Προφυλάκιση, προσωρινή κράτηση ή απευθείας φυλάκιση του ηγούμενου Εφραίμ;



Προφυλάκιση, προσωρινή κράτηση ή απευθείας φυλάκιση  του ηγούμενου Εφραίμ;
Μέχρι το 1981 λεγόταν ''προφυλάκιση''. Το 1981 μετονομάστηκε η μάλλον μεταλλάχτηκε σε ''προσωρινή κράτηση'', για να φανεί ότι δεν πρόκειται για τιμωρία, αλλά για περιοριστικό όρο.
Η προσωρινή κράτηση ή η προφυλάκιση ενός κατηγορουμένου γίνεται όχι για τιμωρητικούς λόγους, γιατί αυτό αναιρεί το τεκμήριο της αθωότητας, για κάθε κατηγορούμενο. Διότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται την αθωότητά του, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Επίσης απαγορεύεται η επιβολή ποινής χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση (nulla poena sine processu). Η προφυλάκιση εφαρμόζεται, αφ’ ενός για τη διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, ώστε να δικαστεί και αν κριθεί ένοχος, να τιμωρηθεί, και αφ’ ετέρου, για να  αποτραπεί τέλεση νέων εγκλημάτων από αυτόν. 

Οι αιτιάσεις αυτές εφαρμόζονται με την έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης. Προσωρινή κράτηση μπορεί να διαταχθεί κατά τον νόμο μόνο για κακούργημα ή για πλημμέλημα. Ο νόμος ορίζει ρητά ότι δεν αρκεί μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης για την επιβολή προσωρινής κράτησης.
Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) η  προσωρινή κράτηση μπορεί να διαταχθεί σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος:
Α) Δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του  Β) κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος  Γ) κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή Δ) είναι πολύ πιθανό, κατά αιτιολογημένη κρίση, αν αφεθεί ελεύθερος, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται.
Η ύπαρξη της προσωρινής κράτησης είναι κατά το μάλλον ή ήττον προβληματική και άδικη σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί εξισώνονται σχεδόν οι κακουργηματικές πράξεις, με αποτέλεσμα να εκδίδεται «ένταλμα σύλληψης», για κατηγορουμένους, που τους βαραίνουν οικονομικές υποθέσεις ή διοικητικές πράξεις και μάλιστα οι άνθρωποι αυτοί να συμβιώνουν και να συγκατοικούν με κρατούμενους που έχουν διαπράξει φόνους, κλοπές, ασέλγειες  κ.ο.κ.  
Η εφαρμογή της προσωρινής κράτησης στην Ελλάδα έχει δεχθεί και εξακολουθεί να δέχεται έντονη κριτική, διότι οι δικαστικοί λειτουργοί την επιβάλλουν με ευκολία και ότι την διατάσσουν χωρίς να συντρέχουν πράγματι οι προϋποθέσεις του νόμου, όπως για παράδειγμα ο πραγματικός κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων, αλλά με μοναδικό κριτήριο την τέλεση της πράξεως του εγκλήματος. Επίσης έχει κατακριθεί η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο ένταλμα προσωρινής κράτησης, καθώς και η διαρκής παράτασή της πάνω από 12 μήνες και ως τους 18, κάτι το οποίο το Σύνταγμα επιτρέπει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Παράλληλα, ενώ ο νόμος επιβάλλει η κράτηση να γίνεται σε ειδικές φυλακές υποδίκων χωριστά από τους καταδίκους, αυτό στην πράξη δεν τηρείται, με αποτέλεσμα η προσωρινή κράτηση να είναι στο τέλος μια μακρά «τιμωρία», εκ των προτέρων, του κατηγορουμένου, χωρίς να έχει καταδικαστεί προηγουμένως από δικαστήριο, καθώς επιτάσσει το Σύνταγμα. Δηλαδή, στην ουσία της εφαρμογής της «προσωρινής κράτησης», όχι μόνο η «προφυλάκιση» δεν άλλαξε ονομασία το 1981, αλλά ουσιαστικά είναι «φυλάκιση άνευ δίκης». 
Στο σημείο αυτό θα λέγαμε ότι ως μέτρο θα ήταν κοινωνικά αποδεκτό, μόνο για εκείνους που διαπράττουν φόνο, κλοπή ή ασέλγεια ενηλίκου ή ανηλίκου.  Αλλά, για υποθέσεις οικονομικού ή διοικητικού περιεχομένου υπερβαίνει τα όρια και της ηθικής και της λογικής και της νομοθεσίας και αυτού ακόμη του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να δημιουργεί τη ροπή σε κάποιους, να επιδιώκουν τη φυγή τους και να παραμένουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, εσαεί φυγόδικοι.
Αυτή η κριτική, που δεν ασκείται μόνο εντός της επικράτειας της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό, υφίσταται διότι σύμφωνα με το άρθρο 177 «Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση».  Δηλαδή,  οι δικαστές δεσμεύονται από την φωνή της συνείδησης τους και πρέπει να έχουν απροσωπόληπτη κρίση. 
Επαφίεται, λοιπόν, η εξέλιξη μιας υπόθεσης στη συνείδηση και στην απροσωποληψία ή αντικειμενικότητα του ενεργούντος δικαστή.  Εύλογα τίθεται το ερώτημα.  Τι γίνεται όταν η συνείδηση υπολειτουργεί ή δυσλειτουργεί ή λειτουργεί εμπαθώς;  Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί και για την αντικειμενικότητα της κρίσης.  Είναι φυσικό και βέβαιο ότι κάθε άνθρωπος αποτελεί ξεχωριστή προσωπικότητα με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που καθορίζονται από πολλούς παράγοντες και μεταβάλλονται αναλόγως των περιπτώσεων. 
Βέβαια η ποινική δικονομία καθορίζει και μάλιστα αυστηρά τον τύπο που πρέπει να ακολουθήσει η ανακριτική διαδικασία.  Δηλαδή το ανακριτικό στάδιο ασχολείται με την ανάκριση, διενεργώντας έρευνα, συλλέγοντας προς αξιολόγηση και ερμηνεία κάθε αποδεικτικό στοιχείο, για τη διάπραξη του εγκλήματος και την αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη με σκοπό τη διατύπωση αρχών και κανόνων ικανών, ώστε τα στοιχεία που συλλέχθηκαν να αποτελούν πλήρες ιστορικό, επί του οποίου θα μπορέσει να σχηματιστεί η δικαστική πεποίθηση, δια της αναζητήσεως επιστημονικών μεθόδων. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης συναντιόνται επιστημονικοί κλάδοι, π.χ. αστυνομική, δικαστική ψυχολογία όπως και η ποινική δικονομία, προκειμένου να διερευνηθεί ο τρόπος δράσης του ανακρινόμενου.
Ο ανακριτής συλλέγει υλικό και αποδείξεις, προκειμένου να εκδώσει τεκμηριωμένη και ορθή κατηγορία, ώστε να μην εκθέτει ανθρώπους άδικα ενώπιον της κοινωνίας. Ο ανακριτής είναι απαραίτητος στην προδικασία. Ο κατηγορούμενος λόγω παραλείψεων και αυθαιρεσιών του ανακριτή μπορεί να απαιτήσει εκ νέου ανάκριση. Ο ανακριτής δεν έχει το δικαίωμα παράλειψης και αυθαιρεσίας, ώσυε να βγάλει κατηγορίες εις βάρος του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής πρέπει να έχει ειδίκευση στην ανάκριση, να έχει γνώσεις και από άλλα επιστημονικά πεδία. Πρέπει να έχει ακρίβεια στη διατύπωση των ερωτήσεων. Πρέπει να αγνοεί τις πιέσεις από τα ΜΜΕ.  Επίσης, πρέπει να έχει δίκαιη και ορθή θέση απέναντι στα πράγματα. Πρέπει η σκέψη του ανακριτή να μην ενδιαφέρεται για το εγκληματικό παρελθόν του κατηγορουμένου ή την ιδιότητα και την εμφάνισή του.
Το άρθρο 139 αναφέρει ότι «οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα».  Αποδεικτικά μέσα που στερούνται σοβαρότητας, (π.χ. προβλέψεις τύπου medium), για ενοχή κάποιου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ως αποδεικτικά μέσα, για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να επιδέχονται επιστημονική κρίση, αξιολόγηση και έλεγχο, για να κριθεί η ορθότητα  του υλικού. Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν γεγονότα στο δικαστήριο και να  αποδεικνύουν το γεγονός.
Τούτων ούτως δοθέντων παραθέτουμε το σκεπτικό της αξιοτίμου ανακρίτριας,  για την προφυλάκιση Εφραίμ, το οποίο σύμφωνα με παραπάνω προαπαιτούμενα, μάλλον πάσχει.
«Τρεις λόγους που θεωρεί «εξαιρετικά σοβαρούς» επικαλέστηκε η εφέτης ειδική ανακρίτρια Ειρήνη Καλού προς το Συμβούλιο Εφετών, για να αιτιολογήσει την άποψή της για προφυλάκιση του Εφραίμ και τη διαφωνία της με τον εισαγγελέα, που έκρινε πως πρέπει να αφεθεί ελεύθερος με την επιβολή περιοριστικών όρων.
Η Ειρήνη Καλού, που χειρίζεται την ανάκριση για τις λεγόμενες «ιερές ανταλλαγές» ανέφερε προς τους εφέτες του Συμβουλίου πως σε βάρος του Εφραίμ προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, τονίζοντας πως οι πράξεις του έχουν τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
1. Την εκμετάλλευση της ιδιότητας του, ως καθηγούμενου αγιορείτικης μονής παγκόσμιας ακτινοβολίας, προς επηρεασμό πολιτικών προσώπων, υπουργών και υφυπουργών, καθώς και ανώτερων κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων.
2. Την επί μακρόν χρόνο τέλεση των πράξεων, γεγονός που δεν προσιδιάζει στο μοναχικό σχήμα και την πνευματική του αποστολή.
3. Την πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας σε βάρος της δημόσιας περιουσίας.
Η ανακρίτρια θεωρεί πως είναι πιθανόν ο κατηγορούμενος, στον οποίο το κατηγορητήριο αποδίδει κεντρικό ρόλο στην υπόθεση των ανταλλαγών, να διαπράξει και νέα αδικήματα.
Η άποψη της κ. Καλού υιοθετήθηκε από τους συναδέλφους της, μέλη του Συμβουλίου Εφετών, που αποφάσισαν την προφυλάκιση του Εφραίμ». (Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Είναι εμφανές ότι στο παρόν σκεπτικό αποτυπώνεται «η φωνή της συνείδησης», καθοδηγούμενη «από απροσωπόληπτη κρίση». Όμως αυτή «η φωνή της συνείδησης» και η «απροσωπόληπτη κρίση», δυστυχώς δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής, ούτε στην ημεδαπή, ούτε στην αλλοδαπή, εκτός εκείνων που διακαώς επιδιώκουν και επιθυμούν τον αφανισμό και τον εξανδραποδισμό της εν Ελλάδι Ορθόδοξης Εκκλησίας και των λειτουργών της, καθώς και το μαρασμό της ανθοσπερμίας του Άθω και την ενεργητικότητα των φωτισμένων και αφιερωμένων μοναχών του.
Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση φυλάκισης του ηγουμένου Εφραίμ, χρήζει άμεσης και επιτακτικής ανάκλησης, διότι το σκεπτικό αυτό, εκτός των άλλων, καταρρίπτει το ουσιαστικότερο όλων, που είναι το  «τεκμήριο αθωότητας» του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί τις οντολογικές προϋποθέσεις και τα απαραίτητα εχέγγυα  δίκαιης  δίκης.  Μοναδική πλέον ευθύνη και καθήκον έχει η ανώτατη εισαγγελική αρχή του Ελληνικού κράτους, που διακρίνεται από σύνεση, αμεροληψία και δικαιοκρισία.  Το αναμένουμε εναγωνίως, όχι δι’ ημάς, ούτε για τον Ηγούμενο πια, αλλά για την αποκατάσταση του κύρους και του σεβασμού της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Γένους των Ελλήνων, που γέννησε και δίδαξε τη Δημοκρατία στο παγκόσμιο στερέωμα.

Ιστολόγιο Γενικού Περιεχομένου

metaptotíka.blogspot.com. Από το Blogger.

ΦΙΛΙΚΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΕΝΟΥ