Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Ι.Μ. Χατζηφώτης

Η Γέννηση του Χριστού αποτελεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, σημείο τριβής αλλά και πόλο έλξης για τη θρησκεία και την επιστήμη. Η πρώτη αποδέχεται τον συμβολισμό και τη σημασία των στοιχείων που περιβάλλουν τις περιγραφές του συμβάντος, ερμηνεύοντας με ολοένα πιο καινούργιους τρόπους τη σημειολογία των Γραφών. Η δεύτερη ερευνά τα δεδομένα, πασχίζει να τα συνδυάσει ιστορικά, φυσικά και γεωπολιτικά και ανακαλύπτει ανακρίβειες χρονικές και σημεία ακόμη σκοτεινά και ανεξήγητα. Αυτό στο οποίο και οι δύο χώροι συμφωνούν είναι το ίδιο το ιστορικό γεγονός.
Ανεξάρτητα από το αν η Γέννηση συνέβη ημερολογιακά το έτος μηδέν, δύο χρόνια πριν ή τρεις ημέρες νωρίτερα, από το αν το άστρο της Βηθλεέμ ήταν πλανητική σύνοδος ή σημάδι ανεξήγητο αστρολογικά, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται πανανθρώπινα την ίδια μέρα σε όλο
τον πλανήτη Γη και συμβολίζουν την έλευση του φωτός- με ταυτόχρονη τροπή του χειμερινού ηλιοστασίου προς τον Βορρά- της ελπίδας και της αναγέννησης του ανθρώπου.
«Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο· και σου ενανθρωπήσαντος εκ της Αγνής, η πολυθεΐα των ειδώλων κατήργηται. Υπό μίαν Βασιλείαν εγκόσμιον, αι πόλεις γεγένηνται· και εις μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τα έθνη επίστευσαν. Απεγράφησαν οι λαοί τω δόγματι του Καίσαρος επεγράφημεν οι πιστοί, ονόματι Θεότητος, σου του ενανθρωπήσαντος Θεού ημών. Μέγα σου το έλεος, δόξα σοι».

Κασσία Υμνογράφος


Έτος 55ο8 από την κτίση του Κόσμου. Στην Ιουδαία βασίλευε ο Ηρώδης ο Ιδουμαίος. Στη Ρώμη μετρούσαν το 753 έτος από την κτίση της. Σύμφωνα με τον μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας του 4ου αιώνα, Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Γέννηση από τους αποστολικούς ήδη χρόνους εορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου:«Οι γαρ εν τη Ρώμη διατρίβοντες, άνωθεν και εκ παλαιάς παραδόσεως αυτήν επιτελούντες κατά την 25ην τουτέστι του Δεκεμβρίου, αυτοί νυν αυτής ημίν την γνώσιν διεπέμψαντο». Ο ίδιος διαχώρισε τον εορτασμό της Γέννησης από εκείνον της Βάπτισης, όπως είχε καθιερωθεί στην Αντιόχεια, στην Αρμενία κ.ά. Έτσι ο εορτασμός απλώθηκε σε δώδεκα μέρες, το λεγόμενο «Άγιο Δωδεκαήμερο», με ενδιάμεση τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου, που σηματοδοτεί και την έναρξη κάθε νέου χρόνου.
Με τη Γέννηση του Χριστού κλείνει η Παλαιά και αρχίζει η Καινή Διαθήκη. Ουσιαστικά, η ιστορία του κόσμου κόβεται στα δυο. Στην προ και μετά Χριστόν εποχή. Με τον ερχομό του, σύμφωνα με την ορθλοδοξη θεολογία, τα πάντα ξανακαινουργώνονται. Η ίδια η φύση συμμετέχει, αφού γεννιέται σε ένα ταπεινό σπήλαιο. Αστέρας οδηγεί τους μάγους για να τον βρουν. Τα χνώτα των ζώων ζεσταίνουν τον μικρό Χριστό. Το οικολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι μεγάλο. Στη μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους, όπως και σε άλλα μοναστήρια του Άθω, υπάρχει μια τοιχογραφία της Γέννησης όχι συνηθισμένη. Παριστάνει την Παναγία ένθρονη και γύρω της εικονογραφείται με αντίστοιχες φράσεις ο ύμνος εκείνος της Εκκλησίας, που τονίζει την οικολογική σημασία της Γέννησης: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς· έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων, την ευχαριστίαν σοι προσάγει· οι Άγγελοι τον ύμνον· οι ουρανοί τον Αστέρα· οι Μάγοι τα δώρα· οι Ποιμένες το θαύμα· η Γη το Σπήλαιον· η έρημος την φάτνην· ημείς δε Μητέρα Παρθένον. Ο προ αιώνων Θεός, ελέησον ημάς».
