ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ)



Η συνάντηση του Ιησού Χριστού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο γεμίζει τις καρδιές μας, αισιοδοξία, θάρρος και βεβαιότητα, για την σωτηρία μας. Μας αποκαλύπτει τον τρόπο, που μπορεί ο άνθρωπος, να ακολουθήσει, γα να συναντηθεί με τον Χριστό και να επικοινωνήσει μαζί Του. Είναι η έμπρακτη μετάνοια του αρχιτελώνη Ζακχαίου, ο οποίος ανεβαίνει με βήματα ηρωικά και σταθερά την κλίμακά της, αφού πρώτα πραγματώνει τη γενναία υπέρβαση του «εγώ» του και από την αυτοπεποίθηση του πλούτου περνά στην ταπείνωση, προκειμένου να δει
τον Χριστό.
Ο Χριστός, που διαβλέπει την μεταστροφή, του νου και της καρδίας του Ζακχαίου, ως ανταπόδοση αυτής της υπέρβασης, δεν επισκέπτεται, απλά το σπίτι του, αλλά του προσφέρει τη σωτηρία, καθώς ενώπιον πάντων λέγει, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Έλαβε τη σωτηρία ο οίκος του Ζακχαίου, διότι η σωτηρία του ανθρώπου έγκειται στην πρόσληψή του στο σώμα του Χριστού και στην ικάνωσή του να ζήσει, ως νικητής της φθοράς και του θανάτου, μέσα στο φως της ζωής και της μακαριότητας. Ο Χριστός, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, είναι ο μόνος που μπορεί να συνδέσει τον άνθρωπο με το Θεό και να προσφέρει σ’ αυτόν την «εν Αυτώ ζωή», που στερήθηκε. Γι’ αυτό και η πίστη στο Χριστό αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Όσο οι άνθρωποι δεν μετανοούν, βρίσκονται μακριά από την αληθινή πηγή της ζωής και είναι δούλοι της φθοράς και του θανάτου, άνευ εξαιρέσεων, διότι «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού». Μόνο η συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας δίνει στον άνθρωπο το μέτρο της πραγματικής ηθικότητάς του και της σχέσεώς του με το Θεό. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια εκφράζουν και τα λόγια του Χριστού προς τους ιερείς και διδασκάλους των Ιουδαίων «αμήν λέγω υμίν, ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Η πρόταξη αυτή των τελωνών και των πορνών, που ήταν αναμφισβήτητα ανήθικοι και άδικοι άνθρωποι, δεν σημαίνει βράβευση της ανηθικότητας και της αδικίας ή πολύ περισσότερο δεν σημαίνει αποδοκιμασία της δικαιοσύνης και της αρετής. Η πρόταξη αυτή σημαίνει βεβαίωση της καθολικής αφέσεως, που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο, που μετανοεί πραγματικά. Στον άνθρωπο που κατανοεί την αναξιότητά του και επικαλείται το έλεος του Θεού. Όταν ο Χριστός επισκέφθηκε τον αρχιτελώνη Ζακχαίο στο σπίτι του, δεν το έκανε, για να δικαιώσει τις αδικίες του, αλλά για να βραβεύσει τη μετάνοιά του, διότι το μυστικό της αρετής του ανθρώπου, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, βρίσκεται στην απόφαση της μετάνοιας. Και την απόφαση αυτή την παίρνει, όποιος αισθάνεται, ότι τον βαραίνει η αμαρτία.
Η πρόταξη αυτή, όμως, φάνηκε παράξενη σε κάποιους, εκ των παρακολουθούντων το συμβάν. Παράξενη, αν όχι και απαράδεκτη, εξακολουθεί να φαίνεται και κάποιους σημερινούς Χριστιανούς, άσχετα, αν βεβαιώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, διότι ο Χριστιανισμός εξακολουθεί να βιώνεται, ως διδασκαλία του ηθικισμού και ο Χριστός θεωρείται, ως ηθικοδιδάσκαλος, που ήλθε, για να εγκαθιδρύσει τη δικαιοσύνη και την αρετή, όπως την εννοούν κάποιοι συνάνθρωποι. Διαβάζοντας κανείς το Ευαγγέλιο παρατηρεί, ότι όλες οι ανθρώπινες αξίες ουσιαστικά παραμερίζονται ή και ανατρέπονται. Οι άνθρωποι δεν αξιολογούνται σύμφωνα με την ηθική υπόληψή τους. Ούτε η κοινωνική τους θέση και αξιοπρέπεια δίνει το μέτρο της αξίας τους. Το μόνο σταθερό κριτήριο και μέτρο, για την αξιολόγησή τους, είναι η μετάνοια. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί, γίνεται δεκτός στη βασιλεία του Θεού, δηλαδή σώζεται, διό και «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Όταν, όμως, δεν μετανοεί, τότε δεν σώζεται. Αυτό είναι το χριστιανικό κριτήριο. Αυτό ήταν το μέτρο με το οποίο ο Χριστός είπε: «Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι». Αυτό θα είναι και το κριτήριο που θα κρίνει ο Θεός τον κάθε άνθρωπο.
Βέβαια, όσοι παρακολούθησαν τα γεγονότα της συνάντησης του αρχιτελώνη με τον Χριστό «διεγόγγυζον λέγοντες, ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι». Δηλαδή, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, για το πώς είναι δυνατόν ο Χριστός, να συναναστρέφεται τους αμαρτωλούς; Η απάντηση, όμως είναι καταλυτική και αποστομωτική και δίδεται από τον  Ίδιο τον Κύριο: «ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς εις μετάνοια».
Είναι γεγονός ότι η αμαρτία, για τον Ζακχαίο, έγινε αφορμή μετανοίας και σωτηρίας, διότι, πράγματι, ο αρχιτελώνης είχε εκτραπεί από το  θέλημα του Θεού και ζούσε αμαρτωλή ζωή, η οποία, καθώς φαίνεται, του ήλεγχε τη συνείδηση, γι’ αυτό και αναζήτησε ελεύθερα τον δρόμο της μετανοίας.
Ο Ζακχαίος ήθελε τόσο πολύ να δει τον Χριστό, ώστε η επιθυμία του τράβηξε την προσο­χή του Ιησού. Η επιθυμία είναι η αρχή του παντός.  Όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, «όπου γαρ εστίν ό θησαυ­ρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών». (Ματθ. 6,21). Γνωρίζουμε ότι ο Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, το οποίο για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να αισχροκερδεί. Ο Ζακχαί­ος ήταν πλούσιος και αγαπούσε τον πλούτο, αλλά κάποια στιγμή ανακάλυψε μία άλλη επιθυμία και αυτή η επιθυμία έγινε κυρίαρχο βίωμα του νου και της καρδίας του. Και τότε η ψυχή ένοιωσε μια βαθιά ανακούφιση. Ό­λα μέσα του άλλαξαν και αποφασισμένος πια, «εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Ο πρώην άτεγκτος και σκληρός αρχιτελώνης, τώρα παύει να είναι απάνθρωπος, καθώς αρχί­ζει η νίκη μέσα του και δηλώνει με τελεσίδικα ότι  «τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι εις τετραπλούν».
Αυτή είναι η αρχή ή το πρώ­το βήμα, της έμπρακτης και αβίαστης μετάνοιας του Ζακχαίου, ο οποίος, σύμφωνα με την  ορθόδοξη θεολογία, δέχθηκε τη σωτηρία, ως αποτέλεσμα συνεργίας της θείας Χάρης και της ανθρώπινης θέλησης. Συνεργία δεν σημαίνει, ότι oι ενέργειες του ανθρώπου είναι ισότιμες με τις ενέργειες του Θεού, αλλά ότι για τη σωτηρία συνεργάζονται η ανθρώπινη και η Θεία Θέληση, διότι η σωτηρία δεν μπορεί να νοηθεί, αυτόνομη και αποκομμένη από τη Θεία Χάρη και ότι επέρχεται μόνο, μέσα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Την ανθρώπινη ελεύθερη επιλογή, την φωτίζει, την συνοδεύει και την ολοκληρώνει η σωτηρία. Ο Θεός αποκαλύπτει την Αλήθεια στον άνθρωπο. «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου, και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου». (ψαλμός. 118). Το άνοιγμα της καρδίας δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά έργο του Θεού, καθώς μας διδάσκει ο Θείος Λόγος, ότι «ημείς αγαπώμεν αυτόν ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».  (Α' Ιωάν. Δ', 19). Η υπακοή στο Θείο Θέλημα είναι πνευματικό δώρο. «Οδήγησόν με επί την αλήθειάν σου και δίδαξόν με, ότι συ ει ο Θεός, ο Σωτήρ μου». (Ψαλμ. 24).
Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό είναι, όντως, αδιάγνωστο μυστήριο, που δεν χωρά σε αναλυτικά, ερμηνευτικά, λογικά σχήματα. Ο συγκλονισμός της υπαρξιακής μεταστροφής, εν Αγίω Πνεύματι, υπερβαίνει κάθε προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης. Η εμπειρία της μετάνοιας συντελείται μυστικά και απροσδόκητα χωρίς να προκύπτει, ως φυσικό αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας, καθ’ ότι, «ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη α εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά το αυτού έλεος έσωσεν ημάς, δια λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως πνεύματος αγίου» (Τίτος γ' 5).
Η δυνατότητα της ελευθερίας των προσωπικών επιλογών είναι ανάλογη με τη δύναμη της θέλησης. Η δύναμη αφυπνίζει και ενεργοποιεί τη δυνατότητα της θέλησης, καθώς επίσης, ενεργοποιεί τη θέληση και την κατευθύνει σωτηριολογικά.
Η θέληση, όμως, προϋποθέτει δύναμη. Είναι η δύναμη, που επιτρέπει στη θέληση, να θέλει. Χωρίς τη δύναμη η θέληση αποδυναμώνεται και δεν μπορεί να θέλει αυτό που θα ήθελε, να θέλει. Αλλά ακόμη και αν θα το ήθελε, δεν θα μπορούσε να το κατορθώσει. Η ελευθερία δεν είναι θέμα θέλησης, αλλά δύναμης και οντολογική και αυθεντική δύναμη είναι μόνο ο Θεός. Η ενέργεια του Θεού ενισχύει και προσανατολίζει προς το αγαθό, «εις ο και κοπιώ αγωνιζόμενος κατά την ενέργειαν αυτού, την ενεργουμενην εν εμοί, εν δυνάμει». (Κολοσ. Α' 29).
Σε ολόκληρη την Πατερική βιβλιογραφία τονίζεται, ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς, ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή, από την συναίσθηση διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάσταση, που σημαίνει σταθερή κατεύθυνση του ανθρώπου προς τον Θεό και συνεχή διάθεση για ανόρθωση, θεραπεία και ανάληψη πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα ορθή πνευματική κατεύθυνση, που πρέπει να συνοδεύει τον άνθρωπο, μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβαση από την παρά φύση κατάσταση των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύση. Μετάνοια είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.
Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ’ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν εννοεί την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιείται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).
Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για όλους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώσει στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δυτική θεολογία. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’).
Αλλά, αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία η απαξία σε σχέση με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δια εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.
Ένα βασικό στάδιο, που προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωση και η συναίσθηση των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμά, για να έλθει σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωση «των οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «εν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθεί από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωση και την συναίσθηση της αμαρτωλότητος ελκύσει επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελεία την άφεσιν με την αυτομεμψία, καθώς και την εξομολόγηση.
Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίσει όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα έξης: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τούτο έστιν η μετάνοια».
Η μετάνοια, ως νέα κατάσταση στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες συνέπειες που η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτο καρπό μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγηση, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρση της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστί της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’).
Η εξομολόγηση όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμα του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγηση τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, πού είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC).
Δηλαδή ο άνθρωπος πού ζει αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, αγρυπνεί στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς πού τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήσει με λόγους, με έργα και με θυσίες αυτούς πού έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπει ο ιερός πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξη και το πνευματικό πένθος.
Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου πού ζει την μετάνοια, λέγει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη, αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστηση στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).
Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάσει τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα που χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να ομοιάσει και να τους ακολουθήσει στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια». Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας, για όλους μας, παραμένει η ανάνηψη και η βίωση, κατά τον Άγιο Γρηγόριο, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C), η οποία προβάλλεται εκδήλως στην περίπτωση του αρχιτελώνη Ζακχαίου στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.

Ιστολόγιο Γενικού Περιεχομένου

metaptotíka.blogspot.com. Από το Blogger.

ΦΙΛΙΚΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΕΝΟΥ