εύα μεγαλύνθητι. Προφήται συν Αποστόλοις, χορεύσατε και Δικαίοις κοινή χαρά εν τω κόσμῳ, Αγγέλων τε και ανθρώπων, εκ των Δικαίων σήμερον, Ιωακείμ και της Άννης, γεννάται η Θεοτόκος».
Αγιοπνευματικά και υπέρλαμπρα η Ορθόδοξη Εκκλησία ευλαβώς πανηγυρίζει κάθε χρόνο την Εορτή της γεννήσεως της Θεομήτορος, μετά πολλής χαράς και ευγνωμοσύνης. Μετά χαράς, διότι η παρθένος Μαριάμ, ως
καρπός της προσευχής των γονέων της, δόθηκε ως δώρο του Θεού, όχι μόνον σε εκείνους, αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, διότι εκ της παρθένου επρόκειτο να γεννηθεί ο Υιός και Λόγος του Θεού, δια να σωθεί ο κόσμος.Εορτάζουμε, λοιπόν, το «παγκοσμίου ευφροσύνης γενέθλιον», που καθίσταται «η είσοδος όλων των εορτών και το προοίμιο του μυστηρίου του Χριστού», κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης. Γέννηση, που έγινε πρόξενος της αναγεννήσεως, της αναπλάσεως, της ωραιοποιήσεως και της ανακαινίσεως των πάντων. Γεννήθηκε η κόρη, που θα γεννήσει «εν χρόνω», κατά ανερμήνευτο και παράδοξο τρόπο, τον άχρονο και προαιώνιο Θεό Λόγο, τον Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου.
Με την γέννηση της Μαρίας και πανάμωμης Δέσποινάς μας ευεργετείται όλη η κτίση. Ο δημιουργός Θεός Λόγος έπλασε την ανθρώπινη φύση, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν «το πλήρωμα του χρόνου» να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν την Μητέρα Του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός προ Αυτής και τώρα δι' Αυτής, έρχεται επί γης και γίνεται ορατός. Ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση με έναν ουσιαστικότερο και πιο ενοειδή τρόπο. Ενώνει διά της ανθρώπινης φύσεώς Του όλη την κτίση στην υπόστασή Του και την θεώνει. Ο ανείδεος, ο απερίγραπτος και ο ανέστιος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ενδύεται την ανθρώπινη σάρκα και την ανθρώπινη ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στην γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία Μητέρα Του, να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου», εκπληρώνοντας το μυστήριο της Θείας Οικονομίας.
Διότι η πλήρωση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή του κτίσματος, δηλαδή χωρίς την ελεύθερη κατάφαση του ανθρώπου. Κεντρική θέση, σε αυτή τη διαδικασία οικείωσης του Φωτός, κατέχει στην Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησιολογία το πρόσωπο της Παναγίας Μητέρας του σαρκωθέντος Λόγου, το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και εάν το πρόσωπο του Υιού κάνει φανερή την Θεία Οντότητα, το πρόσωπο της Παναγίας φανερώνει την αλήθεια της ανθρώπινης πραγματικότητας. Η Θεία Οντότητα και η ανθρώπινη πραγματικότητα κάνουν την Σωτηρία να επαληθεύεται. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Θεομήτωρ βρίσκεται στο κέντρο του εκκλησιολογικού μας βίου. Η Παρθένος Μαρία μεταποιείται σε Ναό άγιο και ακατάλυτο, στον οποίο εσκήνωσε ο Θεός Λόγος. Είναι το χωρίον του αχωρήτου Θεού. Είναι η χωρήσασα τον αχώρητο «εν μήτρα αγία παρθενική». Συνεπώς, η θεολογική ταύτιση Θεοτόκου και Εκκλησίας, που συχνά ευρίσκουμε στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, οδηγεί στην ανέρευση και ανάδειξη της θεολογικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία είναι το χωρίον ή η χώρα του αχωρήτου και πλατυτέρα των ουρανών. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός σημειώνει ότι «η πλατυτέρα, ζωγραφουμένη εις το ημιθόλιον της κόγχης του ιερού βήματος, μετά του Ιησού Χριστού, συμβολίζει την Εκκλησία μετά του Ιησού Χριστού, εν τω μέσω αυτής».
Από την πρώτη στιγμή που ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, τον καλεί σε συνεργασία μαζί του. Ο Θεός δεν δημιουργεί τον άνθρωπο, ως ένα άβουλο ον, που καθοδηγείται από τα ένστικτά του, αλλά ως ένα ον ελεύθερο, προικισμένο με όλα τα χαρακτηριστικά που έχει και ο ίδιος ο Θεός και προπάντων με τη δυνατότητα της επιλογής, να ομοιάσει με τον Θεό. Αυτή είναι η σημασία της φράσης που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή, όταν λέει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού»( Γεν 1:26,27). Δυστυχώς, μέσα από μια σειρά λανθασμένων επιλογών, ο άνθρωπος, αντί να πλησιάσει και να ομοιάσει τον Θεό, απομακρύνθηκε από Αυτόν, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην πτώση και στην καταστροφή.
Όμως ο Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που αμάρτησε, του δίνει ελπίδα σωτηρίας, προαναγγέλλοντάς του ότι ένας απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει το κακό και θα τον ελευθερώσει (Γεν 3:15). Μια απελευθέρωση, δια της «σαρκώσεως του Λόγου», η οποία, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν ήταν μόνο έργο του συναινούντος Πατρός, του κενωθέντος Υιού και του ζωοποιού Αγίου Πνεύματος, αλλά και έργο της ελεύθερης θέλησης του ίδιου του ανθρώπου, που εκπροσωπείται δια της αγιότητος της αειπαρθένου, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Μαρίας. Όντως, χωρίς τα τρία Θεία Πρόσωπα, ήτοι του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, το σχέδιο της Θείας Σωτηρίας, δεν θα μπορούσε να τεθεί σε ενέργεια. Όμως αντίστοιχα, το σχέδιο αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, χωρίς τη συναίνεση και την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, και εν προκειμένω, της παναγίας Παρθένου. Ο ιερός Καβάσιλας λέγει ότι, «μόνο αφού τη διδάσκει και την πείθει, ο Θεός, την καθιστά μητέρα Του και παίρνει από αυτή τη σάρκα, που η ίδια συνειδητά επιθυμεί να Του προσφέρει. Ακριβώς όπως ο Ίδιος συνελήφθη με τη δική Του ελεύθερη επιλογή, με τον ίδιο τρόπο και αυτή έγινε μητέρα Του εθελούσια και με την ελεύθερη συναίνεσή της». (Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν).
Ο ιερός Καβάσιλας αντιλαμβάνεται τη σημαντικότατη συμβολή της κτιστής ανθρώπινης ελευθερίας της Παρθένου στη Σάρκωση, «ως πείθων, ου βιαζόμενος». Ο Θεός, σημειώνει ο ιερός πατήρ, χτυπά την πόρτα, δεν την παραβιάζει. Ενώ δηλαδή, η Παναγία έχει επιλεγεί, συγχρόνως και η Εκείνη κάνει μια πράξη επιλογής. Δεν είναι απλώς και μόνο δεκτική, «χωρίς θέλημα, χωρίς επιτεύγματα, χωρίς δημιουργικότητα», αλλά ανταποκρίνεται με οντολογική ελευθερία. Ο Άγιος Ειρηναίος επίσης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η Μαρία συνεργάζεται με την Θεία Οικονομία». (Κατά Αιρέσεων 3.21.7/PG 7, 953B). Κατά τον Απόστολο Παύλο, η αειπάρθενος κόρη, είναι «συνεργός» του Θεού. Δηλαδή, δεν είναι ένα εύκολο μέσο σωτηρίας, αλλά είναι ενεργός μέτοχος του μυστηρίου της σωτηρίας. Δεν παρατηρούμε σε Αυτήν ουδεμία παθητικότητα, αλλά ανάμειξη. Ουδεμία υποταγή αλλά συνεργασία. Καμία παράδοση, αλλά αμοιβαιότητα σχέσης, διότι μεγαλώνει δια να ενσαρκωθεί, δι’ Αυτής ο Πανάγιος Θεός
Συνεπώς η θυγατέρα των πιστών υπερηλίκων θεοπατόρων, Ιωακείμ και Άννας, γεννηθείσα, ως καρπός της προσευχής των γονέων της, αναπτύσσεται και μεγαλώνει μέσα στην αγνότητα και στην αγιότητα. Εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί που όμως οφείλεται αυτή η αγιότης της Παναγίας μας ή τί το εξαιρετικό είχε η Παναγία και κατόρθωσε και απέκτησε αυτήν την αγιότητα; Διότι, ως γνωστόν, η Παναγία ήταν ένας άνθρωπος καθ' όλα όμοιος προς εμάς, γεννήθηκε από ένα γεροντικό άγιο ζευγάρι, τον Ιωακείμ και την Άννα, ως καρπός προσευχής και μάλιστα προχωρημένη ηλικία, οι οποίοι μένοντας άτεκνοι παρακαλούσαν τον Θεό, να τους χαρίσει ένα παιδί. Μάλιστα λέγει η παράδοση, ότι ο Ιωακείμ εξεδιώχθη από τους ιερείς μέσα από τον Ναό του Σολομώντος, όταν πήγε να προσφέρει δώρα, επειδή στην Παλαιά Διαθήκη η ατεκνία εθεωρείτο όνειδος και ότι όποιος δεν έχει παιδιά δεν είναι ευλογημένος από τον Θεό, γι’ αυτό έδιωξαν οι ιερείς τον γέροντα Ιωακείμ από τον ναό, και εκείνος με δάκρυα στα μάτια, πήγε στην έρημο επί σαράντα ημέρες και παρακαλούσε θερμά το Θεό, εν προσευχή και νηστεία, να του δώσει παιδί. Το ίδιο έκαμε και η μητέρα της Παναγίας, η Άννα, στο σπίτι της. Και ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και τους χάρισε όχι απλώς ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, αλλά τους χάρισε εκείνο το παιδί από το οποίο επρόκειτο να λυτρωθεί ο κόσμος, να γεννηθεί ο λυτρωτής του κόσμου. Δεν υπάρχουν άλλοι γονείς οι οποίοι να έχουν αυτό το προνόμιο που είχαν οι άγιοι Ιωακείμ και η Άννα, ώστε να γεννήσουν μια κόρη, να αποκτήσουν ένα παιδί από το οποίο επρόκειτο να γεννηθεί ο Θεός.
Γι’ αυτό και η Αγία Εκκλησία μας τιμά την Παναγία Μητέρα του Θεού, όπως αρμόζει στο άγιο πρόσωπό Της, και πανηγυρίζει γι’ Αυτήν, που βρίσκεται πιο ψηλά από κάθε άλλο λογικό ον, μέσα στον αρατό και αόρατο κόσμο. Την τιμά και την υμνεί, ως το καύχημα των ουρανών και του ανθρώπινου γένους, ως την Κεχαριτωμένη, δηλαδή Αυτήν που είναι μέτοχος την θείας χάριτος περισσότερο από κάθε κτίσμα, γιατί έγινε Μητέρα του Θεού. Η Παναγία είναι Αυτή για την οποία λέει o ψαλμωδός: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών Σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεπoικιλμένη». Από αυτή τη θέση μεσιτεύει πάντοτε υπέρ των ανθρώπων. Αυτή τη συγκλονιστική αλήθεια και διδασκαλία, εκράζει επιγραμματικά o μεγάλος Θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας ο Άγιος Γρηγόριος o Παλαμάς, λέγοντας για την Παναγία, ότι καλύπτει με τις πρεσβείες Της ολόκληρο τον χρόνο απ' αρχής της Δημιουργίας, με το να είναι «των προ Αυτής αιτία, και των μετ' Αυτήν πρoστάτις».
Ενώ ο ιερός Καβάσιλα αναφερόμενoς σε ένα λόγo του στο πανάγιο πρόσωπο της Θεοτόκου λέει: «Πως να σε προσφωνήσουμε Εσένα, που δεν υπάρχει τίποτα αντάξιό Σου ανάμεσα στους ανθρώπους; Γιατί τα δικά μας τα λόγια είναι γήινα, ενώ Συ ξεπέρασες όλου του κόσμου τις κορυφές. Αν λοιπόν χρειάζεται να σου προσφερθούν τιμητικοί λόγοι, αυτό πρέπει να είναι έργο Αγγέλων. Γι’ αυτό κι εμείς, αφού θυμηθήκαμε όσο μπορούσαμε τα κατoρθώματά Σου και υμνήσαμε κατά τη δύναμή μας Εσένα, την ίδια μας τη σωτηρία, ζητούμε τώρα να βρούμε αγγελική φωνή».
Συνοψίζοντας, επικαλούμαστε την άποψη του π. Αλεξάντερ Σμέμαν, ο οποίος αναφερόμενος στην εορτή της «Γεννήσεως της Μαρίας», σημειώνει: Α) Αυτή η γιορτή δεν είναι παρά ένας γενικός εορτασμός της γεννήσεως του ανθρώπου, και, όπως λέει το Ευαγγέλιο, δεν θυμόμαστε πλέον την αγωνία «δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Β) Τώρα γνωρίζουμε αυτόν του οποίου την ιδιαίτερη γέννηση και τον ερχομό εορτάζουμε, την Παναγία. Γνωρίζουμε τη μοναδικότητα, την ομορφιά, τη χάρη ακριβώς αυτού του παιδιού, τον προορισμό του, τη σημασία του για μας και για ολόκληρο τον κόσμο. Γ) Γιορτάζουμε όλους όσοι προετοίμασαν τον δρόμο της Παναγίας, πού συνέβαλαν στο να κληρονομήσει τη χάρη και την ομορφιά.
Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για κληρονομικότητα, αλλά μόνο με μια αρνητική, υποδηλωτική και αιτιοκρατική έννοια. Ή Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική και πνευματική κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλοσύνη, πόσες γενιές ανθρώπων που αγωνίστηκαν να ζήσουν την αγιότητα, δεν χρειάστηκαν πριν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα τέτοιο υπέροχο και ευωδιαστό «άνθος της αφθαρσίας», την Παρθένο Παναγία. Γι' αυτό η εορτή της Γεννήσεώς Της είναι ένας εορτασμός της ανθρώπινης ιστορίας, εορτασμός της πίστεως του άνθρωπο, ένας αυθεντικός εορτασμός του ανθρώπου. Δυστυχώς όμως, η κληρονομιά του κακού είναι πολύ πιο ορατή και γνωστή σήμερα. Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή η πίστη στον άνθρωπο, στην ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στις μελλοντικές γενιές μια φωτεινή κληρονομιά καλοσύνης έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από τον κυνισμό και την υποψία. Αυτός ό εχθρικός κυνισμός και η αποθαρρυντική υποψία είναι ακριβώς ό,τι μας κάνει ν' απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, τη στιγμή που αυτή γιορτάζει, με τέτοια χαρά και πίστη, τη γέννηση μιας κόρης, στο πρόσωπο της οποίας συγκεντρώνεται όλη η καλοσύνη, η πνευματική ομορφιά, η αρμονία και η τελειότητα, που είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως. Μέσα από αυτό το νεογέννητο κορίτσι, το δώρο του Θεού, ο Χριστός πραγματώνει συνάντηση μαζί Του και έρχεται να σώσει τον κόσμο. Εορτάζοντας τη γέννηση της Παναγίας, ακολουθούμε ήδη τον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κινούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της Παναγίας, ως Θεοτόκου. (π. Αλεξάνδρου Σμέμαν «Η Παναγία». Εκδόσεις «Ακρίτας»)