Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὡς ἐπιστέγασμα τῆς αὐγῆς καὶ ἀναγέννησης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔνδοξους καὶ σπουδαίους σταθμοὺς τῆς ἱστορικῆς μας πορείας. Δὲν ἦταν μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λαός, μὲ τὸν πολιτισμό του καὶ τὴν ψυχή του ἀκέραια, ἀνακτᾶ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν πολιτική του ὀντότητα μετὰ ἀπὸ μακρὰ περίοδο δουλείας ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία του, πραγματοποιώντας μερικῶς τοὺς σκοπούς του μὲ τὴν δημιουργία ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ σημασία τοῦ Εἰκοσιένα καὶ τῶν χρόνων ποὺ προηγοῦνται ἔγκειται, πιστεύω, στὸ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς δίνει ἱστορικὰ τὴν ἀπάντηση στὸ πῶς μπορεῖ νὰ συνυπάρξει στὸν νεώτερο κόσμο, αὐτὸν τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ τῶν δυτικῶν γιγάντων, κατορθώνοντας μὲ τρόπο θαυμαστό, καὶ μάλιστα ἔναντι ἑνὸς ἀντιπάλου συντριπτικὰ ἰσχυρότερου, ὅ,τι δὲν κατάφερε στοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς αἰῶνες, ὅπου ἡ αὐτοκρατορία του, παρὰ τὴν πνευματική ἀκμή της, ἐσωστρεφῶς καὶ ἀμήχανα, θὰ συρρικνωθεῖ καὶ θὰ καταρρεύσει ὁλότελα, θά ’λεγε κανείς, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς τεράστιας κληρονομιᾶς της.
Ὅμως «ἡ Ἑλλὰς συνετάφη τῷ Χριστῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ τοῦθ’ ἕνεκα καὶ ἀνέστη ὡς