Όπως βλέπουμε, δεν απουσιάζει η ανθρωπότητα, η οποία μετέχει στη Γέννηση με την ίδια την Παναγία, που γίνεται γέφυρα μεταξύ Γης και ουρανού. Όπως λέγει άλλος ύμνος, με τη Γέννηση φάνηκε στο σπήλαιο «ρίζα απότιστος βλαστάνουσα άφεσιν· εκεί ευρέθη φρέαρ ανόρυκτον, ου ποιείν Δαυΐδ πρίν επεθύμησεν· εκεί Παρθένος τεκούσα βρέφος, την δίψαν έπαυσεν ευθύς την του Αδάμ και του Δαυΐδ».
Περισσότερο και από τη βυζαντινή αγιογραφία, η βυζαντινή υμνογραφία αναλύει το δόγμα και το διαφυλάσσει από έξωθεν επιδράσεις εύλογες στον χώρο της τέχνης. Σημειώνω την άνοδο του Ιωσήφ, που βρίσκεται στις βυζαντινές παραστάσεις της Γέννησης κάτω αριστερά από το σπήλαιο (αλλά και στο μέσο ή κάτω δεξιά) δίπλα στον Χριστό και την Παναγία, αλλά και στις μεταβυζαντινές παραστάσεις της Παναγίας στη Γέννηση, που από λεχώ παριστάνεται στη μετά την Άλωση περίοδο γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια.
Με χίλια δύο επίθετα και φράσεις κοσμεί η υμνογραφία της Εκκλησίας την Παναγία για τη συμμετοχή της στη σάρκωση του Λόγου. Την αποκαλεί «πλατυτέρα ουρανών», «αγία Παρθένο», «αειπάρθενο Μαρία», «Αγνή», «πάνσεμνη», «άμπελο αληθινή βλαστήσασα τον καρπόν της ζωής», «άφθορη», «αθανασίας διαυγή πηγήν», «άμεμπτη Δέσποινα», «Πόλη έμψυχη του Βασιλέως Θεού» κ.ά.
Χρειάζεται, όμως ένα προς ένα να δούμε τα στοιχεία που μετέχουν στη Γέννηση και, πρώτ' απ' όλα, την «πενιχρή» φάτνη, που με τη Γέννηση καθίσταται «σεπτότατη», μέσα στο «σμικρότατο» σπήλαιο, που συμβολίζουν την «πτωχεία» με την οποία ήλθε στον κόσμο ο «πλουτίζων τα σύμπαντα»: «Πώς δέξεται, Βασιλεύ Σε σμικρότατον Σπήλαιον, γνώμη πτωχεύσαντα, τον πλουτίζοντα τα σύμπαντα; πώς βλέψει Σε βροτών, φύσις σωματούμενον; Προσκυνούμεν την σην συγκατάβασιν». Η αντίθεση αυτή τονίζεται και σε άλλο ύμνο: «Χορεύσωμεν πιστοί, και σκιρτήσωμεν τω πνεύματι· ο Δεσπότης, καταπλουτών ημάς, εν πάση δικαιοσύνη, ήδη πτωχεύει καθάπερ νήπιον, τεχθείς, και ανακλιθείς εν τη φάτνη· ον ανυμνούμεν και υπερυψούμεν, εις πάντας τους αιώνας».


Με τη Γέννηση καταργήθηκε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους Ανθρώπους, στον πλούτο και στη φτώχεια. Κι έρχονται οδηγημένοι από το Αστέρι οι «βασιλείς του κόσμου» να προσκυνήσουν τον πραγματικό Άρχοντα. «Πέπαυται πλάνη Περσική· Αστεροσκόποι γάρ, Βασιλείς ανατολών, τεχθέντι δώρα προσκομίζουσι. Χριστώ τω παμβασιλεί, χρυσόν τε και σμύρναν συν λιβάνω· ον Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, Λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας». Έρχονται να προσκυνήσουν αυτόν για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Ησαΐας. «Παιδίον εγενήθη ημίν, υιός, και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού· και καλείται το όνομα αυτού Μεγάλης βουλής Άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος. Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος...».
Ποιοι είναι οι «Βασιλείς» το υπογραμμίζει εξαίροντας την κοσμική τους δόξα και δύναμη η υμνογραφία κατ΄αντιδιαστολήν προς την αιώνια βασιλεία του Χριστού:«Μάγοι Περσών βασιλείς», «ους και κατέπληττεν ου σκήπτρα και θρόνοι, αλλ' ασχάτη πτωχεία· τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου; τι δε ταπεινότερον σπαργάνων; εν οις διέλαμψεν ο της Θεότητός σου πλούτος».
Από πού ακριβώς ήρθαν δεν είναι γνωστό. Έχουν διατυπωθεί, σχετικά, διάφορες γνώμες κσι έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες. Οι περισσότεροι τους θεωρούν ιερείς αστρολόγους από τη Βαβυλώνα, θεωρώντας τον υμνογραφικό χαρακτηρισμό τους ως βασιλέων γενόμενο για να εξαρθεί το αντιθετικό σχήμα προς τον πραγματικό αιώνιο βασιλέα, τον Χριστό. Ο αγιογράφος και πεζογράφος Φώτης Κόντογλου γράφει γι' αυτούς εξηγώντας το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, στο οποίο αναφέρεται η προσκύνησή τους:
«Ήτανε από την Περσία, μαθητάδες του παλαιού Βαλαάμ, που τους δίδαξε πως θα φανεί, ύστερα από πολλά χρόνια, ένα άστρο καινούργιο και σαν το δούνε να πάνε να βρούνε το μέρος που θα σταθεί, επειδή θα δείχνει το μέρος που γεννήθηκε ο βασιλιάς του κόσμου. Οπωσδήποτε δεν έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη έννοια της μαγείας. Σύμφωνα με μια παράδοση των βυζαντινών χρόνων, ονομάζονταν Γάσπερ, Μελχιόρ και Βαλτάσαρ. Εκτός από τη Βαβυλώνα και την Περσία, πατρίδα τους θεωρήθηκε η Χαλδία, η Αραβία, η Αιθιοπία, η Αρμενία κ.ά. Άλλη παράδοση, μεταγενέστερη, αναφέρει ότι τα λείψανά τους τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη η Αγία Ελένη. Τα ονόματά τους εξελληνίστηκαν ως Απέλλος, Άμνηρος και Δάμασκος». Για τον συμβολισμό των δώρων που πρόσφεραν στον μικρό Χριστό οι τρεις μάγοι, ο Μιχαήλ Γαλανός παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες:
«Το μεν χρυσόν [επρόσφεραν] ως σύμβολον της βασιλείας του, τον δε λίβανον ως σύμβολον της θεότητός του και την σμύρναν κατά την θείαν έμπνευσιν εις προϋπόδειξίν του ότι το παιδίον τούτο έμελλε να προσφερθή θύμα υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων και θα ηλείφετο ο νεκρός του με σμύρναν, καθώς και έγινε πράγματι εις τον Θεάνθρωπον μάρτυρα του Γολγοθά».
Ενώ για τους ίδιους του μάγους υπάρχουν πολλές παραδόσεις,- οι Αρμένιοι τους θέλουν να «μαρτυρούν» στη χώρα τους- , σημαντικό μέρος από τα δώρα που πρόσφεραν έχει διασωθεί και φυλάσσεται στη μονή Αγίου Παύλου, στο Άγιον Όρος. Ο ιατροφιλόσοφος Ιωάννης ο Κομνηνός, στο γλαφυρό Προσκυνητάριον του Αγίου 'Ορους του Άθωνος, που εξέδωσε το 1701 (τυπώθηκε στη μονή Συναγώβου της Ρουμανίας), αναφέρει ότι στο αθωνικό μοναστήρι του Αγίου Παύλου «είναι πολλά αξιόλογα... και μέρη από δώρα των Μάγων, τα οποία εκπέμπουσι τερπνήν ευωδίαν». Βρίσκονται σε ασημένια θήκη και είναι στολισμένα με μαργαριτάρια.


Ο ιερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης, στο μνημειώδες έργο του, Το Άγιον Όρος (1903), δίνει την πληροφορία ότι στην ίδια μονή «υπάρχουσι πλείω των 72 τεμαχίων σμύρνας και λιβάνου σχήματος ρομβοειδούς και σφαιροειδούς, ων το χρώμα είναι ημαυρωμένον, πλείω δε των 15 τμημάτων χρυσού, ων τινα είναι σχήματος ορθογωνίου μήκους 0 μ. 0,55 και 0,35 πλάτους, αλλά δε σχήματος τραπεζίου μετά πλευρών μήκους 0 μ. 06, 0 μ. 0,58 και 0 μ. 0.15, άλλα δε ομοιάζουσι προς πόρπην διαμέτρου 0 μ. 0,5 κ.λπ.». Είναι τοποθετημένα σε διάφορες θήκες και μόνο τμήμα τους εμφανίζεται ή μεταφέρεται έξω από το μοναστήρι.
Τα δώρα των τριών μάγων παραδίδεται ότι προσφέρθηκαν στη μονή Αγίου Παύλου από τη θυγατέρα του Σέρβου ηγεμόνα Γεωργίου (Γιούργια) Βράγκοβιτς, Μάρα ή Μάρω, που παντρεύτηκε τον σουλτάνο Μουράτ Β', πριν ενηλικιωθεί, και γέννησε των Μωάμεθ τον Πορθητή. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία τα είχε δώσει, μαζί με τη την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της, στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, απ' όπου το 400 μ.Χ. περίπου, τα μετέφερε ο Αρκάδιος στην Κωνσταντινούπολη. Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας φυλάχτηκαν στη Νίκαια της Βιθυνίας, απ' όπου επιστράφηκαν στην Πόλη επί Μηχαήλ Παλαιολόγου. Συνεχίζοντας την οικογενειακή της παράδοση, μετά τον θάνατο του συζύγου της (1451), η Μάρα αφιέρωσε στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου, το 1468, τον Πρόβλακα, εύφορη περιοχή με πύργο και μύλο, και το 1473 τη Μαραβίτσα, μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση στην Εγαβά Σερρών.
«Η ιδιαίτερη εύνοιά της προς το Άγιον Όρος», γράφει ο Δωρόθεος, μοναχός Αγιορείτης, στο βιβλίο του Το Άγιον Όρος, «και προς τη μονή εξηγείται πρώτιστα από τη χριστιανική πίστη της, αλλά και τη συμπάθειά της προς τους συμπατριώτες της Σέρβους, που μόναζαν στη μονή... που είχε στην κατοχή της 8 χωριά μόνο στη Σερβία». Η ίδια η σουλτάνα, λέγεται, έφτασε στο Άγιο Όρος για να προσφέρει στη μονή του Αγίου Παύλου «τα τεμάχια από τα δώρα των Τριών Μάγων, που σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της αρχαιολογίας Θωμά Μ. Προβατάκη, είχαν συληθεί από τους Τούρκους κατά την πτώση της Βασιλεύουσας».
«Στην προσπάθειά της» λέγεται, «να μεταφέρει η ίδια η Μάρα τα Τίμια Δώρα στη μονή Αγίου Παύλου, αποβιβάστηκε στον ορσανά της και, αφού προχώρησε λίγο, άκουσε φωνή να της λέει να σταματήσει ως εκεί, γιατί στο Άγιον Όρος υπάρχει άλλη βασίλισσα, η Θεοτόκος. Τότε, η Μάρα σταμάτησε και από εκεί έστειλε τις προσφορές της. Στο σημείο αυτό υπάρχει από τότε μικρό ναΐδιο».
Στο Άγιον Όρος παραδίδεται ότι άκουσε φωνή «ουρανόθεν» και ότι το σημείο, όπου σταμάτησε η φωνή τη Μάρα, δεν είναι στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το προσκυνητάρι. «Η παλαιά οδός της μονής» , γράφει ο Σμυρνάκης, «διήρχετο διά του νυν κοιμητηρίου των Αγίων Πάντων (1796) κάτωθεν της νυν προσόψεως αυτής, η δε παλαιά πύλη έκειτο εγγύς του βράχου, εφ΄ου ίδρυτο η παλαιά μονή. Κατά την νέαν επέκτασιν της μονής, μετετοπίσθη εν αρχή της νέας λιθοστρώτου οδού και το αναμνηστικόν οροθέσιον, εν ω η βασίλισσα Μάρα προσήνεγκε τη μονή τα Τίμια Δώρα των Μάγων, ως μη επιτρεπομένης ως γνωστόν της εισόδου εν ταις μοναίς γυναικών, ένθα σήμερον υπάρχει εν κτιστώ προσκυνηταρίω τοιχογραφία παριστώσαν την βασίλισσαν προσάγουσα τα δώρα. Η δε ειρημένη παλαιά θέσις λέγεται ότι ήτο άνωθεν του ήδη κοιμητηρίου, ένθα υπάρχει βράχος, εφ' ου είναι πεπηγμένος σιδηρούς Σταυρός». Αυτά λένε οι Αγιορείτικες παραδόσεις για τα δώρα των τριών μάγων και τη διάσωσή τους στη μονή Αγίου Όρους.
Στο Μηναίο του Δεκεμβρίου, την ημέρα των Χριστουγέννων, υπάρχει εκτενές υπόμνημα μνημονευομένης της Προσκύνησης των Μάγων ως εορταζομένης «τη αυτή μέρα». Στους στίχους συμπυκνώνεται η σημασία της Προσκύνησης:
«Σε προσκυνούσα τάξις εθνική, Λόγε. Το προς σε δηλοί των Εθνών μέλλον σέβας».
Για το αστέρι που τους οδήγησε στον Χριστό αναφέρεται:«Εν ταις ημέραις εκείναις εγένετό τις Μάντις λεγόμενος Βαλαάμ, εν τη τω Περσών χώρα και μαντευόμενος και άλλα πολλά είπε και ταύτα: "Ανατέλει άστρον εξ Ιακώβ και θραύσει τους αρχιγούς Μωάβ". Και οι τρεις μάγοι "ως αστρονόμοι, ιδόντες τον του Χριστού αστέρα, ότι ουκ εποίει πορείαν ως οι λοιποί αστέρες από ανατολών προς δύσιν, αλλ' από άρκτου προς μεσημβρίαν, έγνωσαν ότι γέννησιν μεγάλου βασιλέως δηλοί, και πέσοντες προσεκύνησαν αυτώ και προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν και ούτω τη προστάξει του Αγγέλου υπέστρεψαν εις την χώραν αυτών...».
Οι ύμνοι, οι παραδόσεις της Γέννησης, εκτός από τους μάγους φέρουν ως προσκυνητές του μικρού Χριστού και ποιμένες, οι οποίοι «θαυμάζουσι αγραυλούντες». Έβλεπαν κι αυτοί το αστέρι, μας λέγει ο ιερός υμνογράφος, και μαζί με τους μάγους και του Αγγέλους «ανεκήρυττον τον εκ σου γεννηθέντα, Θεογεννήτωρ, Μαριάμ, διά το σώσαι ημάς». Η μνήμη τους εορτάζεται, όπως και των μάγων, στις 25 Δεκεμβρίου, τα Χριστούγεννα. Στο Μηναιό αναφέρεται ως μνήμη «των θεασαμένων Ποιμένων τον Κύριον» και παρατίθενται οι στίχοι:
«Ποίμνην αφέντες των εαυτών ποιμένες, Ιδείν καλόν σπεύδουσι Χριστόν ποιμένα».
Κι ένα ακόμη από τα τροπάρια της Γέννησης λέγει για τους ποιμένες, που αξιώθηκαν να δουν το μεγάλο γεγονός:
«Ποιμένες αγραυλούντες, εκπλαγούς φωτοφανείας έτυχον· δόξα Κυρίου γαρ αυτούς περιέλαμψε και Άγγελος. Ανυμνήσατε βοών ότι ετέχθη Χριστός, ο τω Πατέρων Θεός, ευλογητός ει».
Στην ίδια τη Βηθλεέμ δεν πρέπει να περιμένει κανείς να δει κανένα σπήλαιο, όπου γεννήθηκε ο Χριστός, αφού έχει σκεπαστεί και πάνω του υψώνεται η περίφημη βασιλική της Γεννήσεως.
Πάνω ακριβώς από το σημείο, όπου με ασημένιο αστέρι δηλώνεται ότι γεννήθηκε ο Χριστός, και τη λατινική επιγραφή «His de Virgine Maria Jesus Christus natus est», τοποθετήθηκε Αγία Τράπεζα, όπου κάθε μέρα τελούν τη θεία λειτουργία οι ιερείς του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και απευθύνεται την ημέρα της Γέννησης (με το παλαιό εορτολόγιο που ακολουθεί η Σιωνίτιδα Εκκλησία) το ειρηνικό μήνυμά του προς όλη την Οικουμένη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης, αγγέλοντας ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Οι ορθόδοξοι Έλληνες έχουν στην κυριαρχία τους και το καθολικό. Στη δικαιοδοσία των Ρωμαιοκαθολικών έχει περιέλθει η φάτνη.
Η βασιλική της Γεννήσεως ανεγέρθηκε από το 327 ως το 333 μ.Χ. και διαρρυθμίστηκε από το 532 έως το 543 επί Ιουστινιανού. Ενδιαφέρον έδειξε για το μνημείο ο αυτοκράτορας Μαουήλ Κομνηνός, ο οποίος το στόλισε με εξαίρετης τέχνης ψηφιδωτά. Τόσο στον 15ο όσο και στον 17ο αιώνα επισκευάστηκε η στέγη της βασιλικής, όπως και το 1842 από την Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Στα 1927 σεισμός έριξε κάτω τον πύργο που είχε ανεγερθεί επί Ιουστινιανού. Το 1934 βρέθηκαν στο δάπεδο της βασιλικής βυζαντινά ψηφιδωτά. Το 1951 ο Αχιεπίσκοπος Νεαπόλεως Αρτέμιος, του Παναγίου Τάφου, ανακαίνισε τον πύργο του Ιουστινιανού και, ύστερα από πέντε χρόνια, ανοικοδόμησε παρεκκλήσιο επ' ονόματι των νηπίων, των οποίων οι μητέρες είχαν καταφύγει εκεί για να τα κρύψουν, αλλά εντοπίστηκαν και σφάχτηκαν κατ΄εντολήν του Ηρώδη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών, το 1967, χτυπήθηκε με εμπρηστική βόμβα η στέγη της βασιλικής, η πυρκαγιά, όμως αντιμετωπίστηκε από τους Αγιοταφίτες μοναχούς. Το 1983, χάρη στη μέριμνα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου, επισκευάστηκε η στέγη και ανακατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν εξαρχής τα τριάντα οκτώ παράθυρά της.Κοντά στη Βηθλεέμ μέσα σε πυκνό πράσινο βρίσκεται ένα χωριό, που λέγεται χωριό των ποιμένων, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο άγγελος τους ανήγγειλε όσα ο ύμνος αναφέρει και, όπως γράφει ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος «ακούσθηκε εκείνο το αγγελικό, δοξολογικό εμβατήριο "δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί Γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία"». Το πιο γλυκό, το πιο χαρούμενο άγγελμα του κόσμου, η Γέννηση του Καλού Ποιμένος, πρωτοειπωμένο στις απλές και αθώες ποιμενικές ψυχές. Εδώ, η αγία Ελένη ίδρυσε εκκλησία και στο ιερό σπήλαιό της, κατά την παράδοση, ετάφησαν τρεις από τους προνομιούχους τρισευτυχισμένους εκείνους βοσκούς. Σήμερα, υπάρχει μια υπόγεια εκκλησία, εκεί όπου σώζονται τα ερείπια της παλαιάς.


Ο Στουδίτης μοναχός και υποδιάκονος Δαμασκηνός, σε έναν από τους λόγους του για τη Γέννηση, λέγει με ποιητικό οίστρο:«Θαύμα όντως παράδοξον! Ο τέλειος θεός βρέφος ατελές φαίνεται. Ο άναρχος αρχήν δέχεται. Ο αόρατος σήμερον φαίνεται ορατός. Διά τούτο και παν ποίημα Θεού δορυφορεί τον γεννηθέντα. Οι μεν ουρανοί δίδουσι τον αστέρα· οι Άγγελοι τον υμνούν· η γη το σπήλαιον· η έρημος την φάτνην· οι ποιμένες το θαύμα και οι άνθρωποι την Θεοτόκον Μαρίαν. Επειδή δε έμελλε ο Θεός να φωτίσει όλον τον κόσμον, δίδων εις όλα τα έθνη την θεογνωσίαν, διά τούτο και οι Μάγοι τα δώρα έφερον, φανέντες ούτω ως απαρχή όλων των εθνών. Διά τούτο οι Άγγελοι μετά των ανθρώπων πανηγυρίζουσι και υμνούσιν, ως μη έχοντες άλλον τι τούτου μεγαλύτερον. Οι δε Μάγοι από την Περσίαν τα δώρα φέρουσι, ότι σήμερον αι προφητείαι των Προφητών εκπληρούνται και οι λόγοι των τέλος δέχονται σήμερον... Διά τούτο και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας πανηγυρίσωμεν σήμερον, ασ τιμήσωμεν την ημέραν την Δεσποτικήν, ας δωξάσωμεν τον Χριστόν, όχι με θυσίας ειδωλολατρικάς ή με χορούς ή μέθας και άσματα και όσα χαίρεται ο δαίμων, αλλά με ευχαριστίας και δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν και γενικώς με όσα χαίρεται ο Θεός...».
Στην ομιλία του ο Δαμασκηνός Στουδίτης αναλύει δέκα σημεία που συνδέονται με τη Γέννηση: α) Περί Αγίας Τριάδος και σαρκώσεως του Λόγου. β) Πότε γεννήθηκε ο Χριστός. γ) Γιατί έτυχε τότε να απογραφεί ο κόσμος. δ) Πώς οι μάγοι αντιλήφθηκαν και ήρθαν να προσκυνήσουν τον Χριστό. ε) Τι σήμαιναν τα δώρα που πρόσφεραν. στ) Πώς οι μάγοι γνώρισαν και πήγαν αυτά τα δώρα στον Χριστό. ζ) Αν οι μάγοι βρήκαν τον Χριστό στο Σπήλαιο ή σε άλλο τόπο. η) Το αστέρι που οδήγησε τους μάγους ήταν φυσικό ή μόνο τότε φάνηκε («ήτο άγγελος Κυρίου, όστις εφαίνετο εις σχήμα αστέρος...»). θ) Πόσα χρόνια πριν από τη Γέννηση του Χριστού φάνηκε το αστέρι που οδήγησε τους μάγους (δύο έτη). ι) Γιατί δεν σαρκώθηκε ο Χριστός πρωτύτερα; (Γιατί τότε, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου).
Γιατί η Γέννηση του Χριστού είναι «μυστήριον ξένον και παράδοξον», αναλύει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, η μεγάλη αυτή μορφή της Ορθόδοξης Πατερικής Γραμματείας.
«Πώς Θεός Λόγου γίνεται σύλληψις; Πώς γένεσις σαρκός άνευ σποράς; Πως γέννησις άνευ φθοράς; Πώς μήτηρ η μετά τον τόκον διαμείνουσα Παρθένος; Πώς ο υπερτελής καθ΄ηλικίαν προέκοπτεν; Πώς ο καθαρός εβαπτίζετο; Πώς διέτρεφεν ο πεινών; Πώς ο κοπίων εχαρίζετο δύναμιν; Πώς ο πάσχων εδίδου ιάματα; Πώς ο θνήσκος εζωοποίει; Και ίνα το πρώτον και τελευταίον είπω, πως ο Θεός άνθρωπος γίνεται; Και το δη πλέον μυστηριωδέστερον, πως ουσιωδώς εν σαρκί καθ΄υπόστασιν ο Λόγος, ο κατ΄ουσίαν υποστατικώς όλως υπάρχων τω Πατρί; Πώς ο αυτός και όλος έστι Θεός κατά φύσιν και όλος γέγονε κατά φύσιν άνθρωπος;»
Οι κορυφαίοι υμνογράφοι της Εκκλησίας συνέθεσαν θαυμάσιους ύμνους που ψέλνονται όλη τη περίοδο των Χριστουγέννων. Περίφημο είναι το κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, του «Πινδάρου» της βυζαντινής υμνογραφίας, «εις την Χριστού Γέννησιν», που εκτός από το προοίμιό του, περιλαμβάνει είκοσι τέσσερις οίκους. Στον Άγιο Ρωμανό οφείλουμε το τόσο δημοφιλές αυτό προοίμιο:
«Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τί­κτει, και η γη το σπήλαιον, τω απροσίτω προσ­άγει. Άγγελοι, μετά Ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε, μετά Αστέρος οδοιπορούσι, δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Θαυμάσιος είναι και ο α' και άλλοι οίκοι του κοντακίου:
«Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν την τρυφήν εν κρυφή ηύραμεν, δεύτε λάβωμεν τα του Παραδείσου εντός σπηλαίου· εκεί εφάνη ρίζα απότιστος, βλαστάνουσα άφεσιν, εκεί ευρέθη φρέαρ ανώρυκτον, ου πιείν Δαυΐδ πριν επεθύμησεν· εκεί Παρθένος, τεκούσα βρέφος, τήν δίψαν έπαυσεν ευθύς την του Αδάμ και του Δαυΐδ· διά τούτο προς τούτο επειχθώμεν, που ετέχθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Δογματική ακρίβεια, παραστατική δύναμη, υψηλή έμπνευση, γλωσσικός πλούτος, διακρίνει το έργο του μεγάλου μελωδού του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας. Ο έτερος μέγιστος των βυζαντινών υμνογράφων, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνέθεσε τον λαμπρό ιαμβικό κανόνα της Γέννησης, που, επίσης, είναι σε χρήση στη λατρεία των Χριστουγέννων.
«Έσωσε λαόν, θαυματουργών Δεσπότης, υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι. Εκών δε τεχθείς εκ Κόρης, τρίβον βατήν πόλου τίθησιν· ημίν ον κατ' ουσίαν ίσον τε Πατρί και βροτοίς δοξάζομεν».
Ένας άλλος ύμνος ανήκει στον επίσης σπουδαίο υμνογράφο, τον Κοσμά του Μαϊουμά (ειρμός ε' ωδής του κανόνα του «εις την Χριστού Γέννησιν») και αποτελεί δείγμα τόσο των συνθετικών του δυνατοτήτων όσο και του θεολογικού του βάθους:«Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής σου τον Άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον απέστειλας ημίν· όθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, εκ νυκτός ορθρίζοντες, δοξολογούμεν σε φιλάνθρωπε».
Αντίθετα με τον δυτικό κόσμο, όπου οι μέρες των Χριστουγέννων είναι περίοδος χειμερινών διακοπών, στην Ορθόδοξη Ανατολή βιώνονται πνευματικά, με πολλές λατρευτικές συνάξεις. «Χωρίς τις καταβασίες του Όρθρου των Χριστουγέννων», έλεγε ένας παλιός δάσκαλος, «δεν μπορώ να νιώσω το νόημα της μεγάλης μέρας». Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν συνοδεύεται το Δεδεκάμερο με πλούσια ήθη κι έθιμα. «Το Δεδεκάμερο» γράφει ο Κώστας Καραπατάκης, «τοποθετημένο μέσα στην καρδιά του χειμώνα, με τα βρασμένα καινούρια κρασιά, τις φρέσκες ραφινάτες ρακές, το μπόλικο χοιρινό κρέας και τις μεγάλες φωτιές στο τζάκι, που εξουδετέρωναν τα χιόνια και τα κρύα, που σκέπαζαν έξω τη γη, χωρίς να το θέλει κανείς, γεννούσε μια διάθεση, μια χαρά για τραγούδι, για χορό, για γλέντι. Το βιολί, το κλαρίνο, το ντέφι, το λαγούτο, η λύρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, η πίπιζα και το νταούλι ήταν τα μόνα γνωστά όργανα της εποχής που συνόδευαν τις λαϊκές γιορτές και τους λαϊκούς χορούς, σε συνδυασμό με το δημοτικό τραγούδι...».
Δεν λείπουν και οι λαϊκές δοξασίες, που είναι συχνά κατάλοιπα δεισιδαιμονιών. «Οι Έλληνες», σημειώνει ο Θάνος Βελούδιος, «σαν λαός που έχει μεγάλο και σπουδαίο πολιτισμό, κράτησαν ζωντανές τις αρχαίες παραδόσεις τους με τον πιο εορταστικό και χαριτωμένο τρόπο. Τις πλούτισαν, μάλιστα, με πολλή ευφυΐα και τις έκαναν παραστατικές. Ήθελαν κι αυτοί πάντοτε, όπως και οι πολύ αρχαίοι πρόγονοί τους, να εξευμενίζουν με ευγένεια τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα και με οργιώδη φαντασία που έβλεπε Κόβαλους, δαιμόνια και τέρατα, έδειχναν την ευλαβική τους αίσθηση του μέτρου του καλού και του ωραίου, που είναι χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους». Πολύ σωστά τα χαρακτηρίζει «μεσοδαιμονικά πνεύματα», που έρχονται με τη Γέννηση κι εξαφανίζονται με τα Φώτα και τον αγιασμό των υδάτων. Η κοινή τους ονομασία είναι καλικάντζαροι, διαφοροποιούνται, όμως, από περιοχή σε περιοχή κι έχουν ένα σωρό ονομασίες, καρκαντζέλια, κολιντσάγκαροι, σκλαπούνταροι, καλοβρύσηδες, χρυσαφένταδοι, τζόγες, καλισπούδες, γκατζόμαροι κ.ά.
Στο πρώτο του δημοσίευμα για τα Χριστούγεννα, που είδε το φως την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 1887, στην Εφημερίδα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μεταφέρει όλο το άρωμα του ορθόδοξου εορτασμού, που ντύνεται τόσο όμορφα και πνευματικά από τους ανυπέρβλητους βυζαντινούς ύμνους. Σ΄αυτό το κομμάτι του ο εξαίρετος Σκιαθίτης δημιουργός κορφολογεί τα πιο ευωδιαστά άνθη από τον πλούσιο λειμώνα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, συσχετίζοντας τα με λόγους και εγκώμια των Πατέρων. Μεταξύ άλλων γράφει:
«Το δημοτικώτατον εκείνον άσμα το 'Χριστός γεννάται, δοξάστε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί της γης, υψώθητε", είναι κατά λέξιν πρανισμένον εκ του πανηγυρικού του ιερού Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του Θεολόγου επικαλούμενου. Εκ πανηγυρικού λόγου ελήφθη επίσης και το εξαποστειλάριον της εορτής, "Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών". Η τελευταία αυτή φράσις έχει το προνόμιον, ως ήκουσα, να εμπνέη μέγαν ενθουσιασμόν εις τους ατυχήσαντας μεν περί την γλώσσαν, Έλληνας δε την καρδίαν και φρόνημα, αδελφούς ημών της Καισαρείας της Καππαδοκίας, ευλόγως καυχωμένους και λέγοντας ότι "εξ Ανατολής το φως...».
Ο πνευματικός πλούτος της Ορθοδοξίας δεν υποκαθίσταται ούτε από κοσμικά πλούτη ούτε από τρόπους που αλλοιώνουν τα άφθαρτα μηνύματα που έφερε με τη σάρκωσή του ο Χριστός στον κόσμο, την αγάπη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ειρήνη. Ο Χριστός των φτωχών και των ταπεινών, για τους οποίους ήλθε στη γη.
Για τη Γέννηση του Χριστού έχουν γραφτεί πολλά και αξιόλογα κείμενα ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικής διδαχής. Όλοι οι μεγάλοι πατέρες, οι τρεις ιεράρχες, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Άγιος Επιφάνιος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, οι Νηπτικοί κ.ά. στάθηκαν με δέος και συγκίνηση μπροστά στο μυστήριο της Γέννησης.
Με θαυμάσιο λόγο το περιέγραψε ο ιερός Χρυσόστομος:
«Μυστήριον ξένον και παράδοξον βλέπω· ποιμένες μου περιηχούσι τα ώτα, ουκ έρημον συρίζοντες μέλος, αλλ΄ουράνιον, υμνεί τα Χερουβείμ, δοξολογεί τα Σεραφείμ, πάντες εορτάζουσι, Θεόν επί της γης ορώντες και άνθρωπον εν ουρανοίς, τον άνω κάτω δι΄οικονομίαν και τον κάτω άνω διά φιλανθρωπίαν. Σήμερον Βεθλεέμ των ουρανών εμιμήσατο, αντί μεν αστέρων Αγγέλους υμνούντας δεξαμένη, αντί δε ηλίου τον της δικαιοσύνης απεριγράπτως χωρήσασα· και μη ζήτει πώς όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις. Ηβουλήθη γαρ, ηδυνήθη, κατήλθεν, έσωσε, σύνδρομα τα πάντα τω Θεώ...».
του Ι. Μ. Χατζηφώτη
Από το περιοδικό «Θεός & Θρησκεία»
Ιανουάριος 1999, τεύχος 0, σελ 74- 79

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ:
Με τον αείμνηστο Ιωάννη  Χατζηφώτη συνδεθήκαμε κατ’ αρχάς με στενή οικογενειακή φιλία, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πνευματική συγγένεια, αφού έγινε ο ανάδοχος του υιού μου.  Ήταν ο επιστήθιος φίλος, ο αγαπημένος αδελφός, ο σύντεκνος (κουμπάρος) και κυρίως ο εμψυχωτής και ο ευεργέτης μου. Τον ευχαριστώ και θα τον τιμώ πάντα.  

Ο Ι. Μ. Χατζηφώτης γεννήθηκε το 1944 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από γονείς Δωδεκανησίους και έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2006 στην Αθήνα.  Με το πληθωρικό του έργο και βίο, καθώς και με την απύθμενη αγάπη και καλοσύνη  του, η μνήμη του είναι αιώνια!


ΠΗΓΗ:NOCTOC

Ιστολόγιο Γενικού Περιεχομένου

metaptotíka.blogspot.com. Από το Blogger.

ΦΙΛΙΚΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΕΝΟΥ